Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΔΙΟΝΥΣΙΟ.(6)

Για όποιον θέλει να ενημερωθεί αντικειμενικά, χωρίς....πάθη, ορίστε οι θέσεις της Ι. Μονής. Παρόλο που αναρτήθηκαν στον ιστιοτόπο της Μονής (www.imado.gr) από τον Ιούλιο, δεν έτυχαν ιδιαίτερης δημοσιότητας από τα ΜΜΕ, (μια εφημερίδα τα δημοσίευσε αλλά τον.......δεκαπενταύγουστο!!!!!) και σίγουρα  δεν έτυχαν ΟΥΔΕΜΙΑΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ!!!!!! Οι αιρετοί άρχοντες και οι συν αυτοίς "αγωνιστές", εξακολουθούν να διαλαλούν ανενόχλητοι και ανεπηρέαστοι τις συκοφαντίες, τα μυθεύματά τους και τα νομικά "παραγωγής" τους!!!! 






ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ,
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ.

1. Μικρό ιστορικό.

Το Μοναστήρι ιδρύθηκε από τον κτίτορά του
Άγιο Διονύσιο το 1543 ως Πατριαρχικό και
Σταυροπηγιακό. Λόγω της προσωπικότητας
του Αγίου Διονυσίου έγινε σύντομα ευρύτερα
γνωστό και ανέπτυξε μεγάλη πνευματική
δραστηριότητα, κατά το πρότυπο του ιδρυτού του.
Αιώνες πριν, η φήμη του, ξεπέρασε τα όρια
του Ελλαδικού χώρου, φτάνοντας ως την Ρωσία.
Παράλληλα το Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου
έγινε αδιάσπαστο κομμάτι της μακραίωνης
ιστορίας, της κοινωνίας και της παιδείας του τόπου
και συνδέθηκε με όλους τους εθνικούς αγώνες.
Με την εγκατάσταση του Αγίου Διονυσίου στον
Όλυμπο η Ελληνική αντίσταση στην περιοχή
αρχίζει να παίρνει μεγάλες διαστάσεις.
Δημιουργείται μια Ελληνική περιοχή στον Όλυμπο.
Το Μοναστήρι συμμετέχει στην Επανάσταση του
1821, στην επανάσταση του Ολύμπου το 1878



και



στον Μακεδονικό Αγώνα. Για όλα αυτά υπέστη
βαρύ τίμημα. Πυρπολήθηκε το 1790 και το 1828,
από τουρκικά στρατεύματα και ο ηγούμενος του
κρεμάστηκε από τους Τούρκους μαζί με 12 ακόμη
μοναχούς στην κεντρική πλατεία της Λάρισας. Το
Μοναστήρι δέχεται το τελευταίο ολέθριο πλήγμα
το 1943 από τα Γερμανικά στρατεύματα Κατοχής,
όταν καταστρέφεται σχεδόν ολοκληρωτικά.
Μετά την τελευταία καταστροφή του 1943 οι
παλιοί μοναχοί, όσοι επέζησαν, διασκορπίζονται.
Το Μοναστήρι διέρχεται μία βαθιά διοικητική κρίση
και κινδυνεύει να διαλυθεί. Οι νέοι μοναχοί (δύο η
τρεις), απλοί άνθρωποι, προσπαθούν να
διατηρήσουν στην ζωή το Μοναστήρι. Την
περιουσία του Μοναστηριού είναι φυσικό να μη
μπορούν να την διαφυλάξουν σωστά.
Το Μοναστήρι με την βοήθειά του Αγίου
Διονυσίου ανασταίνεται, ανασυγκροτείται και
λειτουργεί και πάλι ως Κοινόβιο. Προκύπτει η
ανάγκη να προστατεύσει την περιουσία του, την
οποία παρέλαβε από τον Άγιο Διονύσιο και για την
οποία είχε τίτλους από αιώνες.

2. Η Μοναστηριακή περιουσία.

Η Μοναστηριακή περιουσία είναι ιερό κειμήλιο
που ανήκει στον Θεό, ιερά παρακαταθήκη που
παρέλαβαν τα Μοναστήρια από τους αγίους
κτίτορες και τους προηγουμένους πατέρες τους, οι
οποίοι με προσωπικούς κόπους και θυσίες την
δημιούργησαν και την διαφύλαξαν. Γι αυτό οι
μοναχοί οφείλουν να προστατεύσουν την
περιουσία των Μοναστηριών τους, στην οποία είναι
απλοί διαχειριστές. Από σεβασμό προς τους
κτίτορες και τους προηγουμένους πατέρες. Από
σεβασμό προς την θέληση και επιθυμία των
ευλαβών δωρητών οι οποίοι θέλησαν η περιουσία
τους να περιέλθει και να παραμείνει στο
Μοναστήρι. Από υποχρέωση στους νόμους του
κράτους αφού τα Μοναστήρια είναι ν.π.δ.δ. Τα
υλικά πράγματα δεν είναι κακά από την φύση
τους. Κακία «είναι η εσφαλμένη χρήση των
νοημάτων, την οποία ακολουθεί η κακή χρήση των
πραγμάτων», «και σε όλα τα πράγματα η κακή
χρήση είναι αμαρτία». Οποιαδήποτε άλλη
διδασκαλία καταδικάσθηκε ως αιρετική από την
Εκκλησία.
Η περιουσία είναι απαραίτητη για να μπορούν
τα Μοναστήρια να εκπληρώσουν τους σκοπούς
τους, να ασκούν το πνευματικό, φιλανθρωπικό,
κοινωνικό και εκπαιδευτικό τους έργο, να
συντηρούν τους μοναχούς τους, να κτίζουν,
καλλωπίζουν και αποκαθιστούν τα κτίρια, να
διαφυλάττουν τα κειμήλια τους, να προστατεύουν
την ύπαρξη και λειτουργία τους ελέγχοντας τις
χρήσεις του περιβάλλοντος χώρου τους, να
διακονούν τους προσκυνητές τους. Στο νέο
Μοναστήρι, αποκλειστικά με ιδίους πόρους, έγιναν
σημαντικά έργα (Εκκλησία, Μουσείο, βιβλιοθήκη,
αρχονταρίκι, αίθουσες συγκεντρώσεων) με σκοπό
να διαφυλαχθούν τα κειμήλια και να
εξυπηρετηθούν οι προσκυνητές. Υπό την ευθύνη
ιερομονάχου της Ιεράς Μονής λειτουργεί εδώ και
χρόνια με μεγάλη επιτυχία, μονάδα απεξάρτησης
ναρκομανών, οι οποίοι συναντώνται σε χώρο που
τους διαθέτει το Μοναστήρι. Το σπουδαιότερο έργο,
η αναστήλωση του παλιού Μοναστηριού
(εκπόνηση μελετών, πλήρης αναστήλωση της
Εκκλησίας, αποκατάσταση παρεκκλησίων,
εργασίες στερεώσεως σε όλες τις πτέρυγες, έργα
υποδομής κ.λ.π.), προχωράει κυρίως με πόρους του
Μοναστηριού και προσωπική εργασία των
μοναχών και με ελάχιστες κρατικές επιχορηγήσεις.
Δυστυχώς ο Δήμος Λιτοχώρου εκτός από κάποια
χαλίκια για το στρώσιμο του δρόμου, δεν πρόσφερε
τίποτε για την αναστήλωση του κατεστραμμένου
Μοναστηριού.
Το Μοναστήρι δεν είναι καλό να επαιτεί
συνεχώς και να εξαρτάται οικονομικά από τις
προθέσεις των ισχυρών. Εξασφαλίζει στα
Μοναστήρια την ελευθερία τους, η οικονομική
αυτάρκεια. Όσοι θέλουν Μοναστήρια χωρίς
περιουσία στην ουσία δεν θέλουν να υπάρχουν
Μοναστήρια.
Οι πρόσφυγες μετά την Μικρασιατική
καταστροφή και οι περισσότεροι ακτήμονες σε
περιουσίες Μοναστηριών αποκαταστάθηκαν. Σε
περιουσίες που αν δεν ανήκαν σε Μοναστήρια το
πιο πιθανό είναι ότι θα είχαν γίνει λεία κάποιων
επιτηδείων. Στο παρελθόν επανειλημμένα
διατέθηκε περιουσία του Μοναστηριού μας σε
ακτήμονες η για άλλους κοινωφελείς σκοπούς
χωρίς το Μοναστήρι να εισπράξει καμιά
αποζημίωση. Ενδεικτικά αναφέρουμε 5.004
στρέμματα στην Πέλλα, 938,10 στρέμματα στον
Βαρικό και πολλές άλλες μικρότερες εκτάσεις του
Μοναστηριού και των Μετοχίων του.

3. Οι τίτλοι της περιουσίας του Μοναστηριού.

Οι τίτλοι της περιουσίας του Μοναστηριού
υφίστανται από αιώνες. Ξεκινούν από την εποχή
του Αγίου Διονυσίου και ανανεώνονται συνεχώς τα
επόμενα χρόνια (1774, 1874, 1890, 1922, 1925, 1933
κ.λ.π.). Τα όρια που περιγράφονται στους τίτλους
αυτούς επιβεβαιώνονται από παλιούς κατοίκους
του Λιτοχώρου, τον Δημήτριο Φούντο, τον Γεώργιο
Κάκαλο, το Νικόλαο Κλιτσινίκο και τον Αθανάσιο
Νικόπουλο σε κατάθεση που δίνουν ενώπιόν του
Ειρηνοδίκου Κατερίνης το 1922.
Το δάσος της Μονής και τα ακριβή όρια του,
που περιλαμβάνουν γνωστά και αμετάβλητα στο
χρόνο θέσεις και μορφολογικά χαρακτηριστικά
(ρέματα, ράχες, κ.λ.π.) όπως περιγράφονται στους
κατά καιρούς εκδοθέντες τίτλους του, τα λοιπά
ιδιοκτησιακά έγγραφά του και τις μαρτυρικές
καταθέσεις (του 1922 καθώς επίσης και
προηγουμένων ετών) αναγνωρίζονται αμετάκλητα
από τις αποφάσεις 42/1922 και 10/1925 του
Διοικητικού Δικαστηρίου του Υπουργείου Γεωργίας
και μεταγράφονται στο Υποθηκοφυλακείο
Κατερίνης. Πλήθος άλλων εγγράφων
ξαναεπιβεβαιώνει το γεγονός αυτό. Πρόσφατα το
Πρωτοδικείο Κατερίνης και στην συνέχεια το
Εφετείο Θεσσαλονίκης και ο Άρειος Πάγος έκριναν
τελεσίδικα και αμετάκλητα υπέρ του Μοναστηριού
κάποιες αμφισβητήσεις του Δημοσίου σε 4.250
στρέμματα δασικής κυρίως εκτάσεως στην θέση
παλαιός Άγιος Δημήτριος (Κούτρες). Είναι πέρα
από κάθε λογική η προσπάθεια να αμφισβητηθούν
οι αποφάσεις αυτές, αποκλειστικά και μόνο επειδή
στη σύνθεση του Πρωτοδικείου συμμετείχε και ο
πρώην Πρωτοδίκης Λ. Στάθης, διότι αν γίνει αυτό,
τότε θα πρέπει να αμφισβητηθούν και όλες οι
αποφάσεις στις οποίες συμμετείχε κατά την
διάρκεια της σταδιοδρομίας του ο ανωτέρω
δικαστής. Άλλωστε ο ίδιος ποτέ δεν υπήρξε μέλος
του Εφετείου Θεσσαλονίκης η του Αρείου Πάγου
και φυσικά δεν ήταν δυνατόν να επηρεάσει τις
αποφάσεις αυτές, οι οποίες είναι και οι τελικές
αποφάσεις.
Τελευταία κάποιοι προσπαθούν να
αμφισβητήσουν τους τίτλους του Μοναστηριού.
Παρουσιάζουν την μετάφραση ενός απ' αυτούς και
ισχυρίζονται ότι είναι πλαστή, διότι ο μεταφραστής
του, καταδικάσθηκε δήθεν για πλαστογραφία την
δεκαετία του 1920, χωρίς όμως να παρουσιάζουν
κάποιο έγγραφο που να αποδεικνύει ότι όντως ο
αναφερόμενος μεταφραστής καταδικάσθηκε, για
όσα του καταλογίζουν. Αλλά ο τίτλος αυτός που
εκδόθηκε το 1890 δεν είναι ο μοναδικός που
υπάρχει. Υπάρχουν όλοι οι τίτλοι που
αναφέρθηκαν προηγουμένως. Ούτε είναι η
μοναδική μετάφραση. Το 2005 με πρωτοβουλία του
Μοναστηριού μεταφράσθηκε ξανά ο τίτλος από
επίσημη μεταφράστρια. Το νέο περιεχόμενο της
μεταφράσεως είναι ίδιο με το παλιό.
Ψευδώς ισχυρίζονται ότι η σημερινή έκταση του
δάσους του Μοναστηριού είναι δήθεν 60.000
στρέμματα και ότι το Μοναστήρι δήθεν διεκδικεί,
τον Μύτικα, την κορυφή του Ολύμπου και κατέχει
σχεδόν όλον τον Όλυμπο. Στην πραγματικότητα το
δάσος του Μοναστηριού είναι περίπου 29.000
στρέμματα και αντιστοιχεί σε λιγώτερο από το 3%
του ορεινού όγκου του Ολύμπου. Από αυτά 20.500
στρέμματα ευρίσκονται υπό καθεστώς προστασίας
(Εθνικός Δρυμός Ολύμπου, περιοχή Natura 2000),
όπου επιτρέπεται ελάχιστη η καθόλου διαχείρηση.
Μέχρι σήμερα δεν απαγγέλθηκε καμμία
κατηγορία εναντίον του Μοναστηριού, όσον αφορά
την εγκυρότητα η μη των τίτλων και των λοιπών
ιδιοκτησιακών εγγράφων του, πολύ περισσότερο
δεν καταδικάσθηκε το Μοναστήρι για κάτι τέτοιο.
Άλλωστε όλα τα ανωτέρω έγγραφα, το Μοναστήρι
τα χρησιμοποιεί εδώ και δεκαετίες, σε κάθε μορφής
και βαθμού δικαστήρια (Άρειο Πάγο, Συμβούλιο
της Επικρατείας, Εφετεία, Πρωτοδικεία κ.λ.π.), τα
οποία, όλα ανεξαιρέτως, έχουν δεχθεί την
εγκυρότητά τους. Θα ήταν παραλογισμός να δεχθεί
κανείς ότι δεκάδες δικαστήρια, διαφορετικού
βαθμού και διαφορετικών συνθέσεων και σε
διαφορετικές εποχές έχουν, όλα ανεξαιρέτως,
φερθεί, δήθεν ευνοϊκά στο Μοναστήρι η ότι δήθεν
έχουν εξαπατηθεί από αυτό.
Σε όλη την ιστορία του το Μοναστήρι, από την
εποχή του Αγίου Διονυσίου μέχρι σήμερα,
αντιμετώπισε στο Λιτόχωρο δύο μερίδες
ανθρώπων. Αυτών που το πολεμούσαν και αυτών
(των περισσοτέρων) που το αγαπούσαν και το
σεβόταν βαθιά. Ο ίδιος ο Άγιος Διονύσιος διώχθηκε
όταν, σύμφωνα με τον Συναξαριστή της αρχαίας
ακολουθίας του, μερικοί κάτοικοι του Λιτοχώρου
τον διέβαλαν στον Τούρκο διοικητή της περιοχής,
ότι κτίζει χωρίς την άδειά του Μοναστήρι και ότι
έτσι θα έχουν τόπο συγκεντρώσεως οι
επαναστατημένοι Έλληνες και θα κινδυνεύουν
δήθεν οι κάτοικοι της περιοχής. Αναγκάσθηκαν
βέβαια να καλέσουν τον Άγιο πίσω όταν
παρατεταμένη ανομβρία έπληξε τον τόπο τους
μετά την φυγή του. Αλλά και τα επόμενα χρόνια
υπήρχαν παρενοχλήσεις και καταπατήσεις των
κτημάτων του Μοναστηριού από μία μερίδα των
κατοίκων του Λιτοχώρου με αποτέλεσμα το
Οικουμενικό Πατριαρχείο να επέμβει πολλές
φορές, στέλνοντας εξαρχίες και να αναγκασθεί να
εκδόσει κάποιες φορές και αφορισμούς. Σε μία από
αυτές και μετά την απόρριψη «των παντοίων
ειρηνοποιών και συμβιβαστικών μέτρων προς
λύσιν της πολυχρονίου ταύτης έριδος και
διαφοράς» που είχαν προταθεί από τον
Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωακείμ και το
Μοναστήρι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο προέβη το
1877 στον αφορισμό όσων κατοίκων του Λιτοχώρου
καταπατούσαν τα Μοναστηριακά κτήματα.

4. Το θέμα των ιδιωτών.

Στην δασική περιοχή του παλαιού Αγίου
Δημητρίου, στην περιοχή δηλαδή των 4.250
στρεμμάτων για την οποία εκδόθηκαν οι
πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, τα
τελευταία χρόνια δημιουργείται θέμα με
διεκδικήσεις ιδιωτών σε ακίνητά του Μοναστηριού.
Τα ακίνητα αυτά είναι διάσπαρτες αγροτικές
εκτάσεις συνολικού εμβαδού 200 περίπου
στρεμμάτων. Σε μερικούς από αυτούς το
Μοναστήρι παλαιότερα παραχώρησε προσωρινά
με η χωρίς αντάλλαγμα την χρήση κάποιων
κτημάτων για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν
στις δυσκολίες που περνούσαν. Μερικοί τα
καλλιέργησαν περιστασιακά. Οι περισσότεροι τα
εγκατέλειψαν. Άλλοι τα διεκδικούν.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται η περίπτωση του Β.Χ.
Με ιδιωτικό συμφωνητικό που συντάχθηκε στις 13
Φεβρουαρίου του 1888 το Μοναστήρι είχε
εκμισθώσει στον πρόγονό του, επίσης Β. Χ., στη
θέση «Βλάχας Βρύση - Κούτρες» ένα χέρσο
αγρόκτημα (δύο χωράφια). Με το μισθωτήριο αυτό
συμφωνητικό ο τότε μισθωτής Β. Χ., ανέλαβε την
υποχρέωση, με δαπάνη του, «…να ανοίξει δύο
χωράφια δι’ ιδίων εξόδων του και να τα νέμεται μη
δίδων αντισπόρον δια μίαν δεκαετίαν εις την
μονήν…». Μετά τη δεκαετία συμφωνήθηκε τα
χωράφια να μείνουν στην κυριότητα του
Μοναστηριού, χωρίς να μπορούν να
μεταβιβασθούν σε άλλον. Σήμερα έρχεται ο
απόγονός του και ισχυρίζεται ότι κατέχει το
ακίνητο λόγω κληρονομιάς.

5. Η προτεινόμενη λύση.

Το Μοναστήρι τα τελευταία χρόνια παρ’ όλο
που δικαιώθηκε δικαστικά, χωρίς να έχει νομική η
άλλη υποχρέωση, προτείνει λύσεις για το θέμα που
προέκυψε, σύμφωνες με την εκκλησιαστική τάξη
και πράξη.
Σε όσους μη νόμιμα κατείχαν κτήματα σε
απομακρυσμένες από αυτό περιοχές («Τσαρούχα»
κ.λ.π.), το Μοναστήρι προτίθεται να τους
παραχωρήσει τα κτήματα αυτά, έστω και αν δεν
έχουν χαρτιά. Για τους υπολοίπους, των οποίων τα
κτήματα βρίσκονται κοντά στο Μοναστήρι,
προκειμένου να εξασφαλισθεί η ησυχία του
περιβάλλοντος χώρου του, να τους παραχωρηθούν
αντίστοιχες εκτάσεις σε άλλο μέρος του
αγροκτήματος του Μοναστηριού, Η παραχώρηση
θα γίνει δωρεάν, χωρίς αντάλλαγμα, τηρουμένων
των νομίμων διαδικασιών. Με τον τρόπο αυτό το
Μοναστήρι δείχνει στην πράξη το ενδιαφέρον του
για όλους τους ανωτέρω ιδιώτες, οι οποίοι έτσι θα
αποκτήσουν νομίμους τίτλους ιδιοκτησίας.
Όλα αυτά ήδη είχαν ανακοινωθεί από το 2005
στο Νομαρχιακό Συμβούλιο Πιερίας που είχε
συγκληθεί ειδικά για το θέμα αυτό, στα Μ.Μ.Ε.
(πρόσφατα μάλιστα και στην εφημερίδα «Δημότης
Λιτοχώρου» που εκδίδει ο Δήμος Λιτοχώρου) και
μεμονωμένα σε ενδιαφερόμενους κατοίκους.
Τέλος για τις όποιες διαφορές υπάρχουν με τον
Δήμο Λιτοχώρου, προτείνουμε μέσα στα πλαίσια
μιας πολιτισμένης κοινωνίας που ζούμε, να γίνουν
αμοιβαία σεβαστές οι όποιες τελικές αποφάσεις
των Ελληνικών (η Ευρωπαϊκών) Δικαστηρίων.

6. Διακονήματα – δραστηριότητες της Ι. Μονής.

Το πρόγραμμα των μοναχών χωρίζεται σε
τρεις ίσες χρονικές περιόδους. Η πρώτη είναι
αφιερωμένη στην προσευχή, η δεύτερη στην
εργασία (τα διακονήματα), και η τρίτη στην μελέτη
και την ανάπαυση. Ο μοναχός με το διακόνημα του
εκφράζει έμπρακτα την αγάπη του προς τους
συμμοναστές του. Δεν αποσκοπεί σε προσωπικά
οφέλη αλλά στο καλό του κοινοβίου. Πιστεύει στην
κοινωνική πλευρά της εργασίας και όχι στην
ιδιοτελή μορφή της. Ωφελείται πνευματικά και
σωματικά από την εργασία του, συντηρεί το
Μοναστήρι του και συγχρόνως του δίνει την
δυνατότητα να μην εξαρτάται από κανένα
οικονομικό παράγοντα. Η ευλάβεια καταστρέφεται
από την οκνηρία και όχι από την εργασία. Το
διακόνημα δεν παρεμποδίζει αλλά διευκολύνει την
προσευχή. Ο Απόστολος Παύλος εργαζόταν
χειρωνακτικά ο ίδιος ως σκηνοποιός, για να
εξασφαλίζει τα αναγκαία προς το ζειν μη θέλοντας
να επιβαρύνει κανένα. Απαγόρευση της εργασίας
υπήρχε μόνο από αιρετικές ομάδες όπως οι
Μασσαλιανοί.
Τα αρχαία και νεώτερα εκκλησιαστικά κείμενα
αναφέρονται σε πλήθος διακονημάτων όπως οι
«υφάνται, ραφείς, σκυτοτόμοι, σκηνοποιοί,
λεπτουργοί, οικοδόμοι, αλιείς, χαλκείς,
βορδονάροιοι, ναυπηγοί, ξυλουργοί, αμπελουργοί»
και ασχολίες όπως η διαχείριση των δασών, η
εξορυκτική, η μεταλλευτική, η αλατουργία, η
μελισσοκομία, η κτηνοτροφία υπήρχαν ανέκαθεν
στα Μοναστήρια. Εφ’ όσον αυτές οι δραστηριότητες
πραγματοποιούνται από τα συντεταγμένα όργανα
διοικήσεως των Μοναστηριών, είναι σύμφωνες με
την Νομοκανονική και Εκκλησιαστική πράξη. Δεν
τις διαφοροποιεί δε το γεγονός ότι αυτές γίνονται
με κάποιο σύστημα, με σύγχρονα τεχνικά μέσα και
έχουν κάποιο νομικό σχήμα, με την μορφή
εταιρειών, προκειμένου να είναι η λειτουργία τους
νόμιμη και διαφανής και να τηρούνται οι
φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις.
Το Κοινόβιο, προσφέρει στον μοναχό με τις
νυχθήμερες και πολύωρες ακολουθίες, την κατ’
ιδίαν προσευχή και το όλο εν γένει πρόγραμμά του,
το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει (σύμφωνα με τα
μέτρα του) την συνεχή παρουσία του Θεού. Όλα
αυτά αποτελούν μία εγγύηση ότι ο μοναχός και με
την βοήθεια των συμμοναστών του, μπορεί να
χρησιμοποιήσει σωστά τα υλικά πράγματα χωρίς
να εγκλωβισθεί σ’ αυτά. Μεγαλύτερο κίνδυνο και
παρεκτροπή για τον μοναχό αποτελεί η
αποκλειστική ενασχόλησή του με έναν δυτικού
τύπου “κοινωνικό μοναχισμό”, έναν τύπο
μοναχισμού που είναι ξένος με την Ορθόδοξη
Παράδοση, τον οποίο δυστυχώς κάποιοι μέσα στην
άγνοιά τους τον προβάλλουν ως πρότυπο.
Επομένως είναι εντελώς αβάσιμα και κατά την
γνώμη μας συκοφαντικά, όσα, κατά καιρούς
ακούγονται για τα διακονήματα και τις
δραστηριότητες της Μονής, ότι δήθεν είναι εκτός
της εκκλησιαστικής τάξεως, ότι δήθεν μετατρέπουν
τον οίκο του Θεού σε οίκο εμπορίου και όσα
παρόμοια λέγονται. Με τον τρόπο αυτό δεν
πλήττονται μόνο τα πρόσωπα στα οποία
αναφέρονται τα δημοσιεύματα, αλλά και ο θεσμός
του μοναχισμού γενικώτερα, αφού πράξεις και
ενέργειες που γινόταν ανέκαθεν από τα
Μοναστήρια κρίνονται σαν αντίθετες στην
διδασκαλία της Εκκλησίας. Άλλωστε είναι γνωστό
ότι στο Μοναστήρι μας ανέκαθεν οι μοναχοί
ασχολούνταν με την γεωργία και την κτηνοτροφία
και παρήγαγαν τα σχετικά με αυτές προϊόντα.

7. Το Μοναστήρι και το φυσικό περιβάλλον.

Ο μοναχός αναχωρεί από τον κόσμο και
καταφεύγει στην φύση. Το φυσικό περιβάλλον
γίνεται το σπίτι του. Η στενή σχέση που
αναπτύσσει με την φύση ο μοναχός του δίνει την
δυνατότητα να εντάσσει αρμονικά τα
μοναστηριακά κτίσματα στο περιβάλλον.
Παράλληλα επειδή αγαπάει και σέβεται το φυσικό
περιβάλλον στο οποίο ζει, κατορθώνει και τις
ανάγκες διαβιώσεως του να καλύψει και να
προστατέψει αυτό.
Παράδειγμα δημιουργικής και αρμονικής
συνύπαρξης στον χώρο του Εθνικού Δρυμού
Ολύμπου είναι η παρουσία του Μοναστηριού του
Αγίου Διονυσίου για 500 περίπου χρόνια, το οποίο
κατόρθωσε και να συντηρηθεί και συγχρόνως να
προστατεύσει και να διαφυλάξει την ωραιότητα και
μοναδικότητα του χώρου στον οποίο ευρίσκεται,
για τον οποίο όλοι καυχώμαστε σήμερα.
Αν εξετάσει κανείς αεροφωτογραφίες της
περιοχής, θα διαπιστώσει, ότι στην περιοχή αυτή
του Ολύμπου, μόνο το δάσος που ευρίσκεται υπό
την προστασία του Μοναστηριού, φθάνει τόσο
κοντά στην θάλασσα. Σε αντίστοιχες γειτονικές
περιοχές δεν υπάρχουν πλέον δάση.
Επικριθήκαμε από τον προηγούμενο δήμαρχο
Λιτοχώρου το 2004, ότι αποκλείσαμε την
μελλοντική ανάπτυξη του Λιτοχώρου προς τη
μεριά του Ολύμπου. Αν εννοείται ανάπτυξη η
αλόγιστη ανοικοδόμηση και τσιμεντοποίηση που
έγινε σε άλλες περιοχές στις παρυφές του
Ολύμπου, στην περιοχή του Λιτοχώρου, οι
μελλοντικές γενεές θα μας ευγνωμονούν που
αποτρέψαμε τέτοιες επεμβάσεις.
Άλλωστε ποτέ δεν εμποδίσαμε κάποιον να
απολαύσει το φυσικό περιβάλλον του Ολύμπου.
Αντίθετα διευκολύναμε με κάθε τρόπο την
εξυπηρέτηση των επισκεπτών και ορειβατών του
Ολύμπου (π.χ. δωρεά εκτάσεως στο Δημόσιο για
την κατασκευή ορειβατικού καταφυγίου στην
Πετρόστρουγγα). Σταθήκαμε όμως εμπόδιο στις
εμπορικές επιθυμίες κάποιων για την αλόγιστη
ανάπτυξη της περιοχής του Ολύμπου που
βρίσκεται υπό την προστασία του Μοναστηριού.
Αυτός ίσως είναι και ένας από τους βασικούς
λόγους πολεμικής κατά του Μοναστηριού.
Παράλληλα είμαστε οι μόνοι που αντιδράσαμε
για την επέκταση του πεδίου βολής αρμάτων
Λιτοχώρου, διότι με την επέκταση αυτή κινδυνεύει
σοβαρά το μοναδικό φυσικό και το πολιτιστικό
περιβάλλον του Ολύμπου, καθώς επίσης και η ζωή
και η φυσική ακεραιότητα των μοναχών, εργατών,
επισκεπτών και ορειβατών του Ολύμπου.
Σεβόμαστε και εκτιμούμε βαθιά το έργο των
Ενόπλων Δυνάμεων, πιστεύουμε όμως ότι αυτό δεν
πρέπει να γίνεται εις βάρος των φυσικών και
πολιτιστικών θησαυρών της Πατρίδος μας, την
στιγμή που μπορεί να γίνει το ίδιο καλά σε άλλες
περιοχές. Για τον λόγο αυτό προσφύγαμε στα
αρμόδια δικαστήρια (Συμβούλιο της Επικρατείας,
Ειρηνοδικείο, Εισαγγελικές αρχές κ.λ.π.),
προκειμένου να μην πραγματοποιηθεί η επέκταση
του πεδίου βολής. Και όλα αυτά παρόλο που αν
γίνει η επέκταση, θα δικαιούμαστε να εισπράξουμε
ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσό ως αποζημείωση. Αλλά
εκείνο που μας ενδιαφέρει, δεν είναι τα χρήματα,
όσο η προστασία της περιοχής που την θεωρούμε
το σπίτι μας και τον χώρο που μας συνδέει με τον
Άγιο Διονύσιο και τους προαπελθόντες πατέρες
του Μοναστηριού.

8. Η θέση του Μοναστηριού.

Η παρουσία του Αγίου Διονυσίου και του
Μοναστηριού του στον Όλυμπο για 500 περίπου
χρόνια είναι μια ιστορική πραγματικότητα.
Τελευταία το Μοναστήρι μας έχει γίνει στόχος και
των ανθρώπων που προσπαθούν να αναβιώσουν
το αρχαίο δωδεκάθεο. Θεωρούν ότι δήθεν δεν
συνάδει η παρουσία του Μοναστηριού στον χώρο
του Ολύμπου. Είναι βέβαια δικαίωμα του καθενός
να πιστεύει ότι θέλει. Δεν μπορεί όμως κανείς να
αρνείται την ιστορία και το γεγονός ότι ο Άγιος
Διονύσιος και το Μοναστήρι του έχουν συνδεθεί
άρρηκτα με την περιοχή του Ολύμπου.
Στο παρελθόν έχουμε αρνηθεί προτάσεις, που
έγιναν με διάφορα οικονομικά ανταλάγματα, για
την δημιουργία σε εκτάσεις του Μοναστηριού,
αναπαραστάσεως αρχαίας πόλεως – πνευματικού
κέντρου εκ μέρους διαφόρων οργανώσεων και
σύλλόγων που εκφράζουν δωδεκαθεϊστικές και
νεοειδωλολατρικές αντιλήψεις. Μήπως όλα αυτά
εξηγούν και την παρουσία των ομάδων αυτών στην
πρόσφατη «ειρηνική» διαδήλωση κατά του
Μοναστηριού;

9. Επίλογος

Ο Μοναχισμός είναι ένα σημείο αντιλεγόμενο.
Πολλοί άνθρωποι τον πολεμούν επειδή δεν τον
κατανοούν. Άλλοι επειδή αντιλαμβάνονται τον
δυναμισμό του, προσπαθούν να τον καταστήσουν
ακίνδυνο και ανενέργητο, να τον υποβιβάσουν
στην μορφή ενός φιλανθρωπικού σωματείου η μιας
κοινωνικής οργανώσεως. Άλλοι με την βαθύτερη
αίσθηση που διαθέτουν τον πλησιάζουν και
βρίσκουν λύση στα υπαρξιακά προβλήματά τους.
Κατανοούν ότι δημιουργεί ελεύθερα πρόσωπα και
όχι ελεγχόμενα άτομα. Γι’ αυτό τον αγαπούν και
τον σέβονται απεριόριστα.
Σαν μοναχοί έχουμε την αίσθηση ότι δεν
είμαστε ισάξιοι των παλαιοτέρων αλλά και των
νεωτέρων αξίων μοναχών. Γνωρίζουμε ότι και
εμείς σαν άνθρωποι συχνά σφάλουμε. Ωστόσο
προσπαθούμε να ακολουθούμε τους Πατέρες μας.
Δεν περιμένουμε να ακούσουμε επαίνους ούτε
καταξίωση του έργου μας. Δεν μας ενοχλεί η
καλόπιστη κριτική. Ο μοναχικός βίος είναι
ταπείνωση, “άσκηση σώματος και αφάνεια ψυχής”.
Δεν έχει ανάγκη από διαφήμιση. Το έργο του καθ'
ενός “οποίον εστίν το πυρ δοκιμάσει” και «Πάσα
φυτεία ην ουκ εφύτευσεν ο πατήρ μου ο ουράνιος
εκριζωθήσεται».
Σε θέματα όμως που αφορούν την ακρίβεια της
πίστεώς μας και τον θεσμό του μοναχισμού
είμαστε ανυποχώρητοι. Δεν έχουμε ούτε την
διάθεση ούτε το δικαίωμα να θυσιάσουμε στο
ελάχιστο, ο,τι κράτησε το Μοναστήρι μας σε ζωή
εδώ και πέντε αιώνες. Πρέπει να γίνει κατανοητό
από όλους πως ο,τι παραλάβαμε από την μοναχική
παράδοση, την παράδοση του Μοναστηριού μας
και τους προαπελθόντες πατέρες του και κυρίως
από τον κτίτορα και προστάτη μας Άγιο Διονύσιο
το θεωρούμε αδιαπραγμάτευτο.
Την θέση μας αυτή την επιβάλει το χρέος μας
προς τον Θεό, τον Άγιο Διονύσιο και τις
μελλοντικές γενεές και όχι κάποια προσωπική
αντίθεση η αντιπαλότητα. Για τον λόγο αυτό
τελειώνοντας θα θέλαμε να απευθύνουμε
πρόσκληση για συνεργασία προς τον Δήμο
Λιτοχώρου, τους φορείς της περιοχής, αλλά και
όλους τους πολίτες, όχι μόνο για την επίλυση των
προβλημάτων που υπάρχουν αλλά και για
δημιουργική συνεργασία μεταξύ μας, για το καλό
του τόπου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Free Blog Counter