Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Το νομικό καθεστώς της μισθοδοσίας του ιερού εφημεριακού κλήρου


Του Χρήστου Μακρή* 


Πολλά λέγονται τελευταία αναφορικά με την νομική θέση των κληρικών ως δημόσιων υπαλλήλων αλλά και για την μισθοδοσία των ιερέων από την Πολιτεία. Και επειδή η γνώση....
της ιστορίας είναι ελευθερία, ας μάθουμε όλοι μας ότι η μισθοδοσία του κλήρου είναι μια ιδέα που ξεκίνησε από το 1833 αλλά ουσιαστικά εφαρμόστηκε το 1952 και αποτελεί την ελάχιστη υποχρέωση ανταπόδοσης του Κράτους έναντι της αυτοθυσίας του κλήρου αλλά και των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες έχει προβεί η Εκκλησία επανειλημμένα και κυρίως κατά την δεκαετία 1922-32. 
Μια και, λοιπόν, εις βάρος του ιερού κλήρου ως προς το ζήτημα της μισθοδοσίας του από το κράτος γράφονται κι ακούγονται πολλές αναλήθειες, με το παρόν άρθρο επιχειρείται, στο μέτρο του δυνατού, η αποκατάσταση της αλήθειας, από νομικής τουλάχιστον πλευράς.

Έχει ήδη κριθεί νομολογιακά (βλ. ΣτΕ 433/1999, 4.548/1995, 507/1983 κ.ά) ότι «διά των εφημερίων των ιερών ναών της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας ασκείται η κατά τους Ιερούς Κανόνες και τις Ιερές Παραδόσεις θεία λατρεία στην Εκκλησία αυτή υπό την εποπτεία και διοίκηση του επιχωρίου αρχιερέα και συνεπώς τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες των εν λόγω εφημερίων έχουν, κατά το κύριο αυτών περιεχόμενο, θρησκευτικό προεχόντως χαρακτήρα, είναι δε (οι εφημέριοι) κυρίως πνευματικοί και θρησκευτικοί λειτουργοί και δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν διοικητικοί υπάλληλοι επί των οποίων και μόνον έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ4078/1979)». Πληροφοριακά αξίζει να αναφερθεί ότι εφημέριοι, που διακρίνονται σε τακτικούς κι έκτακτους, καλούνται οι κληρικοί οι οποίοι φέρουν τον βαθμό του Πρεσβυτέρου και αναλαμβάνουν ιερατικά καθήκοντα σε ενοριακό Ναό, καταλαμβάνοντας κενή οργανική εφημεριακή θέση. 


Περαιτέρω, από το περιεχόμενο των διατάξεων των άρθρων 2,11,12,16, και 17 του Α.Ν. 536/1945 προκύπτει σαφώς ότι από της ενάρξεως της ισχύος του ανωτέρω νόμου την πληρωμή των αποδοχών του Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδας ανέλαβε ως δική του υποχρέωση το Δημόσιο. Οι εφημέριοι, όμως, όπως συνάγεται από τις μνημονευθείσες διατάξεις, δεν καθίστανται με τη ρύθμιση αυτή υπάλληλοι του Δημοσίου, αλλά αντιθέτως εξακολουθούν να συνδέονται με σχέση δημοσίου δικαίου με την Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.4 του Ν. 590/1977 "περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος", είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ο μισθός που χορηγείται από το Δημόσιο στους εφημέριους κατ’ επανάληψη έχει κριθεί νομολογιακά ότι «παρέχεται για χάρη του συμφέροντός τους και της Εκκλησίας της Ελλάδος , αποσκοπεί δε στην αντιμετώπιση των βιοτικών και κοινωνικών αναγκών που είναι αντίστοιχες με τη θέση των εφημερίων και δεν αποτελεί αντιπαροχή έναντι εκτελέσεως από αυτούς, ως θρησκευτικών λειτουργών, των ιερατικών καθηκόντων τους» (βλ. ΑΠ 248/1995, 944/1983 κλπ.).


Συν τοις άλλοις, με την από 18-9-1952 "Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων", η Εκκλησία της Ελλάδος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος το 80% της τότε καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της με αντάλλαγμα να λάβει κάποια αστικά ακίνητα και 45.000.000 δραχμές νέας (τότε) εκδόσεως. Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακήρυξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνασα περιουσία της. Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η "μισθοδοσία" των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό - του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980 - ως υποχρέωση του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32. Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλει οποιοδήποτε αντίτιμο - όπως προέβλεπε νόμος του 1932 - συμφωνήθηκε να μισθοδοτούνται επ' άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ' αυτού. Διευκρινίζεται ότι η μισθοδοσία του κλήρου καλύπτει μόνο τους ιερείς και όχι τους μοναχούς ή μοναχές. Καταρρίπτεται έτσι ο μύθος με τις αναφορές του σε "δημόσιους υπαλλήλους". (Για περισσότερα βλέπε Δαμιανού Στρουμπούλη, «Τι έδωσε η Εκκλησία στο Κράτος σε κτήματα από το 1833 ως το 1951», Καθημερινή, Κυριακή – Δευτέρα 12–13 Απριλίου 1987, σελίδα 4).


Καμία αμφιβολία, λοιπόν, δεν πρέπει να υπάρχει ως προς την υπηρεσιακή κατάσταση των Εφημερίων, οι οποίοι δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις των άρθρων 103 και 104 του Συντάγματος, που αφορούν στους δημοσίους υπαλλήλους, αλλά ούτε και στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα. Οι Εφημέριοι, αν και μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, δεν αποκτούν τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα, αλλά ούτε και την ιδιότητα υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ., παρά το ότι η Εκκλησία και τα νομικά της πρόσωπα είναι δημοσίου δικαίου.


Άμεση συνέπεια της κατά τα ανωτέρω διάκρισης του κλήρου από τους υπαλλήλους του ευρύτερου δημοσίου τομέα είναι: α) η δυνατότητα διορισμού κληρικών και ως εκπαιδευτικών, χωρίς να εμπίπτουν στην περί διπλοθεσίας απαγορευτική διάταξη του άρθρου 104 του Συντάγματος, β) η μη παραγραφή των αποδοχών τους μετά το πέρας διετίας, όπως ισχύει για τους δημοσίους υπαλλήλους, αλλά η υπαγωγή τους στη γενική πενταετή παραγραφή, γ) η μη δυνατότητα ασκήσεως υπαλληλικής προσφυγής για την επίλυση υπηρεσιακών τους θεμάτων, αλλά τo δικαίωμα ασκήσεως μόνο αιτήσεως ακυρώσεως σε πρώτο και τελευταίο βαθμό ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, δ) η ανάγκη εκδόσεως κοινής υπουργικής αποφάσεως των Υπουργών Παιδείας, Οικονομικών και Εσωτερικών για την επέκταση των μισθολογικών διατάξεων των δημοσίων υπαλλήλων και στους Εφημερίους κ.λπ. (Για όλα τα ανωτέρω βλ. την εξαιρετική μελέτη του Διδάκτορος Νομικής π. Βασιλείου Τρομπούκη με τίτλο «Η περιφερειακή οργάνωση της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ι. Μητροπόλεις-Ενορίες»).


Το μόνο που απομένει να αναφερθεί είναι ότι τα στοιχεία υπάρχουν και είναι δεκτικά έρευνας από κάθε ενδιαφερόμενο. Χρειάζεται, όμως, και καλή πίστη, διότι για τους κακοπροαίρετους πάντα θα ισχύει το ρητό «Ου με πείσεις καν με πείσης»…



*Δικηγόρου Σερρών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Εμπορικό Δίκαιο (Α.Π.Θ.) και στο Διοικητικό Δίκαιο (Δ.Π.Θ.).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Free Blog Counter