Του Βασίλη Γεώργα
Το πρώτο ηχηρό μήνυμα της Κυβέρνησης προς τα μεγάλα σούπερ μάρκετ και το οργανωμένο λιανεμπόριο, ότι μαζί με τα λεφτά των Ελλήνων καταναλωτών τελειώνει και η πολυετής περίοδος ανοχής των υψηλών τιμών, των καρτέλ και του αθέμιτου ανταγωνισμού, αποτελεί η περίπτωση της Lidl που από χθες «βγήκε στη σέντρα» με την αιτιολογία ότι πουλά στην Ελλάδα τα προϊόντα της ακριβότερα έως και 50-70% σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Το γεγονός ότι η ανακοίνωση από τον αρμόδιο για το εμπόριο, αναπληρωτή υπουργό Ανάπτυξης Σωκράτη Ξυνίδη και η γνωστοποίηση του θέματος προς έλεγχο στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και στον Εισαγγελέα, έγινε
εν μέσω προεκλογικής περιόδου και ενώ τα στοιχεία ήταν γνωστά εδώ και περίπου ένα μήνα, αποδυναμώνει ίσως τις πιθανότητες η έρευνα για την υπόθεση αυτή να προχωρήσει σε βάθος.Το γεγονός ότι η ανακοίνωση από τον αρμόδιο για το εμπόριο, αναπληρωτή υπουργό Ανάπτυξης Σωκράτη Ξυνίδη και η γνωστοποίηση του θέματος προς έλεγχο στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και στον Εισαγγελέα, έγινε
Εντούτοις ακόμη και ως πολιτικός λεονταρισμός δεν παύει να λειτουργεί ως μοχλός πίεσης μετά από καιρό προς τους μεγάλους λιανέμπορους και τη βιομηχανία, ώστε να προσαρμοστούν στις συνθήκες εσωτερικής υποτίμησης που επικρατούν και να χαμηλώσουν τις τιμές και τα περιθώρια κέρδους.
Οι στρεβλώσεις στην εγχώρια αγορά του οργανωμένου λιανεμπορίου έχουν καταδειχθεί ήδη το τελευταίο διάστημα από το υπουργείο Ανάπτυξης με παράλληλες έρευνες στις οποίες διαπιστώνεται ότι οι Έλληνες καταναλωτές είναι εγκλωβισμένοι σε μια αγορά όπου δεν λειτουργούν οι κανόνες του ανταγωνισμού.
Από τη μια οι τιμές των προϊόντων είναι παρόμοιες στα ράφια όλων των ελληνικών σούπερ μάρκετ, και από την άλλη είναι σημαντικά ακριβότερες –όχι πάντα δικαιολογημένα– σε σχέση με εκείνες που συναντά κανείς για τα ίδια προϊόντα σε αλυσίδες σούπερ μάρκετ της υπόλοιπης Ευρώπης. Τελευταίο παράδειγμα είναι η υπόθεση με τις πωλήσεις συσκευασμένου ρυζιού σε υψηλή ενιαία τιμή από τις τρεις μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ (Carrefour, ΑΒ Βασιλόπουλος, Βερόπουλος) για την οποία ελέγχεται το ενδεχόμενο πρo συνεννόησης.
Την περίπτωση της εκπτωτικής αλυσίδας Lidl που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στη χώρα μας με 220 καταστήματα, 4.500 εργαζόμενους και εκτιμώμενο τζίρο κοντά στα 1,7 δισ. ευρώ εκτιμάται ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες.
Αυτό το διάστημα η υπηρεσία εποπτείας της αγοράς στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου διεξάγει ελέγχους σε όλες τις μεγάλες αλυσίδες του λιανεμπορίου, ενώ διατηρεί ανοικτούς συνολικά δέκα φακέλους με στοιχεία ενδοομιλικών συναλλαγών μεγάλων ξένων πολυεθνικών.
Σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις που οι έλεγχοι έχουν προχωρήσει, ελεγχόμενες εταιρείες συγκαταλέγονται στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ της ελληνικής αγοράς.
Μέτωπο με τους λιανέμπορους έχει ανοίξει και η Επιτροπή Ανταγωνισμού που τώρα καλείται να εξειδικεύσει τους ελέγχους της για παραβίαση του ανταγωνισμού, πέραν των παραδοσιακών σούπερ μάρκετ, τόσο στους hard discounters όσο και στην κατηγορία των Cash & Carry αλυσίδων.
Η Lidl, που κάθε φορά που απορροφούσε τις αυξήσεις του ΦΠΑ, συνήθιζε να λέει ότι «κατέχει δεσπόζουσα θέση στη συνείδηση των καταναλωτών» λόγω των φτηνών τιμών της, κινδυνεύει τώρα να κατηγορηθεί για κατάχρηση της δεσπόζουσας θέση της ως μοναδική εναπομείνασα στην Ελλάδα εκπτωτική αλυσίδα μετά την αποχώρηση των Aldi και Plus, και την απορρόφηση της Dia.
Στο πρόσφατο παρελθόν η εταιρεία είχε «στοχοποιηθεί» και για θέματα ποιότητας και υγιεινής των προϊόντων της (e coli, αποσύρσεις από τον ΕΦΕΤ, κ.ά.) ενώ έχει τιμωρηθεί με πρόστιμο από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή και για παραπλανητικές διαφημίσεις αναφορικά με τις τιμές.
Παρότι η ίδια υποστηρίζει ότι οι διαφορές στην τιμολογιακή πολιτική που ακολουθεί για τα αποκλειστικά της προϊόντα στην Ελλάδα, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οφείλεται κυρίως στα υψηλότερα κόστη μεταφοράς, διακίνησης και συντήρησης των προϊόντων στη χώρα μας, εντούτοις στην απαντητική της επιστολή προς το υπουργείο Ανάπτυξης, παραδέχεται εμμέσως πλην σαφώς ότι πουλά ακριβότερα επειδή δεν υπάρχει άλλος ανταγωνιστής της στην Ελλάδα.
Ωστόσο, το επιχείρημα του υψηλότερου κόστους δεν φαίνεται να ισχύει, για τα επώνυμα προϊόντα που εμπορεύεται, καθώς αυτά πωλούνται στην Ελλάδα φτηνότερα σε σχέση με χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία.
Η εταιρεία εμπορεύεται περίπου 2.000 κωδικούς, εκ των οποίων οι 1.700 αντιστοιχούν σε δικά της προϊόντα που εισάγει κυρίως από τη Γερμανία, την Ιταλία κ.ά. Τα περιθώρια μεικτού κέρδους για τα εισαγόμενα προϊόντα της Lidl εκτιμάται ότι σε πολλούς κωδικούς αγγίζουν ακόμη και το 40% (έναντι 15-20% των επώνυμων) καθώς ο όμιλος πραγματοποιεί τις προμήθειές του σε κεντρικό επίπεδο για το σύνολο των θυγατρικών του, επιτυγχάνοντας σημαντικά μειωμένο κόστος.
Αν και η διάθεση των αποκλειστικών προϊόντων της, ακριβότερα συγκριτικά με το εξωτερικό, ήταν αυτή που συνέβαλε ώστε η μικρή αγορά της Ελλάδας να αναδειχθεί σε «ατμομηχανή» των κερδών του γερμανικού κολοσσού, εντούτοις σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παράνομη καθώς οι τιμές στην αγορά διαμορφώνονται ελεύθερα.
Εκτός και αν αποδειχθεί με συγκεκριμένα στοιχεία από την Επιτροπή Ανταγωνισμού ότι η εταιρεία εκμεταλλεύεται την δεσπόζουσα θέση της στην αγορά, στην οποία θα πρέπει να επισημανθεί ότι διαθέτει συγκριτικά πολύ χαμηλότερες τιμές από τα υπόλοιπα σούπερ μάρκετ και γι’ αυτό αναρριχήθηκε γρήγορα στην κορυφή της προτίμησης των καταναλωτών.
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου