Βαγγέλης Σταυρόπουλος
Μας έκανε τη χάρη ο Βολταίρος- διόλου από γούστο, μάλλον δε από πολυμάθεια- να περιγράψει την ιστορία της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης ως την μακράν γελοιωδέστερη. Κι είναι λέει, γεμάτη κομπασμούς η ιστορία αυτή και θαύματα, ντροπή του ανθρωπίνου πνεύματος, όπως και η ελληνική αυτοκρατορία ήταν το βδέλυγμα της οικουμένης. Οι Τούρκοι- αυτοί τουλάχιστον- ήταν καλύτεροι: νίκησαν, γλέντησαν, έγραψαν ελάχιστα.
Ο βαθμός που οι αφορισμοί του Βολταίρου επηρέασαν τον τρόπο γραφής και κριτικής της ιστορίας την διαφωτισμένη Δύση, αλλά και τους δικούς μας λογιώτατους, είναι λίγο ως πολύ γνωστός. Άλλωστε, κι ο εξ αντιθέτου παραδοσιολατρικός συνασπισμός υπήρξε εξίσου καταστροφικός, όταν ο τόπος κι οι άνθρωποί του έκαναν να πάρουν τα πόδια τους έπειτα από τετρακόσα χρόνια πόνου.
Για τον Μάη του 1453 μαρτυρούν οι πηγές μας έναν- κάποιο Μανουήλ Χρυσάφη τον Παλαιό, για λαμπαδάριο της Μεγάλης Εκκλησίας. Σώζεται μία αυτόγραφη σύνθεση αυτού του ανθρώπου, χρονολογημένη το 1458- σύγχρονη της Αλώσεως- σε μία ανθολογία Παλαιάς Παπαδικής (Μονή Ιβήρων, αρ, χφ. 986, φ. 451r- 52r). Ο Μανουήλ αυτός, μη έχοντας πως αλλιώς να κάνει, αναπαύει τον πόνο μες την τέχνη του, σκαρώνοντας έναν σκοπό στη βάση μερικών αράδων του 78ου ψαλμού [: Ο Θεός, ἤλθοσαν ἔθνη εἰς τὴν κληρονομίαν σου, ἐμίαναν τὸν ναὸν τὸν ἅγιόν σου, ἔθεντο ῾Ιερουσαλὴμ ὡς ὀπωροφυλάκιον. 2 ἔθεντο τὰ θνησιμαῖα τῶν δούλων σου βρώματα τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ, τὰς σάρκας τῶν ὁσίων σου τοῖς θηρίοις τῆς γῆς· 3 ἐξέχεαν τὸ αἷμα αὐτῶν ὡσεὶ ὕδωρ κύκλῳ ῾Ιερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἦν ὁ θάπτων. 4 ἐγενήθημεν ὄνειδος τοῖς γείτοσιν ἡμῶν, μυκτηρισμὸς καὶ χλευασμὸς τοῖς κύκλῳ ἡμῶν. 5 ἕως πότε, Κύριε, ὀργισθήσῃ εἰς τέλος, ἐκκαυθήσεται ὡς πῦρ ὁ ζῆλός σου; 6 ἔκχεον τὴν ὀργήν σου ἐπὶ τὰ ἔθνη τὰ μὴ γινώσκοντά σε καὶ ἐπὶ βασιλείας, αἳ τὸ ὄνομά σου οὐκ ἐπεκαλέσαντο, 7 ὅτι κατέφαγον τὸν ᾿Ιακώβ, καὶ τὸν τόπον αὐτοῦ ἠρήμωσαν. 8 μὴ μνησθῇς ἡμῶν ἀνομιῶν ἀρχαίων· ταχὺ προκαταλαβέτωσαν ἡμᾶς οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε, ὅτι ἐπτωχεύσαμεν σφόδρα. 9 βοήθησον ἡμῖν, ὁ Θεός, ὁ σωτὴρ ἡμῶν· ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ρῦσαι ἡμᾶς καὶ ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν ἕνεκα τοῦ ὀνόματός σου, 10 μή ποτε εἴπωσι τὰ ἔθνη· ποῦ ἔστιν ὁ Θεὸς αὐτῶν; καὶ γνωσθήτω ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν ἡ ἐκδίκησις τοῦ αἵματος τῶν δούλων σου τοῦ ἐκκεχυμένου. 11 εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ὁ στεναγμὸς τῶν πεπεδημένων, κατὰ τὴν μεγαλωσύνην τοῦ βραχίονός σου περιποίησαι τοὺς υἱοὺς τῶν τεθανατωμένων. 12 ἀπόδος τοῖς γείτοσιν ἡμῶν ἑπταπλασίονα εἰς τὸν κόλπον αὐτῶν τὸν ὀνειδισμὸν αὐτῶν, ὃν ὠνείδισάν σε, Κύριε. 13 ἡμεῖς δὲ λαός σου καὶ πρόβατα νομῆς σου ἀνθομολογησόμεθά σοι εἰς τὸν αἰῶνα, εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν ἐξαγγελοῦμεν τὴν αἴνεσίν σου ].
Ο Χρυσάφης αποπειράται αναγραμματισμούς, έτσι που μοιάζει πως προσπαθεί να φέρει τον καημό από τη καρδιά στο νου, ακολουθεί γραμμές μεγάλων διαστηματικών μεταπτώσεων και μεταβολών, σαν να ορίζει το βλέμμα την ρυθμική αγωγή της ψυχής. Κι είναι σπουδαία ετούτη η σύνθεση όχι μονάχα, γιατί σώζει μία τρόπον τινα λόγια εκδοχή του Θρήνου της Πόλεως, αλλά γιατί εισάγει στο σώμα της παραδόσεως, φόρμες πρωτάκουστες: λησμονάμε για τα καλά τις δοξολογικές βυζαντινές μανιέρες κι αφήνουμε κατά μέρος τα βυθίσματα της μετανοημένης καρδιάς στα κιαροσκούρα της ύπαρξης. Ο Χρυσάφης φτιάχνει τη τέχνη του σαν άνθρωπος σμπαραλιασμένος, έχοντας στραφεί εντός, ίσα να θωπεύσει ότι αγαπημένο μπορεί να τον σώσει. Είναι για να το πω κι έτσι, προορισμένη αυτή η τέχνη για να ακούγεται στους χαμηλούς και καπνισμένους ναούς της σκλαβιάς, κι όχι για να αντηχεί στους χρυσούς θόλους των Κομνηνών.
Θα πρέπει ωστόσο να τις προσέξουμε αυτές τις μακρόσυρτες μελωδίες που γέμισαν με έννοιες τους φωτισμένους συντοπίτες μας, μήπως τυχόν ακουστεί ο εκτουρκισμός μας, η τουρκεμένη τέχνη μας αυτή, που δεν είναι πνευματική σαν του Ιωάννη- Σεβαστιανού Μπαχ, ούτε εσωτερική σα τον Σκριάμπιν ας πούμε ή του Σούμπερτ. Θα πρέπει να τις προσέξουμε, όπως δεν προσέξαμε της παραστατική και την αρχιτεκτονική μας παράδοση, που για τις ΄΄ελλείψεις΄΄ τους μας ΄φταίγαν οι στραβοί μας μαστόροι κι ο καλός François- Rene De Chateaubriand, που του φαινόταν λέει συνηθισμένο το μωσαϊκό της Επισκοπής του Μυστρά και τα φρέσκο, ατελή σχεδιάσματα των σχολών πριν τον Περουτζίνο και τα κτίσματα , τέχνη παρακμιακή που δεν έχουν τη τόλμη των γοτθικών, ούτε τη συμμετρία των αρχαιοελληνικών ναών. Θα πρέπει να τα προσέξουμε αυτά ώστε να μη μας μείνει μονάχα ο Κρουμβάχερ, να μας διδάσκει τη βυζαντινή χρονογραφία ως σύνολο επαναλήψεων αργόσχολων καλογήρων.
Είναι όμως, που ο Νικήτας Χωνιάτης, ο Μανουήλ Πανσέληνος κι ο Χρυσάφης αντάμα με τους συντρόφους τους, δεν ανήκουν σε άλλον παρά στην εποχή τους. Ούτε ένα από τα κατορθώματά τους δεν μας ανήκει κι αυτό γιατί η τέχνη τους, ορίζει και ορίζεται, γεννά και γεννάται, πεθαίνει και ανασταίνεται αενάως, μες την μήτρα μιας ελευθερίας υπάκουης στην τάξη της παραδόσεως, που θα πει στο βάθος της επανάληψης εκείνου, που λέγεται και ξαναλέγεται διευρύνοντας τον ορίζοντά του στον βαθμό της πλατύνσεως του είναι του. Μίας επανάληψης που δεν παράγει φωτοτυπικώ τω τρόπω ομοιότυπα, αλλά λεπτομέρειες που ορίζουν- εξαιρετικά- τον κανόνα μεσά από τις εξαιρέσεις του.
Η ελευθερία που γεννάται από ένα γνήσιο cogito, αλλά και η σκλαβιά που σπέρνει, είναι τα δομικά υλικά για την κριτική μας στους προ-νεωτερικούς πολιτισμούς: σχολιάζουμε, κρίνουμε, συγκρίνουμε, οριοθετούμε, ερμηνεύουμε βαστώντας τα εργαλεία της νεωτερικότητας. Κι όμως για αυτούς τους πολιτισμούς αυτά τα εργαλεία δεν θα είχαν τίποτα να πουν, και πολλές φορές αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε, βρίσκεται μακράν πέρα της ιδιόμελης υπαρκτικής τους συνθήκης. Βρίσκεται πέραν του χωρισμού της Ιστορίας σε περιόδους πριν και μετά το άτομο ή πριν και μετά τα Φώτα, κι ίσως τελικά οι σοβαροί μελετητές πρέπει να αναλογιστούν, μήπως έχουν πέσει στην ίδια παγίδα με τον Σαβέλλιο, τον Rupert de Deutz και τον Joachim de Flore. Ωστόσο, κατά κάποιον τρόπο, αναλόγως νεωτερική είναι και η ερμηνεία της Ιστορίας ή μάλλον η Ιστορία της Σωτηρίας, όπως εγκαινιάζεται από τον Ευσέβιο Καισαρείας, τουλάχιστον στα έργα του Βίος Κωνσταντίνου και Εκκλησιαστική Ιστορία. Και αυτό, διότι είναι αυτός πρώτος που δείχνει την Ιστορία ως μέρος της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, ριψοκινδυνεύοντας την εμπλοκή πνευματικών μεγεθών, την θεσμοποίηση της πίστης, ζυμώνοντας τα υλικά εκχριστιανοποίησης της Πολιτείας και του κόσμου. Αυτό αμέσως- αμέσως διαγράφεται στην υποταγή της ερμηνεύσεως του κόσμου στα όρια της σωτηριολογίας τα οποία παραδόξως είναι ανεξάντλητα, αλλά βεβαίως δεν επιτρέπουν ερμηνεύσεις πέραν της θεολογικής. Αυτή όμως η πρώτη τροχιοδεικτική βολή δεν θα αποτελέσει και τον σταθερό προσανατολισμό του βυζαντινού πνεύματος, παρά θα ενταχθεί στην αυτοκρατορική ιδεολογία και την εκκλησιαστική ρητορική, αφήνοντας στην Ιστορία την συνεχή διάπλαση των Θέσμιων και του περιεχομένου τους. Αυτού προφανώς του πνεύματος φορέας είναι και ο Ιωάννης Ζωναράς, όταν τον ιβ’ αιώνα δεν έχει ούτε μία καλή κουβέντα να πει για τον Ευσέβιο Καισαρείας, τον πατέρα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, αυτού του τόσο νεωτερικού εγχειρήματος.
Τελικά όμως πόσο απρόσωπα είναι τα κείμενα των βυζαντινών χρονογράφων, άπειρα των κατακτήσεων του ατόμου, του νεωτερικού ανθρώπου; Σε τούτο το σημείο όμως είναι, που οι εξαιρέσεις ορίζουν τον βυζαντινό κανόνα. Είναι ας πούμε ο Σκυλίτζης, που τα βάζει με τους χρονογράφους της εποχής του, γιατί λέει ο καθένας έγραψε το δικό του έργο, άλλος όμως για να επαινέσει κάποιον αυτοκράτορα, άλλος για να κατηγορήσει κάποιον πατριάρχη κι άλλος, πάλι, για να πλέξει το εγκώμιο κάποιου φίλου του. Καθένας τους εκπλήρωσε το σκοπό του δίνοντάς του τη μορφή ιστορικού έργου (…) γεμίζοντας τους αναγνώστες ζάλη και σύγχυση. Εξαιρεί ο Σκυλίτζης, τον Θεοφάνη τον Γραπτό και τον Γεώργιο Σύγκελο, γιατί αυτοί λέει συνόψισαν την ιστορία με γλώσσα που ενώ ήταν απλή και λιτή, όμως αγγίζει την ουσία των γεγονότων. Κι αυτός γράφει με την σειρά του την δική του Σύνοψη Ιστοριών γιατί πιστεύει πως το διάβασμα προκαλεί την υπενθύμιση και η υπενθύμιση με τη σειρά της τρέφει και μεγαλώνει τη μνήμη, ακολουθώντας τους ίδιους παραινετικούς του Φωτίου, ο οποίος με την σειρά του φαίνεται, πως συμβουλεύεται τον ισοκρατικό Δημόνικο και τον Νικοκλέα , βυθομετρώντας παρέα με τον Κατακαλώνα Κεκαυμένο τα πιθάρια της Ιστορίας.
Verbatim αξιοποιούν το χρονογραφικό πρότυπο του Σκυλίτζη ή αντλούν από τους κόπους του ο Κεδρηνός κι ο Βρυέννιος, ο Ζωναράς κι ο Μανασσής, ο Γλυκάς, ο Εφραίμ κι ο Γαζής, για να προσθέσουν, να σημειώσουν, να παραλλάξουν, να υπογραμμίσουν, να καταθέσουν την προσωπική τους εκδοχή, που τους κάνει ωστόσο να ξεμυτίζουν στο ιστορικό προσκήνιο, ως νέα πρότυπα, γι΄αυτούς που έρχονται να προσθέσουν μία γραμμή μες τις στιβάδες κατανόησης και πείρας ιστορικής, που όπως λέει σε μία παρέκβαση της Ιστορίας του Λέων ο Διάκονος, δεν σκοπεύει σε τίποτε άλλο, παρά μονάχα στην αλήθεια. Το κατόρθωμά τους είναι πως θεωρούν το έργο τους όχι ως ένα ολοκληρωμένο ποίημα, αλλά ως μία ψηφίδα στο μωσαϊκό της Ιστορίας, που χωρά αυτούς και την εποχή τους, και που χωρίς το χρώμα και την αντοχή τους, θα΄ταν λειψό. Ερμηνεύουν την θέση τους- απλοϊκά ή και ανόητα πολλές φορές για εμάς- και ερμηνεύονται από την θέση τους. Την έλλειψη του πρωτοπρόσωπου εγώ την δικαιώνει η ίδια η Ιστορία, επειδή είναι οι ίδιοι χωρητικοί του λόγου και του τέλους της. Κι αυτή ακόμη η παράθεση γεγονότων το ένα απάνου στο άλλο, χωρίς μία στοιχειώδη κρίση, που΄ναι ανυπόφορο πράγμα για τον νεωτερικό άνθρωπο, γι΄αυτούς είναι προσδιοριστικό σημείο της πίστης τους, της οντολογικής αρμολογήσεως του είναι τους: οι πράξεις, οι λόγοι, τα ενθυμήματα, καρπίζουν στο περιβολάκι της Ιστορίας. Η κρίση τους που γυροφέρνει ακροποδητί ανάμεσα σε σφαγές, θριάμβους, στέψεις, ανοσιουργήματα κι ό,τι άλλο, βρίσκει το περιεχόμενό της στο φοβερό κριτήριο της Παρουσίας. Όσα δε λέγονται για την αλήθεια, τριγυρνούν ανάμεσα στις λέξεις τους, που σώζουν ακέραια τα γεγονότα και την ερμήνευσή τους.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο κείται και η κατάφαση στο παράδειγμα της πολλαπλής δυνατότητας αναγνώσεως προσώπων, αρμόζουσα ό,ποια δυναμική στην αρχή της επαναλήψεως, χωρίς τα χα΄ι΄ντεγκεριανά, τα αποδομικά ή ψυχοαναλυτικά της φορτία, αλλά ερχόμενη σε συνάντηση με τον άνθρωπο μες την απλότητα ενός προσώπου γυμνού, αφημένου στις επαγωγές των λυπηρών, κυκλωμένο από τις ζάλες του βίου, ιδωμένο στην αιχμή του πιο μύχιου υποστασιασμού του. Επειδή ακριβώς το μπουμπούκιασμα αυτού του υποστασιασμού διαγράφει κάρπισμα ανεπίγνωστο, γι΄αυτό κι ο χρονογράφος επιδίδεται σε μία παραλλαγή της ίδιας αυτής μορφής, των ίδιων αυτών γεγονότων. Ώστε να είναι δίκαιος και με τον εικονογραφούμενο, αλλά και με τον εαυτό του, ενορώντας την εξέλιξη της σχέσης των δύο, μέσα από τη συνεχή δυναμική της κατανόησης του προσώπου- του απέναντι και μπροστά μου. Η σπουδή του προσώπου και της Ιστορίας, η απεικόνιση της αλήθειας τους, χαρακτηριστικά τάξεως αυθεντικά καταστασιακής, καθιστούν ορατό το σημείο του εσωτερικού δεσμού μεταξύ αυτών και του τεχνίτη, έπειτα και του αναγνώστη. Στην ουσία και ο τεχνίτης ο ίδιος είναι αναγνώστης της Ιστορίας, όχι δουλικός μήτε αποστασιοποιημένος, μιας και το γεγονός της αναγνώσεως δεν αποκλείει αυτό της κρίσεως, όπου βίβλοι ανοίγονται, εκεί και πράξεις ελέγχονται και τα κρυπτά δημοσιεύονται. Η ερμηνευτική εξελίσσεται, όσο τραβά αυτή η σχέση. Αν πάλι αυτή η σχέση βρίσκει τόπο μέσα σε αποτρόπαιες στιγμές της Ιστορίας, αυτό δεν την κάνει καθόλου αποτρόπαιη, αλλά βαθειά αληθινή, παραστατική των μορφών και της κρίσεως του εαυτού, της ουσίας που συνιστά πρόσωπο και του προσώπου, που δείχνει την ουσία. Αυτή η παραστατικότητα του άγριου βυζαντινού ρεαλισμού, που κείται εντός των κόλπων της προφητείας και των ασίγαστων αινιγμάτων, που συμπαρίσταται των ιερών και των οσίων, που απαντάται μες τους βίους των αγίων της συμμορφώσεως και μη, οδηγεί κι αυτή στο ξέφωτο μιας ουσιαστικής προσωπικής κατανόησης, ενός ριζώματος στην Ιστορία που χρωστά το χώμα της στη γη της καταπαύσεως.
Για όλα τούτα, είναι ο Μανουήλ Χρυσάφης πρωτομάστορας στο είδος της χρονογραφίας. Κι είναι έτσι γιατί το ξέρει, πώς να κάμει τέχνη από το υλικό της Ιστορίας, βαστώντας τον ίδιο πάντοτε σκοπό της περιπλάνησης, κορφολογώντας απ΄τον πόνο που γίνεται μεράκι, απ΄το στένεμα που βγάζει στον Ουρανό των ουρανών μου. Ή όπως θα΄λεγε ο Σολωμός τοιουτοτρόπως από τη μικρότητα του τόπου, ο οποίος παλεύει με μεγάλες ενάντιες δύναμες, θέλει έβγουν οι Μεγάλες Ουσίες.
Αυτό που απομένει το λέμε Πέτρα της Υπομονής.
πηγή: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου