Με τα δικά μου γούστα, αυτά τα οποία θεωρήθηκαν υπερβολικές πολυτέλειες, αυτά που θεωρήθηκαν πάνω από τις δυνατότητές μας, αυτά που επειδή τολμήσαμε να τα θέλουμε κι εμείς τα παιδιά της εργατικής - μικροαστικής τάξης, έπρεπε να τιμωρηθούμε για αυτό: βιβλία, μουσική και τσίπουρο με τους φίλους, Σάββατο πρωί - Σάββατο μεσημέρι στο κέντρο της πόλης.

Όταν ήμουνα παιδί στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, το κέντρο της πόλης ήταν κάτι πολύ μακρινό για μένα. Δεν με απασχολούσε κιόλας. Δεν ήθελα να βρεθώ εκεί. Όλα όμως που υπήρχε ένας μεγάλος αδερφός που τον θυμάμαι κάθε Σάββατο να κατεβαίνει από το λεωφορείο 34 και να ανηφορίζει προς το σπίτι κρατώντας πάντα κάποια σακούλα από το Κατώι του Βιβλίου ή το δισκάδικο Ήχος.Στην εφηβεία άρχισαν οι δικές μου εξορμήσεις προς το κέντρο της Θεσσαλονίκης.Προς την αγορά.
Στην αρχή τα δρομολόγια συγκεκριμένα, στην ευθεία της Εγνατίας. Στο Σούτσο κοντά στα λουτρά Παράδεισος, πιο πέρα μετά, στο Ζήση, κοντά στο 13ο γυμνάσιο (εκεί που σήμερα είναι ένα Μικέλ), ένας παράδεισος γεμάτος αντικείμενα, κυρίως βινύλια από Ρωσία και Βουλγαρία,
κατόπιν στο Rolling Under, αρχικά στην Εξαδακτύλου, μετά στη Σωκράτους,
και η βόλτα τελείωνε στα πανεπιστήμια, στους πάγκους με κασέτες της Θεολογικής και της πλατείας Χημείου.
Στα κλεφτά, μόνος συνήθως, χωνόμουν και σε κάνα βιβλιοπωλείο.
Αγόραζα και το Ποπ+Ροκ, συνήθως από κείνον τον πάγκο γωνία Εγνατία - Αγ.Σοφίας.
Θυμάμαι περίδο εορτών, πάντα πρωινά Σαββάτου όμως,
θρυλικές εξορμήσεις με τη μάνα μου στα βιβλιοπωλεία. Ξέχειλες σακούλες.
Καταναλωτισμός, ξέρω. Επίπλαστη αφθονία, ξέρω. Πείτε ό,τι θέλετε.
Θυμάμαι και τα αγχωμένα πρωινά του Σαββάτου της τρίτης Λυκείου.
Με την ακμή στην… ακμή της, μαλλί καρεδάκι, μπας και μακρύνει,
και το μυαλό θολωμένο από τον πειθαναγκασμό της επίπονης μελέτης.
Ομως κάθε Σάββατο πρωί κατεβαινα στο κέντρο της πόλης. Στην αγορά.
Να βρω τους Cure στα δισκάδικα, τον Κέρουακ στα βιβλιοπωλεία.
Να κάτσω στο Ναυαρίνο με τις ώρες. Μέχρι να κλείσει η αγορά, να γυρίσω σπίτι για μελέτη.
Θυμάμαι τα καλοκαίρια μετά το σχολείο που δούλευα σε μια σκληρή χειρωνακτική εργασία. Τότε που συνειδητοποίησα πόσο φλώρος ήμουν.
Που άρχισα να αντιλαμβάνομαι πολύ επιφανειακά διάφορα για την εργασία και τις κοινωνικές τάξεις.
Είχα όμως τα λεφτά, εκείνα τα δυο καλοκαίρια, κάθε πρωί Σαββάτου να κάνω τις βόλτες μου στο κέντρο.
Να μπαίνω στα καταστήματα μουσικών ειδών και να δοκιμάζω κιθάρες και μπάσα.
Να αγοράσω κιθάρα, να αγοράσω μπάσο. Χορδές, πένες, κουρδιστήρια.
Μπαγκέτες για τον ντράμερ.
Πρόβες στο στούντιο Ν.
Και φαγητό μετά στη Γιαννούλα.
Σάββατο πρωί - μεσημέρι,στο κέντρο και στα πέριξ του κέντρου.
Το αγαπούσα, το αγαπώ το κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Ήθελα να ζήσω σε αυτό. Ζω σε αυτό τα τελευταία χρόνια.
Είχα την τύχη να έχω μια καλή δουλειά.
Και να απολαμβάνω κάθε Σάββατο πρωί το κέντρο αυτής της πόλης.
Με τα δικά μου γούστα, αυτά τα οποία θεωρήθηκαν υπερβολικές πολυτέλειες, αυτά που θεωρήθηκαν πάνω από τις δυνατότητές μας, αυτά που επειδή τολμήσαμε να τα θέλουμε κι εμείς τα παιδιά της εργατικής - μικροαστικής τάξης, έπρεπε να τιμωρηθούμε για αυτό: βιβλία, μουσική και τσίπουρο με τους φίλους, Σάββατο πρωί - Σάββατο μεσημέρι στο κέντρο της πόλης.
Συνεχίζω να ζω στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Το αγαπώ περισσότερο από ποτέ.
Τώρα δεν έχω δουλειά.
Δεν είναι κάτι πρωτάκουστο, δυστυχώς συμβαίνει και θα συνεχίσει να συμβαίνει σε πολλούς.
Κάθε Σάββατο πρωί κάνω τις ίδιες βόλτες.
Κάποια από τα παλιά τα μαγαζιά έχουν κλείσει, άλλα εδώ και χρόνια, άλλα πρόσφατα λόγω της κρίσης.
Μπαίνω στην Πρωτοπορία, μπαίνω στον Λωτό, αν θέλετε να μάθετε δηλαδή ποιο βιβλιοπωλείο και ποιο δισκάδικο προτιμώ.
Δεν αγοράζω τίποτε πια.
Χαζεύω και σκαλίζω μόνο.
Λέω ένα γεια τι γίνεται με κανέναν γνωστό.
Πηγαίνω Καπάνι, Μοδιάνο, μπαίνω στου Κοσμά και κοιτάω εξωτικές λιχουδιές.
Περνάω έξω από τον Καφενέ που μαζευόμασταν πριν από
όχι και πάρα πολλά χρόνια οι “φίλοι του Θωμά” και δεν είναι κανείς.
Ο Θωμάς είναι στη Γερμανία. Πολλοί έχουν πρόβλημα επιβίωσης.
Και μοιάζει εξωφρενικό, φαντάζει καπρίτσιο, τη στιγμή που τόσος κόσμος έχει πρόβλημα επιβίωσης, εγώ να νοσταλγώ τα πρωινά του Σαββάτου.
Προσπάθησε να με καταλάβεις. Δεν μ’ απασχολεί που δεν καταναλώνω.
Δεν μου λείπουν τ’ αντικείμενα.
Πρόλαβα να μαζέψω πολλά - και βιβλία και δίσκους.
Αυτό που μ’ ενοχλεί είναι ότι αν κάποιος θέλει να καταναλώσει, δεν μπορεί πια.
Ή μπορεί λιγότερο από πριν.
Κι αυτό είναι μια εκ των άνωθεν επιβολή, στο πλαίσιο μιας βίαιης φτωχοποίησης ολόκληρης της κοινωνίας.
Όλο και λιγότεροι μπορούν να απολαμβάνουν υλικά αγαθά, κουλτούρα και μόρφωση.
Τα οποία, ναι, συμφωνώ, δεν θα έπρεπε να είναι εμπόρευμα.
Αλλά τώρα, αντί να μεγαλώνει διαρκώς ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν πρόσβαση σε αυτά,
μειώνεται δραστικά.
Κάπου πήρε το μάτι μου ότι για να τονωθεί η αγορά της πόλης συμφωνήθηκε να ανοίγουν τα καταστήματα 42 Κυριακές το χρόνο.
Πόσο γελοίο.
Τι διαφορετικό πιστεύουν ότι θα μπορώ να κάνω εγώ (και άλλοι σαν και μένα)
την Κυριακή που δεν το κάνω το Σάββατο το πρωί τα τελευταία τρία χρόνια;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου