Μύθος ή θρύλος το Κρυφό σχολειό;
Γράφει: Ο Φ. Ι. Κακριδής
Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Το ΒΗΜΑ, 22/02/1998
Εχοντας ζήσει πολλά χρόνια στην Ηπειρο δυσκολευόμουν πάντα να πιστέψω αυτό που τον τελευταίο καιρό με έμφαση υποστηρίζουν οι Ιστορικοί: ότι το «Κρυφό σχολειό» είναι καθαρός μύθος, με τη σημερινή έννοια της λέξης.
Προτιμούσα να το θεωρώ θρύλο, πιστεύοντας ότι πρέπει να κρύβεται κάποια αλήθεια πίσω από τις λαϊκές διηγήσεις που ακούει κανείς συχνά από τους Καλογέρους ή την Εκκλησάρισσα, όταν επισκεφτεί, παράδειγμα, τη Μονή των Φιλανθρωπινών στο Νησί, της λίμνης των Ιωαννίνων κι άλλους πολλούς παρόμοιους τόπους μια αλήθεια που βέβαια δεν τη φανταζόμουν να ταυτίζεται με το Φεγγαράκι μου λαμπρό, ούτε με Το κρυφό σχολειό του Ν. Γύζη (1886) και το ομώνυμο ποίημα του Ι. Πολέμη (1900). Οτι δεν υπάρχουν ρητές μαρτυρίες, σύγχρονες με τη λειτουργία του Κρυφού σχολειού, το θεωρούσα πολύ φυσικό: ποιος και γιατί θα κατάγραφε στα χρόνια της δουλείας μια πατριωτική πράξη, που γινόταν άτυπα κι εθελοντικά πίσω από την πλάτη της τουρκικής εξουσίας;
Τελευταία, η αντίθετη άποψη υποστηρίχτηκε με πολλή γνώση και πειστικότητα από τον Αλκη Αγγέλου, στο βιβλίο του Το κρυφό σχολειό: Χρονικό ενός μύθου, Αθήνα (Εστία) 1997· τα επιχειρήματά του με είχαν σχεδόν πείσει, και ήμουν έτοιμος να δεχτώ ότι ο «μύθος» δημιουργήθηκε και διαδόθηκε ακριβώς όπως το περιγράφει, όταν η τύχη το 'φερε να διαβάσω ένα παλιό γαλλικό βιβλίο του R. Puaux, με τον τίτλο «Δυστυχισμένη Ηπειρος»1.
Ο συγγραφέας ήταν το 1913 ανταποκριτής της παρισινής εφημερίδας Καιροί, και το 1914 δημοσίεψε τις ανταποκρίσεις του από την απελευθερωμένη Ηπειρο. Στις 11 του Μάη επισκέφτεται το Αργυρόκαστρο, και στις 13 καταγράφει τα βιώματα και τις εντυπώσεις του.
Μεταφράζουμε:
«... Λίγο αργότερα, την ώρα που έγραφα, ο Μ. Ζωτίδης, που με φιλοξενούσε ένα αξιαγάπητο ηλικιωμένο γεροντοπαλίκαρο, που είχε κληροδοτήσει, όπως μου διηγήθηκαν, με τη διαθήκη του ολόκληρη την περιουσία του στα ελληνικά σχολεία του Αργυροκάστρου, και που
είχε ακόμα φροντίσει το σπίτι του να χτιστεί έτσι, ώστε να μπορεί, αμέσως μετά το θάνατό του, να μετασχηματιστεί σε διδακτήριο μου ανάγγειλε την επίσκεψη μιας αντιπροσωπείας.
Φόρεσα γρήγορα το φοκόλ μου, γραβάτα και σακάκι, και συνάντησα τους επισκέπτες στο σαλόνι. Ηταν ο δάσκαλος, η δασκάλα, και μερικοί μαθητές.
Πρέπει να είχαν διαλέξει τα αγοράκια και τα κοριτσάκια που είχαν τα πιο καινούρια ρούχα. Οταν ρώτησα να μου πουν το επάγγελμα των γονιών τους, πληροφορήθηκα ότι δύο από τα τέσσερα αγόρια είχαν πατέρα ράφτη! Την ώρα που γυρόφερνε, σύμφωνα με το έθιμο, ο δίσκος με τα γλυκά, κουβεντιάζω με τους εκπαιδευτικούς. Η περιγραφή των προσπαθειών τους να συντηρήσουν την ελληνική ιδέα κάτω από τουρκική εξουσία προσπάθειες που τις περιγράφαν απλά, σαν να ήταν για κάτι τελείως φυσικό αποκάλυπταν χαρακτηριστικά αξιοθαύμαστα. Θα μπορούσε κανείς να αφιερώσει ένα ωραίο κεφάλαιο στο σώμα των ελλήνων δασκάλων της Ηπείρου που, αντιμετωπίζοντας τόσες αντιξοότητες και ταπεινώσεις, δεν έπαυαν γι' αυτό να προχωρούν το πατριωτικό τους έργο. Κανένα ελληνικό βιβλίο δε γινόταν δεκτό, αν είχε τυπωθεί στην Αθήνα. Επρεπε όλα να έρθουν από την Κωνσταντινούπολη. Η ελληνική ιστορία ήταν απαγορευμένη. Ετσι έκαναν συμπληρωματικές μυστικές παραδόσεις2, όπου χωρίς βιβλίο, χωρίς τετράδιο, ο μικρός Ηπειρώτης μάθαινε να γνωρίζει την πατρίδα μητέρα του, τον εθνικό του ύμνο, τα ποιήματα και τους ήρωές του. Οι μαθητές κρατούσαν στα χέρια τους τη ζωή των δασκάλων τους. Ενας λόγος αστόχαστος ή μια καταγγελία θα ήταν μοιραία. Δε μας συγκινούν αυτά τα διακόσια αγοράκια και τα διακόσια πενήντα κοριτσάκια, που αποδέχονταν τις ώρες της συμπληρωματικής διδασκαλίας σε ηλικία, όπου τα παιδιά τόσο αγαπούν τα διαλείμματα , για να μιλήσουν για την Ελλάδα, κι ύστερα γύριζαν σπίτι τους με σφραγισμένα χείλη και με το μυστικό ενθουσιασμό στην καρδιά τους;»
Δεν είμαι ειδικός· δεν ξέρω καν αν οι Ιστορικοί μας τις έχουν ήδη εκμεταλλευτεί τις άμεσες και σημαντικές πληροφορίες που δίνουν οι ανταποκρίσεις του Puaux και οι πολύτιμες φωτογραφίες που ο ίδιος τράβηξε και αναδημοσίεψε στα βιβλία του3, υποθέτω ναι. Ομως η συγκεκριμένη μαρτυρία βλέπω να αντιστοιχεί απόλυτα στην ιστορική αλήθεια για το Κρυφό σχολειό, όπως την φανταζόμουν.
Σίγουρα, οι τουρκικές αρχές επιτρέπαν τη λειτουργία ελληνικών σχολείων στην επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ναι, και μόνο στα Γιάννινα, από το 1647 ως το 1805 ιδρύθηκαν και λειτούργησαν πέντε τουλάχιστον ονομαστές σχολές! Σημαίνει αυτό ότι οι δάσκαλοί τους είχαν την ελευθερία να διδάξουν ελληνικό πατριωτισμό και μαχόμενη Ορθοδοξία από την έδρα; ή μήπως θα το θεωρούσαν περιττό;
Δεν είναι φυσικό πέρα από τα επίσημα μαθήματα να γίνονταν και κάποιες περισσότερο ή λιγότερο οργανωμένες, άτυπες και κρυφές, «συμπληρωματικές παραδόσεις», σαν αυτές που ο Puaux διαπίστωσε ότι γίνονταν στο Αργυρόκαστρο στις αρχές του αιώνα; ή μήπως ο δάσκαλος κι η δασκάλα του Αργυροκάστρου βρήκαν, με την προσωρινή απελευθέρωση του τόπου τους, την ευκαιρία να πουν ψέματα στον ξένο δημοσιογράφο, διεκδικώντας για τον εαυτό τους τις τιμές που ο σχηματισμένος ήδη «μύθος» του Κρυφού σχολειού είχε αποδώσει στους πατριώτες δασκάλους και ιερωμένους της Τουρκοκρατίας;
Δεν είναι πιο λογικό να πιστέψουμε ότι οι εκπαιδευτικοί του Αργυροκάστρου θέλησαν τότε, πιστεύοντας πως ο τόπος τους είχε οριστικά απελευθερωθεί, να αποκαλύψουν στο Γάλλο ανταποκριτή τα βάσανα και τους κινδύνους που είχαν περάσει, όσο με τη σειρά τους συνέχιζαν την πατριωτική παράδοση των προκατόχων τους;
Δεν ήταν άλλωστε αυτή ακριβώς η «άγραφη» διδακτική παράδοση που κράτησε στους σκοτεινούς αιώνες αναμμένη, απ' άκρη σ' άκρη της υπόδουλης Ελλάδας, τη σπίθα του Ελληνισμού και το κεράκι της Ορθοδοξίας;
Πολύ θα θέλαμε να ακούσουμε τη γνώμη των Ιστορικών.
1. Rene Puaux, Malheureuse Epire, Paris (Librairie Academique) 1914. Τώρα μαθαίνω ότι το βιβλίο έχει μεταφραστεί από τον Αχ. Γ. Λαζάρου, Δυστυχισμένη Ηπειρος, Αθήνα (Τροχαλία) χ.χ.
2. Alors on tenait des classes supplementaires secretes...
3. Από την Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού μαθαίνω ότι έχει ακόμα δημοσιέψει ανταποκρίσεις με τίτλους: Εις τα Βαλκάνια, 1912-13 (1914), Από Σόφιας εις Τσατάλτζαν (1914), και Ο Αγγλικός στρατός επί της Ηπειρωτικής γης (1916).
Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Το ΒΗΜΑ, 22/02/1998
Εχοντας ζήσει πολλά χρόνια στην Ηπειρο δυσκολευόμουν πάντα να πιστέψω αυτό που τον τελευταίο καιρό με έμφαση υποστηρίζουν οι Ιστορικοί: ότι το «Κρυφό σχολειό» είναι καθαρός μύθος, με τη σημερινή έννοια της λέξης.
Προτιμούσα να το θεωρώ θρύλο, πιστεύοντας ότι πρέπει να κρύβεται κάποια αλήθεια πίσω από τις λαϊκές διηγήσεις που ακούει κανείς συχνά από τους Καλογέρους ή την Εκκλησάρισσα, όταν επισκεφτεί, παράδειγμα, τη Μονή των Φιλανθρωπινών στο Νησί, της λίμνης των Ιωαννίνων κι άλλους πολλούς παρόμοιους τόπους μια αλήθεια που βέβαια δεν τη φανταζόμουν να ταυτίζεται με το Φεγγαράκι μου λαμπρό, ούτε με Το κρυφό σχολειό του Ν. Γύζη (1886) και το ομώνυμο ποίημα του Ι. Πολέμη (1900). Οτι δεν υπάρχουν ρητές μαρτυρίες, σύγχρονες με τη λειτουργία του Κρυφού σχολειού, το θεωρούσα πολύ φυσικό: ποιος και γιατί θα κατάγραφε στα χρόνια της δουλείας μια πατριωτική πράξη, που γινόταν άτυπα κι εθελοντικά πίσω από την πλάτη της τουρκικής εξουσίας;
Τελευταία, η αντίθετη άποψη υποστηρίχτηκε με πολλή γνώση και πειστικότητα από τον Αλκη Αγγέλου, στο βιβλίο του Το κρυφό σχολειό: Χρονικό ενός μύθου, Αθήνα (Εστία) 1997· τα επιχειρήματά του με είχαν σχεδόν πείσει, και ήμουν έτοιμος να δεχτώ ότι ο «μύθος» δημιουργήθηκε και διαδόθηκε ακριβώς όπως το περιγράφει, όταν η τύχη το 'φερε να διαβάσω ένα παλιό γαλλικό βιβλίο του R. Puaux, με τον τίτλο «Δυστυχισμένη Ηπειρος»1.
Ο συγγραφέας ήταν το 1913 ανταποκριτής της παρισινής εφημερίδας Καιροί, και το 1914 δημοσίεψε τις ανταποκρίσεις του από την απελευθερωμένη Ηπειρο. Στις 11 του Μάη επισκέφτεται το Αργυρόκαστρο, και στις 13 καταγράφει τα βιώματα και τις εντυπώσεις του.
Μεταφράζουμε:
«... Λίγο αργότερα, την ώρα που έγραφα, ο Μ. Ζωτίδης, που με φιλοξενούσε ένα αξιαγάπητο ηλικιωμένο γεροντοπαλίκαρο, που είχε κληροδοτήσει, όπως μου διηγήθηκαν, με τη διαθήκη του ολόκληρη την περιουσία του στα ελληνικά σχολεία του Αργυροκάστρου, και που
είχε ακόμα φροντίσει το σπίτι του να χτιστεί έτσι, ώστε να μπορεί, αμέσως μετά το θάνατό του, να μετασχηματιστεί σε διδακτήριο μου ανάγγειλε την επίσκεψη μιας αντιπροσωπείας.
Φόρεσα γρήγορα το φοκόλ μου, γραβάτα και σακάκι, και συνάντησα τους επισκέπτες στο σαλόνι. Ηταν ο δάσκαλος, η δασκάλα, και μερικοί μαθητές.
Πρέπει να είχαν διαλέξει τα αγοράκια και τα κοριτσάκια που είχαν τα πιο καινούρια ρούχα. Οταν ρώτησα να μου πουν το επάγγελμα των γονιών τους, πληροφορήθηκα ότι δύο από τα τέσσερα αγόρια είχαν πατέρα ράφτη! Την ώρα που γυρόφερνε, σύμφωνα με το έθιμο, ο δίσκος με τα γλυκά, κουβεντιάζω με τους εκπαιδευτικούς. Η περιγραφή των προσπαθειών τους να συντηρήσουν την ελληνική ιδέα κάτω από τουρκική εξουσία προσπάθειες που τις περιγράφαν απλά, σαν να ήταν για κάτι τελείως φυσικό αποκάλυπταν χαρακτηριστικά αξιοθαύμαστα. Θα μπορούσε κανείς να αφιερώσει ένα ωραίο κεφάλαιο στο σώμα των ελλήνων δασκάλων της Ηπείρου που, αντιμετωπίζοντας τόσες αντιξοότητες και ταπεινώσεις, δεν έπαυαν γι' αυτό να προχωρούν το πατριωτικό τους έργο. Κανένα ελληνικό βιβλίο δε γινόταν δεκτό, αν είχε τυπωθεί στην Αθήνα. Επρεπε όλα να έρθουν από την Κωνσταντινούπολη. Η ελληνική ιστορία ήταν απαγορευμένη. Ετσι έκαναν συμπληρωματικές μυστικές παραδόσεις2, όπου χωρίς βιβλίο, χωρίς τετράδιο, ο μικρός Ηπειρώτης μάθαινε να γνωρίζει την πατρίδα μητέρα του, τον εθνικό του ύμνο, τα ποιήματα και τους ήρωές του. Οι μαθητές κρατούσαν στα χέρια τους τη ζωή των δασκάλων τους. Ενας λόγος αστόχαστος ή μια καταγγελία θα ήταν μοιραία. Δε μας συγκινούν αυτά τα διακόσια αγοράκια και τα διακόσια πενήντα κοριτσάκια, που αποδέχονταν τις ώρες της συμπληρωματικής διδασκαλίας σε ηλικία, όπου τα παιδιά τόσο αγαπούν τα διαλείμματα , για να μιλήσουν για την Ελλάδα, κι ύστερα γύριζαν σπίτι τους με σφραγισμένα χείλη και με το μυστικό ενθουσιασμό στην καρδιά τους;»
Δεν είμαι ειδικός· δεν ξέρω καν αν οι Ιστορικοί μας τις έχουν ήδη εκμεταλλευτεί τις άμεσες και σημαντικές πληροφορίες που δίνουν οι ανταποκρίσεις του Puaux και οι πολύτιμες φωτογραφίες που ο ίδιος τράβηξε και αναδημοσίεψε στα βιβλία του3, υποθέτω ναι. Ομως η συγκεκριμένη μαρτυρία βλέπω να αντιστοιχεί απόλυτα στην ιστορική αλήθεια για το Κρυφό σχολειό, όπως την φανταζόμουν.
Σίγουρα, οι τουρκικές αρχές επιτρέπαν τη λειτουργία ελληνικών σχολείων στην επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ναι, και μόνο στα Γιάννινα, από το 1647 ως το 1805 ιδρύθηκαν και λειτούργησαν πέντε τουλάχιστον ονομαστές σχολές! Σημαίνει αυτό ότι οι δάσκαλοί τους είχαν την ελευθερία να διδάξουν ελληνικό πατριωτισμό και μαχόμενη Ορθοδοξία από την έδρα; ή μήπως θα το θεωρούσαν περιττό;
Δεν είναι φυσικό πέρα από τα επίσημα μαθήματα να γίνονταν και κάποιες περισσότερο ή λιγότερο οργανωμένες, άτυπες και κρυφές, «συμπληρωματικές παραδόσεις», σαν αυτές που ο Puaux διαπίστωσε ότι γίνονταν στο Αργυρόκαστρο στις αρχές του αιώνα; ή μήπως ο δάσκαλος κι η δασκάλα του Αργυροκάστρου βρήκαν, με την προσωρινή απελευθέρωση του τόπου τους, την ευκαιρία να πουν ψέματα στον ξένο δημοσιογράφο, διεκδικώντας για τον εαυτό τους τις τιμές που ο σχηματισμένος ήδη «μύθος» του Κρυφού σχολειού είχε αποδώσει στους πατριώτες δασκάλους και ιερωμένους της Τουρκοκρατίας;
Δεν είναι πιο λογικό να πιστέψουμε ότι οι εκπαιδευτικοί του Αργυροκάστρου θέλησαν τότε, πιστεύοντας πως ο τόπος τους είχε οριστικά απελευθερωθεί, να αποκαλύψουν στο Γάλλο ανταποκριτή τα βάσανα και τους κινδύνους που είχαν περάσει, όσο με τη σειρά τους συνέχιζαν την πατριωτική παράδοση των προκατόχων τους;
Δεν ήταν άλλωστε αυτή ακριβώς η «άγραφη» διδακτική παράδοση που κράτησε στους σκοτεινούς αιώνες αναμμένη, απ' άκρη σ' άκρη της υπόδουλης Ελλάδας, τη σπίθα του Ελληνισμού και το κεράκι της Ορθοδοξίας;
Πολύ θα θέλαμε να ακούσουμε τη γνώμη των Ιστορικών.
1. Rene Puaux, Malheureuse Epire, Paris (Librairie Academique) 1914. Τώρα μαθαίνω ότι το βιβλίο έχει μεταφραστεί από τον Αχ. Γ. Λαζάρου, Δυστυχισμένη Ηπειρος, Αθήνα (Τροχαλία) χ.χ.
2. Alors on tenait des classes supplementaires secretes...
3. Από την Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού μαθαίνω ότι έχει ακόμα δημοσιέψει ανταποκρίσεις με τίτλους: Εις τα Βαλκάνια, 1912-13 (1914), Από Σόφιας εις Τσατάλτζαν (1914), και Ο Αγγλικός στρατός επί της Ηπειρωτικής γης (1916).
ΠΗΓΗ:http://resaltomag.blogspot.com/2010/03/blog-post_9241.html
Τα κολλυβογράμματα
Του Μιχαήλ Περάνθη
Ρεσάλτο-τεύχος 16
Τα πρώτα σπέρματα της σχολικής αναβίωσης έκαμαν τους Τούρκους καχύποπτους. Τα παιδευτικά προνόμια είχαν ήδη λησμονηθεί και πολλοί τοπάρχες, ασύδοτοι στις αρμοδιότητές τους, απαγόρευσαν κάθε είδος διδασκαλίας.
«Οι Τούρκοι»-γράφει ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός-«απαγορεύουν αυστηρότατα την ίδρυση δημόσιων σχολείων από φόβο μήπως οι Χριστιανοί, μορφωνόμενοι, γίνουν δούλοι δυσκολοκυβέρνητοι κι επικίνδυνοι».
Η λαχτάρα όμως για γράμματα αποδείχτηκεν ισχυρότερη από τις όποιες απαγορεύσεις. Οι Ραγιάδες διασκεύασαν σε ξωκλήσια, μονές και ξέμακρα σπίτια ειδικούς υπόγειους χώρους, φροντίζοντας πάντα να υπάρχει κι ένα κρυφό παραπόρτι απ’ όπου τα παιδιά θα μπορούσαν να διαφύγουν σε ώρα κινδύνου.
Σ αυτούς τους χώρους κάθονταν διπλοπόδι γύρω γύρω, στο χώμα ή απάνω σε πέτρες, μες στο σκοτάδι, που δύσκολα μπορούσε να το διαλύσει τ’ αναμμένο κερί, κι άκουγαν με το ένα αυτί τους τον δάσκαλο, έχοντας το άλλο στραμμένο έξω, στη νύχτα και την ανάσα της, μήπως αφουγκραστούν ύποπτο θόρυβο.
Ήταν η μυστική παιδεία, η νυχτερινή, το κρυφό σχολειό, μοναδική και ανεπανάληπτη περίπτωση στην πνευματική ιστορία όλων των λαών. Τα παιδιά ούτε από τον κίνδυνο εμποδίζονταν, ούτε απ’ τις κουραστικές οδοιπορίες και το ξενύχτι, κι ας έπαιζαν το κεφάλι τους για πέντε «κολλυβογράμματα». Έφταναν στο υγρό μπουντρούμι τους με προθυμία κι ήταν ευτυχισμένα όταν υπήρχε φεγγάρι να φωτίζει τον δρόμο τους:
Φεγγαράκι μου λαμπρό
Φέγγε μου να περπατώ…
Αλλά κι όπου δεν ίσχυαν οι απαγορεύσεις, επόπτευαν όμως Τούρκοι αξιωματούχοι, οι κίνδυνοι δεν ήταν μικρότεροι. Ακόμα κι όταν το παιδομάζωμα καταργήθηκε, δεν σταμάτησαν οι ασελγείς βλέψεις των κατακτητών (που έκαμαν ν’αποκλείονται τα κορίτσια από το σχολείο), ενώ προβλήματα και φόβοι ανέκυπταν και για τ’ αγόρια, ιδιαίτερα όταν έπρεπε να πηγαίνουν σε άλλο χωριό, γειτονικό.
Το αποτέλεσμα ήταν η διδασκαλία να μην είναι πάντοτε συνεχής, οι ώρες της να παραλλάζουν κάθε φορά και οι τόποι συγκέντρωσης να μετατοπίζονται. Οι συνθήκες γίνονταν ομαλώτερες όσο τα σχολεία βρίσκονταν ορεινότερα, στις ημιανεξάρτητές περιοχές.
Οι γυναικωνίτες και οι νάρθηκες των ναών ήταν οι συνηθέστεροι τόποι διδασκαλίας. Δεν υπήρχαν φυσικά ούτε τάξεις ούτε βιβλία. Όλα τα παιδιά, αρχάρια και μη, κάθονταν διπλοπόδι σε ημικύκλιο και στη μέση στεκόταν ο παπάς ή ο καλόγερος. Ένα από τα παιδιά διάβαζε το Ψαλτήρι και τα υπόλοιπα κρατούσαν το ίσο, ψαλμωδώντας τους φθόγγους της εκκλησιαστικής μουσικής. Που συνόδευαν με ρυθμικές κινήσεις του κορμιού τους, μπρός πίσω. Η ανάγνωσή τους ήταν μια μηχανική απομνημόνευση. Αποστήθιζαν με τον καιρό λέξεις, που μόνο εκ των υστέρων μάθαιναν να συλλαβίζουν, χάρις στιςπινακίδες. Η πινακίδα ήταν ένα χαρτί που το δίπλωναν πολλές φορές χωρίς να το κόψουν, σημειώνοντας σε κάθε σελίδα κι ένα γράμμα, μια συλλαβή ή μια λέξη.
Οι στοιχειώδεις αυτές γνώσεις έβρισκαν την πρακτική τους άσκηση τις Κυριακές, κατά τη Θεία Λειτουργία, και για πολλά χρόνια. Ο βαθμός της προόδου κάθε μαθητή κρινόταν απ’ το εκκλησιαστικό βιβλίο που ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει. Στην πρώτη βαθμίδα υπήρχε πάντοτε το Ψαλτήρι και ακολουθούσαν διαδοχικά τ’ Οκτωήχι, ο Απόστολος και τα Μηναία. Ουσιαστικά η υποπαιδεία αυτή αποτελούσε ένα εκκλησιαστικό φροντιστήριο, που εφοδίαζε τους ναούς με αναγνώστες, ψάλτες και ιεροκήρυκες.
Αν αυτή ήταν η πρόθεση από το μέρος των ρασοφόρων διδάσκαλων, δεν ήταν όμως κι από το μέρος των μαθητών. Που πλάταιναν το περιεχόμενο της υποπαιδείας τους σε ευρύτερες προοπτικές. Μαθαίνοντας στοιχειώδη ανάγνωση και γραφή δεν περιορίζονταν μόνο στα εκκλησιαστικά βιβλία, αλλά προχωρούσαν και στις λαϊκές εκδόσεις.
Εκείνο που λαχταρούσαν ήταν «να γίνουν άνθρωποι». Έδιναν στα γράμματα ένα ανθρωπιστικό περιεχόμενο, που ανακλούσε τον πολυαίωνο σεβασμό προς το πνεύμα. Έστω και ανορθόγραφα, υπηρέτησαν τη διακίνηση των φυλετικών τους στοιχείων και κατέγραψαν την προφορική δημοτική τους παράδοση. Μες στην τεράστια έφεση της φιλομάθειάς τους συνέκλιναν το φιλέρευνο της ιδιοσυστασίας τους, το άγρυπνο της δεκτικότητάς τους και το ενδιάθετο της ροπής τους για γνώση.
Γι’ αυτό και δεν δίσταζαν να εκτεθούν σε περιπέτειες, όταν το σχολείο ήταν κρυφό ή μακρινό. Να ταλαιπωρούνται με οδοιπορίες στο κρύο και στο σκοτάδι. Να στραβώνονται με το λιανοκέρι και να καταπονούνται σε κάθε είδους στερήσεις και μόχθους. Η παιδευτική δίψα τους, έμφυτη και παντοδύναμη, επισημοποιείται αδιάψευστη στο δημοτικό τους τραγούδι. Ακόμα και στα λαϊκά κάλαντα εκείνο που ζητούν απ’ τον Άη-Βασίλη είναι να μάθουν γράμματα:
Αφού ηξεύρεις γράμματα,
Πες μας την αλφαβήτα!
Μόλις τα παιδιά έπαυαν να ψελλίζουν, έγραψεν ο Αλέξανδρος Ελλάδιος, τα ’στελναν στην κοντινότερη εκκλησία να μάθουν γράμματα. Εκείνο όμως που έχει βαρύτερη σημασία είναι πως η παιδευτική αυτή δίψα αποβλέπει αποκλειστικά στη μάθηση. Είναι ασύνδετη με οποιαδήποτε πρακτική βλέψη και άσχετη με οποιαδήποτε επαγγελματική αποκατάσταση. Αποτελεί ένα συγκινητικό προστάδιο μέσ’ από τις ελλείψεις του οποίου η λαϊκή διαίσθηση διαμόρφωσε τη συνείδηση για την ανάγκη μιας στερεώτερης κατάρτισης.
Γι’ αυτό κι ο λαός, καθώς προείπαμε, έντυσε τα παιδιά του στο ράσο, θέλοντας να εφοδιάσει το Γένος με υπεύθυνους διδάσκαλους, απόστολους της ιδέας, που θ’ αφοσιωθούν στην πνευματική διάπλαση των φτωχών. Είναι ένας πόθος που τον βρίσκουμε επιγραμματικόν και ανάγλυφον σ’ένα νανούρισμα της Χίου:
Τύχη χρυσή ας του δίγεται τσε φώτιση μεγάλη,
Να μάθη γράμματα πολλά τσε φρόνιν να γίνη,
Για να τσερδίζη χρήματα παντού καλά να κάμνη,
Ένα τσε είκοσι σκολειά μ’αληθινούς δασκάλους,
Να μάθουν γράμματα οι φτωχοί, ανθρώποι να γενούνε…
Έτσι η υποπαιδεία προωθήθηκε σε παιδεία, αναβαθμιζόμενη από τα «κολλυβογράμματα» στα «κοινά γράμματα».
Όλα τα κείμενα του αφιερώματος για το ‘21 συγκεντρώνονται εδώ:
http://resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=4314
Ρεσάλτο-τεύχος 16
Τα πρώτα σπέρματα της σχολικής αναβίωσης έκαμαν τους Τούρκους καχύποπτους. Τα παιδευτικά προνόμια είχαν ήδη λησμονηθεί και πολλοί τοπάρχες, ασύδοτοι στις αρμοδιότητές τους, απαγόρευσαν κάθε είδος διδασκαλίας.
«Οι Τούρκοι»-γράφει ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός-«απαγορεύουν αυστηρότατα την ίδρυση δημόσιων σχολείων από φόβο μήπως οι Χριστιανοί, μορφωνόμενοι, γίνουν δούλοι δυσκολοκυβέρνητοι κι επικίνδυνοι».
Η λαχτάρα όμως για γράμματα αποδείχτηκεν ισχυρότερη από τις όποιες απαγορεύσεις. Οι Ραγιάδες διασκεύασαν σε ξωκλήσια, μονές και ξέμακρα σπίτια ειδικούς υπόγειους χώρους, φροντίζοντας πάντα να υπάρχει κι ένα κρυφό παραπόρτι απ’ όπου τα παιδιά θα μπορούσαν να διαφύγουν σε ώρα κινδύνου.
Σ αυτούς τους χώρους κάθονταν διπλοπόδι γύρω γύρω, στο χώμα ή απάνω σε πέτρες, μες στο σκοτάδι, που δύσκολα μπορούσε να το διαλύσει τ’ αναμμένο κερί, κι άκουγαν με το ένα αυτί τους τον δάσκαλο, έχοντας το άλλο στραμμένο έξω, στη νύχτα και την ανάσα της, μήπως αφουγκραστούν ύποπτο θόρυβο.
Ήταν η μυστική παιδεία, η νυχτερινή, το κρυφό σχολειό, μοναδική και ανεπανάληπτη περίπτωση στην πνευματική ιστορία όλων των λαών. Τα παιδιά ούτε από τον κίνδυνο εμποδίζονταν, ούτε απ’ τις κουραστικές οδοιπορίες και το ξενύχτι, κι ας έπαιζαν το κεφάλι τους για πέντε «κολλυβογράμματα». Έφταναν στο υγρό μπουντρούμι τους με προθυμία κι ήταν ευτυχισμένα όταν υπήρχε φεγγάρι να φωτίζει τον δρόμο τους:
Φεγγαράκι μου λαμπρό
Φέγγε μου να περπατώ…
Αλλά κι όπου δεν ίσχυαν οι απαγορεύσεις, επόπτευαν όμως Τούρκοι αξιωματούχοι, οι κίνδυνοι δεν ήταν μικρότεροι. Ακόμα κι όταν το παιδομάζωμα καταργήθηκε, δεν σταμάτησαν οι ασελγείς βλέψεις των κατακτητών (που έκαμαν ν’αποκλείονται τα κορίτσια από το σχολείο), ενώ προβλήματα και φόβοι ανέκυπταν και για τ’ αγόρια, ιδιαίτερα όταν έπρεπε να πηγαίνουν σε άλλο χωριό, γειτονικό.
Το αποτέλεσμα ήταν η διδασκαλία να μην είναι πάντοτε συνεχής, οι ώρες της να παραλλάζουν κάθε φορά και οι τόποι συγκέντρωσης να μετατοπίζονται. Οι συνθήκες γίνονταν ομαλώτερες όσο τα σχολεία βρίσκονταν ορεινότερα, στις ημιανεξάρτητές περιοχές.
Οι γυναικωνίτες και οι νάρθηκες των ναών ήταν οι συνηθέστεροι τόποι διδασκαλίας. Δεν υπήρχαν φυσικά ούτε τάξεις ούτε βιβλία. Όλα τα παιδιά, αρχάρια και μη, κάθονταν διπλοπόδι σε ημικύκλιο και στη μέση στεκόταν ο παπάς ή ο καλόγερος. Ένα από τα παιδιά διάβαζε το Ψαλτήρι και τα υπόλοιπα κρατούσαν το ίσο, ψαλμωδώντας τους φθόγγους της εκκλησιαστικής μουσικής. Που συνόδευαν με ρυθμικές κινήσεις του κορμιού τους, μπρός πίσω. Η ανάγνωσή τους ήταν μια μηχανική απομνημόνευση. Αποστήθιζαν με τον καιρό λέξεις, που μόνο εκ των υστέρων μάθαιναν να συλλαβίζουν, χάρις στιςπινακίδες. Η πινακίδα ήταν ένα χαρτί που το δίπλωναν πολλές φορές χωρίς να το κόψουν, σημειώνοντας σε κάθε σελίδα κι ένα γράμμα, μια συλλαβή ή μια λέξη.
Οι στοιχειώδεις αυτές γνώσεις έβρισκαν την πρακτική τους άσκηση τις Κυριακές, κατά τη Θεία Λειτουργία, και για πολλά χρόνια. Ο βαθμός της προόδου κάθε μαθητή κρινόταν απ’ το εκκλησιαστικό βιβλίο που ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει. Στην πρώτη βαθμίδα υπήρχε πάντοτε το Ψαλτήρι και ακολουθούσαν διαδοχικά τ’ Οκτωήχι, ο Απόστολος και τα Μηναία. Ουσιαστικά η υποπαιδεία αυτή αποτελούσε ένα εκκλησιαστικό φροντιστήριο, που εφοδίαζε τους ναούς με αναγνώστες, ψάλτες και ιεροκήρυκες.
Αν αυτή ήταν η πρόθεση από το μέρος των ρασοφόρων διδάσκαλων, δεν ήταν όμως κι από το μέρος των μαθητών. Που πλάταιναν το περιεχόμενο της υποπαιδείας τους σε ευρύτερες προοπτικές. Μαθαίνοντας στοιχειώδη ανάγνωση και γραφή δεν περιορίζονταν μόνο στα εκκλησιαστικά βιβλία, αλλά προχωρούσαν και στις λαϊκές εκδόσεις.
Εκείνο που λαχταρούσαν ήταν «να γίνουν άνθρωποι». Έδιναν στα γράμματα ένα ανθρωπιστικό περιεχόμενο, που ανακλούσε τον πολυαίωνο σεβασμό προς το πνεύμα. Έστω και ανορθόγραφα, υπηρέτησαν τη διακίνηση των φυλετικών τους στοιχείων και κατέγραψαν την προφορική δημοτική τους παράδοση. Μες στην τεράστια έφεση της φιλομάθειάς τους συνέκλιναν το φιλέρευνο της ιδιοσυστασίας τους, το άγρυπνο της δεκτικότητάς τους και το ενδιάθετο της ροπής τους για γνώση.
Γι’ αυτό και δεν δίσταζαν να εκτεθούν σε περιπέτειες, όταν το σχολείο ήταν κρυφό ή μακρινό. Να ταλαιπωρούνται με οδοιπορίες στο κρύο και στο σκοτάδι. Να στραβώνονται με το λιανοκέρι και να καταπονούνται σε κάθε είδους στερήσεις και μόχθους. Η παιδευτική δίψα τους, έμφυτη και παντοδύναμη, επισημοποιείται αδιάψευστη στο δημοτικό τους τραγούδι. Ακόμα και στα λαϊκά κάλαντα εκείνο που ζητούν απ’ τον Άη-Βασίλη είναι να μάθουν γράμματα:
Αφού ηξεύρεις γράμματα,
Πες μας την αλφαβήτα!
Μόλις τα παιδιά έπαυαν να ψελλίζουν, έγραψεν ο Αλέξανδρος Ελλάδιος, τα ’στελναν στην κοντινότερη εκκλησία να μάθουν γράμματα. Εκείνο όμως που έχει βαρύτερη σημασία είναι πως η παιδευτική αυτή δίψα αποβλέπει αποκλειστικά στη μάθηση. Είναι ασύνδετη με οποιαδήποτε πρακτική βλέψη και άσχετη με οποιαδήποτε επαγγελματική αποκατάσταση. Αποτελεί ένα συγκινητικό προστάδιο μέσ’ από τις ελλείψεις του οποίου η λαϊκή διαίσθηση διαμόρφωσε τη συνείδηση για την ανάγκη μιας στερεώτερης κατάρτισης.
Γι’ αυτό κι ο λαός, καθώς προείπαμε, έντυσε τα παιδιά του στο ράσο, θέλοντας να εφοδιάσει το Γένος με υπεύθυνους διδάσκαλους, απόστολους της ιδέας, που θ’ αφοσιωθούν στην πνευματική διάπλαση των φτωχών. Είναι ένας πόθος που τον βρίσκουμε επιγραμματικόν και ανάγλυφον σ’ένα νανούρισμα της Χίου:
Τύχη χρυσή ας του δίγεται τσε φώτιση μεγάλη,
Να μάθη γράμματα πολλά τσε φρόνιν να γίνη,
Για να τσερδίζη χρήματα παντού καλά να κάμνη,
Ένα τσε είκοσι σκολειά μ’αληθινούς δασκάλους,
Να μάθουν γράμματα οι φτωχοί, ανθρώποι να γενούνε…
Έτσι η υποπαιδεία προωθήθηκε σε παιδεία, αναβαθμιζόμενη από τα «κολλυβογράμματα» στα «κοινά γράμματα».
Όλα τα κείμενα του αφιερώματος για το ‘21 συγκεντρώνονται εδώ:
http://resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=4314
Το κρυφό σχολειό και οι εμπαθείς
Γράφει ο Κωνσταντίνος Χολέβας
Πηγή:
http://santo-rinios.blogspot.com/2010/03/blog-post_6520.html
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου 1821 συνοδεύθηκε από τη μονότονη προσπάθεια κάποιων «προοδευτικών» να ξαναγράψουν την Ιστορία. Μόνιμος στόχος των συγκεκριμένων διανοουμένων και αρθρογράφων είναι το Κρυφό Σχολειό.
Το χαρακτηρίζουν μύθο και το χλευάζουν.
Προφανώς είναι αδιάβαστοι ή εμπαθείς ή και τα δύο μαζί.
Αντιλαμβάνομαι ότι οι στόχοι τους είναι δύο. Πρώτον να υποβαθμίσουν τον πατριωτικό ρόλο της Εκκλησίας και δεύτερον να εξωραϊσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να την παρουσιάσουν φιλελεύθερη και ανεκτική.
Ας έλθουμε στον πρώτο στόχο τους. Τους ενοχλεί η υπενθύμιση ότι στα δύσκολα χρόνια της δουλείας η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι κληρικοί ανέλαβαν την εκπαίδευση και την εθνική αφύπνιση των υποδούλων.
Δεν θα καταφύγουμε σε μαρτυρίες Ελλήνων της εποχής εκείνης. Θα θυμίσουμε τί έγραφε σε επιστολή του ο Ρωμαιοκαθολικός Γκέρλαχ, πάστορας της Γερμανικής Πρεσβείας της Κωνσταντινουπόλεως το 1575.
Αντιγράφουμε από το σπουδαίο σύγγραμμα του συγχρόνου μας Γερμανού Ρωμαιοκαθολικού κληρικού και Νεοελληνιστή Γκέρχαρντ Ποντσκάλσκι «Η Ελληνική Θεολογία επί Τουρκοκρατίας» , ελληνική έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 2005) :
«Πουθενά σε ολόκληρη την Ελλάδα δεν ευδοκιμεί η μελέτη. Δεν υπάρχουν δημόσιες ακαδημίες ή καθηγητές, με εξαίρεση τα κοινά σχολεία, όπου διδάσκονται τα αγόρια ανάγνωση με το Ωρολόγιο, την Οκτώηχο, το Ψαλτήριο και άλλα βιβλία που χρησιμοποιούνται στις ακολουθίες.Ελάχιστοι όμως από τους ιερείς και τους μοναχούς κατανοούν πραγματικά αυτά τα βιβλία» (σελ. 86).
Να, λοιπόν, που ένας Γερμανός κληρικός του 16ου αιώνος, ο οποίος δεν είχε κανένα λόγο να κατασκευάζει μύθους υπέρ του Ορθοδόξου κλήρου, παραδέχεται σε επιστολή του προς τον Γερμανό λόγιο Μαρτίνο Κρούσιο, ότι οι μοναχοί και οι κληρικοί ήταν οι μόνοι που αγωνιζόντουσαν κατά την περίοδο εκείνη να μορφώσουν τα Ελληνόπουλα, παρά τα δικά τους μορφωτικά κενά.
Ερχόμαστε τώρα στην προσπάθεια των κατασκευαστών της « προοδευτικής Ιστορίας» να εξωραίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Υποστηρίζουν ότι δεν υπήρχε καταπίεση εις βάρος της παιδείας των Ρωμηών. Ας δούμε όμως πώς περιγράφει το κλίμα του 17ου αιώνος ένας επιφανής Έλληνας που τελικά έχασε την ζωή του λόγω της υπερβολικής τόλμης του. Καταθέτουμε τη μαρτυρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Λουκάρεως, ο οποίος στραγγαλίσθηκε το 1638 από τους Τούρκους. Έγραφε το 1616 σε μία πραγματεία του- προκήρυξη προς τους Έλληνες:
« Ημπορούσι να είπουν οι Λατίνοι… μάθημα και σοφίαν δεν έχετε, αμή είσθε δούλοι και έχετε τους Τούρκους πάνω από τα κεφάλια σας…. Όσον πως δεν έχομεν σοφίαν και μαθήματα αλήθεια είναι…. Η πτωχεία και η αφαίρεσις της βασιλείας μας το έκαμαν και ας έχωμεν υπομονήν».
Ομολογεί ο Πατριάρχης με αρκετό θάρρος ότι οι Έλληνες δεν είχαν «μαθήματα», δηλαδή σχολεία, διότι ήσαν υπόδουλοι. Έχασαν το κράτος τους και λόγω εχθρικής καταπίεσης δεν μπορούν να μορφωθούν, με αποτέλεσμα να τους ειρωνεύονται οι Δυτικοί Χριστιανοί.
Επισημαίνουν οι αμφισβητίες: Μα καλά τον 18ο αιώνα έχουμε πλέον σπουδαία ελληνικά σχολεία στα Γιάννενα, στην Κοζάνη, στην Σμύρνη, στο Άγιον Όρος κλπ. Και ο Πατροκοσμάς σχολεία ίδρυε.
Απαντούμε ότι την εποχή εκείνη είχε χαλαρώσει κάπως η Οθωμανική αυθαιρεσία λόγω πιέσεων έξωθεν. Όμως και τότε ακόμη υπήρχε ανάγκη για κρυφά μαθήματα. Γιατί;
Την απάντηση δίνει ο Γάλλος δημοσιογράφος Ρενέ Πυώ στο βιβλίο του « Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος» ( ελληνική έκδοση ΤΡΟΧΑΛΙΑ, Αθήνα χ.χρ.): Ο Πυώ ακολούθησε το 1913 τον Ελληνικό Στρατό που απελευθέρωσε την ενιαία Ήπειρο και διηγείται τί άκουσε σχετικά με την Τουρκοκρατία στο Αργυρόκαστρο: «Κανένα βιβλίο τυπωμένο στην Αθήνα δεν γινόταν δεκτό στα σχολεία της Ηπείρου. Ήταν επιβεβλημένο να τα προμηθεύονται όλα από την Κωνσταντινούπολη.
Η Ελληνική Ιστορία ήταν απαγορευμένη, Στην περίπτωση αυτή λειτουργούσαν πρόσθετα κρυφά μαθήματα, όπου ο νεαρός Ηπειρώτης μάθαινε για τη μητέρα πατρίδα, διδασκόταν τον εθνικό της ύμνο, τα ποιήματά της και τους ήρωές της» (σελ 126).
Ένας Γάλλος πολεμικός ανταποκριτής καταγράφει χωρίς φόβο και πάθος την τουρκική πολιτική στον τομέα της παιδείας στις αρχές του προηγουμένου αιώνος.
Κρυφά μαθήματα για τα ελληνόπουλα. Αυτή είναι η αλήθεια, την οποία οι δήθεν προοδευτικοί θέλουν να αγνοούν.
Προτιμούν να εμφανίζονται και αδιάβαστοι και εμπαθείς.
Πηγή:
http://santo-rinios.blogspot.com/2010/03/blog-post_6520.html
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου 1821 συνοδεύθηκε από τη μονότονη προσπάθεια κάποιων «προοδευτικών» να ξαναγράψουν την Ιστορία. Μόνιμος στόχος των συγκεκριμένων διανοουμένων και αρθρογράφων είναι το Κρυφό Σχολειό.
Το χαρακτηρίζουν μύθο και το χλευάζουν.
Προφανώς είναι αδιάβαστοι ή εμπαθείς ή και τα δύο μαζί.
Αντιλαμβάνομαι ότι οι στόχοι τους είναι δύο. Πρώτον να υποβαθμίσουν τον πατριωτικό ρόλο της Εκκλησίας και δεύτερον να εξωραϊσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να την παρουσιάσουν φιλελεύθερη και ανεκτική.
Ας έλθουμε στον πρώτο στόχο τους. Τους ενοχλεί η υπενθύμιση ότι στα δύσκολα χρόνια της δουλείας η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι κληρικοί ανέλαβαν την εκπαίδευση και την εθνική αφύπνιση των υποδούλων.
Δεν θα καταφύγουμε σε μαρτυρίες Ελλήνων της εποχής εκείνης. Θα θυμίσουμε τί έγραφε σε επιστολή του ο Ρωμαιοκαθολικός Γκέρλαχ, πάστορας της Γερμανικής Πρεσβείας της Κωνσταντινουπόλεως το 1575.
Αντιγράφουμε από το σπουδαίο σύγγραμμα του συγχρόνου μας Γερμανού Ρωμαιοκαθολικού κληρικού και Νεοελληνιστή Γκέρχαρντ Ποντσκάλσκι «Η Ελληνική Θεολογία επί Τουρκοκρατίας» , ελληνική έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 2005) :
«Πουθενά σε ολόκληρη την Ελλάδα δεν ευδοκιμεί η μελέτη. Δεν υπάρχουν δημόσιες ακαδημίες ή καθηγητές, με εξαίρεση τα κοινά σχολεία, όπου διδάσκονται τα αγόρια ανάγνωση με το Ωρολόγιο, την Οκτώηχο, το Ψαλτήριο και άλλα βιβλία που χρησιμοποιούνται στις ακολουθίες.Ελάχιστοι όμως από τους ιερείς και τους μοναχούς κατανοούν πραγματικά αυτά τα βιβλία» (σελ. 86).
Να, λοιπόν, που ένας Γερμανός κληρικός του 16ου αιώνος, ο οποίος δεν είχε κανένα λόγο να κατασκευάζει μύθους υπέρ του Ορθοδόξου κλήρου, παραδέχεται σε επιστολή του προς τον Γερμανό λόγιο Μαρτίνο Κρούσιο, ότι οι μοναχοί και οι κληρικοί ήταν οι μόνοι που αγωνιζόντουσαν κατά την περίοδο εκείνη να μορφώσουν τα Ελληνόπουλα, παρά τα δικά τους μορφωτικά κενά.
Ερχόμαστε τώρα στην προσπάθεια των κατασκευαστών της « προοδευτικής Ιστορίας» να εξωραίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Υποστηρίζουν ότι δεν υπήρχε καταπίεση εις βάρος της παιδείας των Ρωμηών. Ας δούμε όμως πώς περιγράφει το κλίμα του 17ου αιώνος ένας επιφανής Έλληνας που τελικά έχασε την ζωή του λόγω της υπερβολικής τόλμης του. Καταθέτουμε τη μαρτυρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Λουκάρεως, ο οποίος στραγγαλίσθηκε το 1638 από τους Τούρκους. Έγραφε το 1616 σε μία πραγματεία του- προκήρυξη προς τους Έλληνες:
« Ημπορούσι να είπουν οι Λατίνοι… μάθημα και σοφίαν δεν έχετε, αμή είσθε δούλοι και έχετε τους Τούρκους πάνω από τα κεφάλια σας…. Όσον πως δεν έχομεν σοφίαν και μαθήματα αλήθεια είναι…. Η πτωχεία και η αφαίρεσις της βασιλείας μας το έκαμαν και ας έχωμεν υπομονήν».
Ομολογεί ο Πατριάρχης με αρκετό θάρρος ότι οι Έλληνες δεν είχαν «μαθήματα», δηλαδή σχολεία, διότι ήσαν υπόδουλοι. Έχασαν το κράτος τους και λόγω εχθρικής καταπίεσης δεν μπορούν να μορφωθούν, με αποτέλεσμα να τους ειρωνεύονται οι Δυτικοί Χριστιανοί.
Επισημαίνουν οι αμφισβητίες: Μα καλά τον 18ο αιώνα έχουμε πλέον σπουδαία ελληνικά σχολεία στα Γιάννενα, στην Κοζάνη, στην Σμύρνη, στο Άγιον Όρος κλπ. Και ο Πατροκοσμάς σχολεία ίδρυε.
Απαντούμε ότι την εποχή εκείνη είχε χαλαρώσει κάπως η Οθωμανική αυθαιρεσία λόγω πιέσεων έξωθεν. Όμως και τότε ακόμη υπήρχε ανάγκη για κρυφά μαθήματα. Γιατί;
Την απάντηση δίνει ο Γάλλος δημοσιογράφος Ρενέ Πυώ στο βιβλίο του « Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος» ( ελληνική έκδοση ΤΡΟΧΑΛΙΑ, Αθήνα χ.χρ.): Ο Πυώ ακολούθησε το 1913 τον Ελληνικό Στρατό που απελευθέρωσε την ενιαία Ήπειρο και διηγείται τί άκουσε σχετικά με την Τουρκοκρατία στο Αργυρόκαστρο: «Κανένα βιβλίο τυπωμένο στην Αθήνα δεν γινόταν δεκτό στα σχολεία της Ηπείρου. Ήταν επιβεβλημένο να τα προμηθεύονται όλα από την Κωνσταντινούπολη.
Η Ελληνική Ιστορία ήταν απαγορευμένη, Στην περίπτωση αυτή λειτουργούσαν πρόσθετα κρυφά μαθήματα, όπου ο νεαρός Ηπειρώτης μάθαινε για τη μητέρα πατρίδα, διδασκόταν τον εθνικό της ύμνο, τα ποιήματά της και τους ήρωές της» (σελ 126).
Ένας Γάλλος πολεμικός ανταποκριτής καταγράφει χωρίς φόβο και πάθος την τουρκική πολιτική στον τομέα της παιδείας στις αρχές του προηγουμένου αιώνος.
Κρυφά μαθήματα για τα ελληνόπουλα. Αυτή είναι η αλήθεια, την οποία οι δήθεν προοδευτικοί θέλουν να αγνοούν.
Προτιμούν να εμφανίζονται και αδιάβαστοι και εμπαθείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου