Ένα επίκαιρο δημοσίευμα που αφορά την πρώτη καταστροφή και το χαλασμό της Μηλιάς και των Λαζαίων τον Απρίλιοτου 1813, μαζί με ανάλογο φωτογραφικό υλικό.
με αφορμή τη θλιβερή επέτειο συμπλήρωσης 200 χρόνων από τα γεγονότα, όπως τα περιγράφει ο Νικ. Κασομούλης
στα Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων,
στα Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων,
τ. Α΄, σελ. 78-80.
Με εκ των προτέρων ευχαριστίες
Γ. Μ. Χανδόλιας
Εσείς πουλιά της άνοιξης (Κώστα Λάζος)
Ν’ εσείς πουλιά, της άνοιξης,
βρε Κώστα Λάζο, κι αηδόνια στ’ απαλάτι*.
Ν’ όλα τον Κώστα, μωρέ, κλάψετε,
βρε Κώστα Λάζο, τον Κώστα το λεβέντη,
βρε Κώστα Λάζο, τον Κώστα το Λαζούλη.
Που ’ταν λεβέντης, μωρέ, στα ι βουνά,
στους κάμπους κυπαρίσσι (δις).
Και μες στη μέση απ’ τη Μηλιά καλάμι φυτρωμένο
Και τώρα είναι φυλακή στης Λάρσας τα μπουντρούμια.
* Σημείωση: Η περιοχή των χωριών που συναθροίζονται γύρω από τη Στενωπό της Πέτρας και υπάγονταν άλλοτε στην Επισκοπή Πέτρας είναι γνωστή μέχρι σήμερα στους ντόπιους ως παλάτι - παλάτιον, (συμπίπτει δε σχεδόν απόλυτα με το αρματολίκι της Μηλιάς), και ονομάζονταν χωριά του Παλατίου ή Παλάτι του Ολύμπου. Περιλάμβανε δε τα χωριά Βροντού, Μηλιά, Καρυές, Ζιάζιακο,Μόρνα, και Άγ. Δημήτριο από τη μια μεριά και Μπριάζα, Ρητίνη, Σκουτέρνα, Δρυάνιστα.από την άλλη.
(Το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη, ΑΠΘ, 2011, ανάτυπο: Το κάστρο Βοηνάς και το υπόμνημα της ίδρυσής του, σελ. 233, Γεώργιος Βελένης, Ευάγγελος Παπαθανασίου)}.
Στον τεταρτότοκο γιο του γενάρχη Λάζου του Έξαρχου, στον "ζωγραφισμένον" άνδρα Κώστα, όπως τον χαρακτηρίζει ο ιστορικός Νικόλαος Κασομούλης, αναφέρεται, όπως εύκολα συμπεραίνει κανείς, το παραπάνω μηλιώτικο δημοτικό τραγούδι. Θυμίζει δε με χαρακτηριστική λιτότητα και περίπαθη απλότητα την πρώτη καταστροφή της Μηλιάς και το ξεκλήρισμα των κατοίκων της και φυσικά και των Λαζαίων, τον Απρίλιο του 1813, διακόσια ακριβώς χρόνια πριν.
Στο σημείο αυτό, και για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, (την οποία κάποιοι ηθελημένα συνεχίζουν να αποσιωπούν ή και να παραποιούν) θεωρούμε χρέος μας να υπογραμμίσουμε ότι το αρματολίκι της Μηλιάς αναγνωρίστηκε επίσημα από την τουρκική διοίκηση μαζί με τα υπόλοιπα αρματολίκια της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Ο Π. Αραβαντινός στο δίτομο μνημειώδες έργο του "ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΜΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΙΛΛΥΡΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ (Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Σ. Κ. Βλαστού, 1856), τόμος Α΄, σελ. 194-195, γράφει σχετικά:
"… Επί της εποχής καθ’ ήν ο ρηθείς Ιμπραήμ Πασάς υπήρχε Μέγας Βεζύρης(αναφέρεται στην εποχή του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, 1529-1565) εξεδόθη φιρμάνιον, δι’ ού η αρκτική Ελλάς διηρέθη εις 15 χώρας και εν εκάστη αυτών ανεγνωρίσθη ως επιτοπία αρχή οπλαρχηγός τις (καπετάνος) χριστιανός, ίνα περιφρουρή και διατηρή την ησυχίαν και ασφάλειαν των εν τη περιοχή του κατοικούντων και των εκείθεν διερχομένων. Υπήγετο δε ο ρηθείς οπλαρχηγός εις την πλησιεστέραν της θέσεώς του Σατραπείαν ή διοίκησιν. Τοιαύται Αρχαί ή καπετανάτα ανεγνωρίσθησαν εν μεν τη Ηπείρω και Αιτολοακαρνανία, το Μαλακάσι, το Ξηρόμερο, το Λοιδορίκι και το Βενετικόν. Εν δε τη Θεσσαλία ο Όλυμπος, τα Άγραφα, τα Χάσια, το Μαυροβούνι και το Πατρατζίκι. Εν δε τη Μακεδονία η Βέρροια, τα Σέρβια, η Ελασσών, τα Γρεβενά και η Μηλιά ". (Στο κείμενο διατηρήσαμε την ορθογραφία του βιβλίου, όχι όμως και το πολυτονικό σύστημα).
Τα αίτια του μεγάλου χαλασμού της Μηλιάς και των Λαζαίων πολλά και παλιά. Κύριος λόγος η ανυπακοή των Λαζαίων και των άλλων Ολύμπιων να υποταχτούν στα σχέδια του Αλή και οι συχνοίι κλεφτοπειρατικοί αγώνες τους, που κράτησαν, με διαλείμματα, περισσότερα από τριάντα (30) χρόνια (1780 – 1812). Ακόμη, το ατίθασο πνεύμα τους, οι απαράμιλλοι αγώνες και το εύψυχο, το εύτολμο και το θρασύ του χαρακτήρα των Λαζαίων, απέναντι στον τύραννο και τα όργανά του, προκάλεσαν το θανάσιμο μίσος του σφαγέα του Ελληνισμού Αλή Πασά.
Απαιτούνταν όμως ο κατάλληλος χρόνος και οι ευνοϊκές συνθήκες για τη σίγουρη επιτυχία της δολιότητας αλλά και η αφορμή, ώστε να δοθεί σε Τούρκους και Έλληνες, επίπλαστη δικαιολογία του εγκλήματος. Χώρος του μαρτυρίου, κατά την Α΄ φάση, η Μηλιά και η ολοκλήρωσή του στο μακελειό της Λάρισας, τον Απρίλη του 1813.
" … Τρεις μήνες δεν απέρασαν από την καταστροφήν των ληστοπειράτων, και κατά το 1813, τον Απρίλιον μήνα, συγχρόνως και εν μια ημέρα διαταχθέντες να κινηθούν οι δερβεναγάδες πανταχόθεν, και ο Βελήπασιας προσωπικώς, αφού ούτως ο Βεζύρης με μίαν μοίραν διευθυνόμενος εις την Μηλιάν χωρίον, κατοικίαν των, επιπεσών έξαφνα διά νυκτός εις τον ύπνον συνέλαβεν όλους άνδρας και γυναίκας, εθανάτωσεν τον Δήμον Λάζον με μερικούς άλλους οίτινες αντιστάθηκαν με τα όπλα. Κορεσθείς από το αίμα, αιχμαλώτισεν όλας τας οικογενείας του χωρίου, συγγενείς και φίλους και έφερεν αυτάς εις το μακελλείον το οποίον έστησεν εις Λάρισαν δι’ αυτούς …
Ο Λιόλιος (Λάζου), οι Τζαχιλαίοι, οι Συραίοι διαφυγόντες τον κίνδυνον, άλλοι προς Θεσσαλονίκην τρέχοντες, άλλοι κρυπτόμενοι, άλλοι συγκεντρωθέντες … Ο Λιόλιος με τους υιούς του διαβάς πάλιν εις την θάλασσαν με έως 150 άνδρας από διαφόρους καπιταναίους, εδείκνυεν πάλιν ότι ο σκοπός του Αλήπασια δεν ετελείωσεν καθολοκληρίαν.
Ωργισμένοι όλοι, πατήρ και τέκνα κατά της οικογενείας ταύτης, αφού έκοψεν ο Βελήπασιας όλους τους άνδρας, γέροντες και μικρά παιδιά εις την Λάρισαν, ο δε πατήρ του συγχρόνως τον ζωγραφισμένον άνδρα Κώσταν εις Ιωάννινα, χωρίς να ηξεύρουν από τους Λαζαίους ο ένας τι γίνεται εις τον άλλον. Όταν ήφεραν εις το μακελλείον να σφάξουν και έν ανήλικον, έως 12-13 χρονών αθώον τέκνον, Τόλιον υιόν του Γιάννη Λάζου, συμπαθεία κινούμενοι όλοι, Τούρκοι και Ρωμαίοι από τους περί τον Βελήπασια, ζητήσαντες να τοις χαρίση τούτον και καμφθείς από την αίτησίν των τον απέλυσεν. Ιδών ο Βλαχοθόδωρος ο μακελλάρης των ότι άφησεν ένα, προτείνων έμπροσθεν όλων ότι: «Δεν ήτον καλόν ούτε σποράν, εφέντη βεζύρη μου, να αφήσης από μία τοιαύτην οικογένειαν» ο Βελήπασιας καίτοι αιμοβόρος, συγχισθείς διά την πρότασίν του ταύτην και ότι δεν εκορέσθη εισέτι από τόσον αθώον αίμα το οποίον εχύθη, αποκρίθη με οργήν προς αυτόν: «Κερατά Βλαχοθόδωρε, αυτό το παιδί θα το αφήσω να σκοτώσει εσένα οπού έγινες αιτία του θανάτου των πατέρων του και συγγενών, και άιντε απ’ εδώ να μη σε γλέπω.»
Περιγράφοντας δε τον αντίκτυπο της καταστροφής της Μηλιάς και των κατοίκων της και φυσικά και των Λαζαίων, ο Κασομούλης σημειώνει:
«Εν τοσούτω ο κόσμος δεν ήξευρεν ότι τους εξολόθρευσεν όλους, όταν όμως εβαβαιώθη ότι συγχρόνως κατέσφαξαν ταύτην την οικογένειας εις όλα τα μέρη, έφριξαν και Τούρκοι και Έλληνες και Εβραίοι ακόμη, όχι τόσον δια το αίμα, το οποίον είχον συνηθίσει να βλέπουν κάθε ημέραν, όσον δια την μεγάλην υπόληψιν, την οποίαν έχαιρεν από όλον τον κόσμον ανέκαθεν η οικογένεια αύτη, ως η πλέον εξευγενισμένη και φιλάνθρωπος και η μόνη ήτις καμίαν φοράν δεν είχεν χαλάσει κανενός την καρδίαν. Παντού ευρίσκουσα υπερασπιστάς έπειτα από τόσα κακά τα οποία υπέφερεν, ως επεριγράψαμεν, με τοιούτον τρόπον εξολοθρεύθη, περί το 1813 – 1814…». (Νικολάου Κασομούλη, Ενθυμήματα Στρατιωτικά, τόμος Α΄σελ. 78-80)
Παραθέτουμε ένα ακόμα μηλιώτικο τραγούδι, χαρακτηριστικό της μνήμης του μεγάλου χαλασμού, που τραγουδιέται και χορεύεται (συρτός στα τρία) μέχρι σήμερα, δεύτερο στη σειρά, στα μηλιώτικα πανηγύρια.
Λάλησε, κούκε μ’, λάλησε καημένε
Λάλησε, κούκε μ’, λάλησε καημένε,
λάλα το πώς λαλούσες, καημένε Παπαγιώργη,
λάλα το πώς λαλούσες, περδίκα μου γραμμένη.
Τι να λαλήσω, τι να ειπώ ο καημένος,
και τι να μολογήσω, πέρδικα μου γραμμένη;
Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο
κι ο δόλιος ο χινόπωρος πικρός φαρμακωμένος.
Ο Παπαγιώργης του τραγουδιού είναι ιστορικά υπαρκτό πρόσωπο, σύμφωνα με την προφορική παράδοση των Μηλιωτών. Ήταν ένας από τους δύο, πάντα, ιερείς του χωριού, που είχε έρθει στη Μηλιά με άλλο επώνυμο, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του γενάρχη Τόλιου Λάζου, περί το 1780, από ένα χωριό της Θεσσαλίας. Ρίζωσε σ’ αυτήν, επέζησε του χαλασμού «πολιτογραφήθηκε» Μηλιώτης και απόγονοί του ζουν σήμερα στο χωριό, αλλά και σ’ άλλα μέρη της χώρας και στο εξωτερικό. Είναι η γνωστή οικογένεια Παπαγεωργίου της Μηλιάς, έχοντας πάρει κατά συνήθη πρακτική της εποχής ως επώνυμο το όνομα του ιερέα, μακρινού προγόνου τους.
Τέλος αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε ένα ακόμα τραγούδι από τον απόηχο μεγάλης καταστροφής της Μηλιάς και των Λαζαίων όπως το διέσωσε ο εκ Μόσχας Φιλέλληνας Ιωάννης Πετρώφ (ελληνίδος μητρός) στο μνημειώδες έργο του Περίδοξος Κλεφτουριά της Μακεδονίας (Εισαγωγή, κατάλογος ανέκδοτων έργων, προσθήκες και επιμέλεια Γεωργίου Χ. Χιονίδη, Θεσσαλονίκη 1972).
Η καταστροφή των Λαζαίων
Τρία πουλάκια κάθονται στον Έλυμπο στη ράχη,
Το 'να τηράει τη θάλασσα, τα' άλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το μικρότερο μοιρολογάει και λέει:
Τ’ είν’ το κακό που πάθαμε, οι μαύροι οι Λαζαίοι;
Μας χάλασ’ ο Βελή – πασάς, μας έκαψε τα σπίτια,
μας πήρε τις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας,
στον Τίρναβο τους πάγησε, πεσκέσι του Βεζύρη.
Μπροστά πηγαίνει η Δήμαινα και πίσω η συνιφάδα
κι από κοντά η Κώσταινα με το παιδί στα χέρια,
σα μήλο, σαν τριαντάφυλλο, κυδώνι μαραμένο . . .
Αυτό το τραγούδι επιβεβαιώνει σαφέστατα το χαλασμό των Λαζαίων από το Βελή πασά το 1813, τον εμπρησμό των σπιτιών των Λαζαίων και των Μηλιωτών, την αιχμαλωσία των γυναικόπαιδων και τη διεύθυνση των μελλοθάνατων δεσμωτών, μέσω Τιρνάβου, στο μακελλειό της Λάρισας. Πουλάκι – και πάλι – φέρνει τη δυσάρεστη είδηση, το κακό μαντάτο του χαλασμού της περίδοξης οικογένειας των Λαζαίων που αυτοχαρακτηρίζονται μαύροι, δηλαδή άμοιροι, θλιβεροί, δυστυχισμένοι, πένθιμοι. «Στη λαϊκή ηρωική ποίηση (σ.σ. εδώ πρόκειται για λαϊκή δραματική έκφραση), την αληθινή, όπως γράφει ο αείμνηστος Γιάννης Βλαχογιάννης, ποτέ δεν βλέπει κανείς το όνομα το οικογενειακό των κλεφτών ή των αρματολών σε πληθυντικό αριθμό… και δεν τραγουδάει ποτέ ο λαός τα σπίτια τους ομαδικά… Μοναχά όπου η ιστορική ανάγκη, π.χ. η γενική σφαγή των Λαζαίων, τον υποχρεώνει, τότε το θέμα απαιτεί πληθυντικό: Τ’ είν’ το κακό που πάθαμε, οι μαύροι οι Λαζαίοι;…».
http://kolindrinamaslatia.blogspot.gr/2013/04/1813-2013.html
http://kolindrinamaslatia.blogspot.gr/2013/04/1813-2013.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου