Το δίλημμα που τέθηκε από τους δανειστές μας το Φεβρουάριο του 1898 στη χώρα, απλουστευτικά διατυπωμένο, ήταν «δάνειο με τους όρους των πιστωτών ή απώλεια της Θεσσαλίας;»
Εκείνες τις ώρες ο Στ. Στρέιτ, υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Ζαΐμη, καταθέτει το νομοσχέδιο για το Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο.
Σύμφωνα με τον κανονισμό πρέπει να ψηφιστεί σε τρεις αλλεπάλληλες αναγνώσεις, όπως και γίνεται στις 20 Φεβρουαρίου. Το πρώτο παράδοξο είναι ότι στην Αθήνα επικρατεί ζωηρή ανησυχία, φήμες οργιάζουν, συγκεντρώσεις γίνονται, δεήσεις αναπέμπονται από τις εκκλησίες και εκατοντάδες ψηφίσματα εκδίδονται. Όχι όμως για τον «Ελεγχο», αλλά για τη διάσωση του βασιλιά Γεωργίου Α' από δολοφονική απόπειρα εναντίον του, στις 14 Φεβρουαρίου.
Μερικοί υποστήριζαν, τότε και μετά, πως ήταν σκηνοθετημένη. Μια απόπειρα για ν' ανακτήσει τη λαϊκή συμπάθεια μετά την καταρράκωση του βασιλικού κύρους από την πανωλεθρία στον πόλεμο του 1897. Αυτό, όμως, δεν έχει τεκμηριωθεί. Το γεγονός πάντως παραμένει ότι εκείνες τις ιστορικές μέρες το ενδιαφέρον συγκέντρωναν οι δυο δράστες, που έριξαν με γκράδες στη βασιλική άμαξα.
Το δεύτερο παράδοξο είναι ότι η κατάθεση και η ψήφιση του νόμου δεν προκάλεσε τις συνηθισμένες αντεγκλήσεις στην αίθουσα συζητήσεων της Βουλής. Ούτε καν συζήτηση επί της ουσίας. Αν εξαιρεθούν ορισμένες δευτερεύουσες παρεμβάσεις και κάποιες ρητορικές κορόνες του Θ. Δηληγιάννη. Ο Κορδονάτος διέθετε ακόμη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, στήριζε την κυβέρνηση του ανιψιού του Ζαΐμη, που είχε διορίσει ο βασιλιάς και, τελικά, ψήφισε το νομοσχέδιο. Όπως άλλωστε και όλοι οι άλλοι παρόντες βουλευτές.
«Η Βουλή, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, παρουσίασεν ηρεμωτάτην όψιν. Όλα τα κόμματα συμφωνούν εις το να υποστηρίξουν την κυβέρνησιν...». Μέχρι να εκκενωθεί η Θεσσαλία από τα οθωνικά στρατεύματα και να συναφθεί το δάνειο, όπως πρόσθεταν οι γνώστες των πολιτικών παρασκηνίων. Χωρίς να πέφτουν έξω όπως γρήγορα θ' αποδειχθεί, όταν το Μάιο της ίδιας χρονιάς θα διευθετηθούν οι εκκρεμότητες.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι γι' αυτόν τον καθοριστικό, ούτως ή άλλως νόμο, στα πρακτικά της Βουλής δεν καταχωρείται να έχει γίνει ψηφοφορία!
Ο τραπεζίτης Στ. Στρέιτ, που είχε τοποθετηθεί υπουργός Οικονομικών ειδικά για την υλοποίηση της συνθήκης ειρήνης του 1897, περιορίστηκε σε εκκλήσεις για να ψηφιστεί ο νόμος. Περιέγραψε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπραγματεύτηκε με τους ξένους ομολογιούχους
. Προσπάθησε, όπως είπε, να περιοριστεί ο έλεγχος, να μειωθεί το ποσό των εσόδων που θα δεσμεύονταν για τοκοχρεολύσια και για την αποπληρωμή των παλιών χρεών. Να συμφωνηθούν όροι που να είναι συμβατοί με τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους. «Δεν κατέληξα εις καλόν, παραδέχτηκε, αλλά κατέληξα εις μη κακόν». Δεν επιχειρηματολόγησε υπέρ του «Ελέγχου», αλλά προειδοποίησε: «Βεβαίως η Βουλή είναι κυρίαρχος να δεχθή ή μη ολόκληρον ή οιονδήποτε αυτού μικρόν ή μέγα τμήμα.
Αλλά νομίζω καθήκον μου να ειδοποιήσω ότι, οιουδήποτε τούτων γενομένων, το αποτέλεσμα θα είναι μη γενόμενον δεκτόν υπό των εξ εκείνων κυβερνήσεων (Γερμανία, Αυστρο-ουγγαρία, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία και Ρωσία) το σχέδιον το συνταχθέν υπό των αντιπροσώπων (των δανειστών του ελληνικού δημοσίου) και του υπουργού του ανοχή της Ελληνικής Βουλής ενταλθέντος επί τούτω (εννοούσε την επικύρωση της συνθήκης ειρήνης τους προηγούμενους μήνες από όλους τους βουλευτές)». Το δίλημμα που έθετε με απλά λόγια ο Στρέιτ ήταν «Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος ή χάνουμε τη Θεσσαλία...».
Κάτω από τις συνθήκες αυτές το νομοσχέδιο περί του Ελέχου έγινε νόμος του κράτους. Άνευ αναπτύξεως ή ερμηνείας των άρθρων, άνευ ματαίων κοινοβουλευτικών συζητήσεων και κατεπειγόντως, όπως σημείωνε ο Τύπος. Σύμφωνος κι αυτός στο σύνολό του, αφού αυτό που προείχε ήταν «ταχυτέρα απόδοσις της ελευθερίας τριακοσίων χιλιάδων Ελλήνων οίτινες από ενός ήδη έτους στενάζουν υπό την πτέρναν του νικητού».
Στη σκιά της ήττας στον πόλεμο του 1897
Τέτοιες μέρες το 1898 η Βουλή ψήφιζε το νόμο για την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στη χώρα. Η εφαρμογή του ήταν από τα βασικά προαπαιτούμενα για να πάρει η Ελλάδα από τις Μεγάλες Δυνάμεις δάνειο ύψους 150 εκατ. χρυσών φράγκων. Μ' αυτό θα αποζημιωνόταν η Τουρκία για τον πόλεμο του 1897 και θα αποχωρούσε από τη Θεσσαλία. Θ' αποπληρωνόταν το ελληνικό εξωτερικό χρέος κι ένα μικρό μέρος θα κάλυπτε ελλείμματα του προϋπολογισμού.
Η ψήφισή του περιλαμβανόταν στους όρους της ελληνοτουρκικής συνθήκης ειρήνης (Σεπτέμβριος- Νοέμβριος του 1897). Σ' αυτή προβλεπόταν -κατά παράβαση κάθε διπλωματικής αρχής και διεθνούς πρακτικής- ότι «ο σχετικός διά την διευκόλυνσιν της ταχείας πληρωμής της αποζημιώσεως διακανονισμός (δηλ. η αποζημίωση των 95 εκατ. χρυσών φράγκων που καλούνταν η ηττημένη Ελλάδα να καταβάλει ως αποζημίωση στη νικήτρια Τουρκία), θέλει γίνει τη συναινέσει των Δυνάμεων. Κατά τρόπον μη θίγοντα κεκτημένα δικαιώματα των παλαιών δανειστών της Ελλάδος, κατόχων ομολογιών του ελληνικού δημοσίου χρέους».
Για το σκοπό αυτό επιβαλλόταν ο «Έλεγχος». Αν η συγκεκριμένη αποστροφή δεν είχε θέση σε μια συνθήκη ειρήνης η συνέχεια του άρθρου αποτελούσε μνημείο κυνισμού και ταπείνωσης για την Ελλάδα και το λαό της: «Η ελληνική κυβέρνησις θέλει επιτύχει την ψήφισιν νόμου, εγκριθέντος προηγουμένως υπό των Δυνάμεων κανονίζοντος την λειτουργίαν της Επιτροπής και δυνάμει του οποίου η είσπραξις και διάθεσις προσόδων επαρκών διά την υπηρεσίαν του Δανείου της πολεμικής αποζημιώσεως και των άλλων εθνικών χρεών θα τεθή υπό τον απόλυτον έλεγχον της Επιτροπής».
Ετσι, η ελληνική Βουλή υποχρεωνόταν να επικυρώσει νόμο, που περιόριζε την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία, χωρίς να μπορεί ν' αρνηθεί ούτε να τροποποιήσει.
Αμέσως μετά τη συνθήκη άρχισαν συνεννοήσεις μεταξύ των ξένων δανειστών και της ελληνικής κυβέρνησης για την εκπλήρωση του όρου. Στις αρχές του 1898 είχαν διευθετηθεί και οι λεπτομέρειες.
Μια ιστορική διαφοροποίηση του βουλευτή Γ. Φιλάρετου
«Εξ οικτράς ανάγκης», όπως σημειωνόταν τότε ψήφισε η Βουλή το νόμο για το ΔΟΕ στις 19- 20 Φεβρουαρίου του 1898 (ν. ΒΦΙΘ).
Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε ο δημοκράτης βουλευτής Βόλου Γ. Φιλάρετος. Αν και ψήφισε το νομοσχέδιο διάβασε και κατέθεσε στα πρακτικά της Βουλής, για τις επόμενες γενιές, μια ιστορική δήλωση. Είναι και το μοναδικό στο είδος του ντοκουμέντο για το Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο.
« Η διαταγή των εξι Δυνάμεων, ίνα και προ πάσης ψηφίσεως και κυρώσεως καταστώσιν εκτελεσταί αποφάσεις αυτών, δι' ων προηγούμεναι συνθήκαι αναιρούνται μονομερώς και αυτός ο θεμελιώδης ημών νόμος (το Σύνταγμα) εν πολλοίς καταργείται, καθιστά όλως τυπικόν και άσκοπον την τριπλήν περί του Διεθνούς Ελέγχου νομοσχεδίου ανάγνωσιν (όπως προβλεπόταν από τον κανονισμό της Βουλής) εν απολύτω αδυναμία διατελούντων των βουλευτών εις συζήτησιν ελευθέραν και ψηφοφορίαν εύορκον (αυτός που τηρεί τον όρκο του), αφού άλλως και αυτή η της Θεσσαλίας απολύτρωσις εξηρτήθη εκ της τυφλής υποταγής της νομοθετικής εξουσίας εις τα αμεταβλήτως από τις 6/18 Σεπτεμβρίου 1897 (υπογραφή συνθήκης ειρήνης) αποφασισθέντα. Μόνον ο πατριωτισμός των απανταχού Ελλήνων δύναται ν' αποτινάξη τον ζυγόν του ξενικού ελέγχου διά της αποδόσεως των οφειλομένων, η δ' έμφυτος προς την αληθή ελευθερίαν αγάπη του ελληνικού λαού να διασώση τα ερείπια των συνταγματικών θεσμών επί το ωφελιμότερον εν καιρώ τω δέοντι ρυθμιζομένη υπό Εθνοσυνελεύσεως»./Τ.Κατσιμάρδος.
«Η συρροή του κόσμου προμηνύεται εξαιρετική, διά τούτο η αστυνομία λαμβάνει εξαιρετικά μέτρα παρακωλύοντα τον συνωστισμόν εις το προαύλιον του κοινοβουλίου. Τα θεωρεία είναι κατάμεστα. Υπερπλήρες και το θεωρείον του διπλωματικού σώματος...».
Με τον τρόπον αυτό ο...συντάκτης της εφημερίδας «Καιροί» περιγράφει τα διαδραματιζόμενα κατά τις 19 Φεβρουαρίου του 1898 στη Βουλή. Άλλος συνάδελφός του από την εφημερίδα «Σκριπ» συμπληρώνει την εικόνα: «Εις την αίθουσαν της Βουλής προσήλθε ο αξιοσέβαστος αριθμός των 142 βουλευτών. Το ενδιαφέρον παρετηρείτο παντού και εις το προαύλιον και εις τους διαδρόμους και εις την
αίθουσαν και εις τα θεωρεία...».Εκείνες τις ώρες ο Στ. Στρέιτ, υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Ζαΐμη, καταθέτει το νομοσχέδιο για το Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο.
Σύμφωνα με τον κανονισμό πρέπει να ψηφιστεί σε τρεις αλλεπάλληλες αναγνώσεις, όπως και γίνεται στις 20 Φεβρουαρίου. Το πρώτο παράδοξο είναι ότι στην Αθήνα επικρατεί ζωηρή ανησυχία, φήμες οργιάζουν, συγκεντρώσεις γίνονται, δεήσεις αναπέμπονται από τις εκκλησίες και εκατοντάδες ψηφίσματα εκδίδονται. Όχι όμως για τον «Ελεγχο», αλλά για τη διάσωση του βασιλιά Γεωργίου Α' από δολοφονική απόπειρα εναντίον του, στις 14 Φεβρουαρίου.
Μερικοί υποστήριζαν, τότε και μετά, πως ήταν σκηνοθετημένη. Μια απόπειρα για ν' ανακτήσει τη λαϊκή συμπάθεια μετά την καταρράκωση του βασιλικού κύρους από την πανωλεθρία στον πόλεμο του 1897. Αυτό, όμως, δεν έχει τεκμηριωθεί. Το γεγονός πάντως παραμένει ότι εκείνες τις ιστορικές μέρες το ενδιαφέρον συγκέντρωναν οι δυο δράστες, που έριξαν με γκράδες στη βασιλική άμαξα.
Το δεύτερο παράδοξο είναι ότι η κατάθεση και η ψήφιση του νόμου δεν προκάλεσε τις συνηθισμένες αντεγκλήσεις στην αίθουσα συζητήσεων της Βουλής. Ούτε καν συζήτηση επί της ουσίας. Αν εξαιρεθούν ορισμένες δευτερεύουσες παρεμβάσεις και κάποιες ρητορικές κορόνες του Θ. Δηληγιάννη. Ο Κορδονάτος διέθετε ακόμη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, στήριζε την κυβέρνηση του ανιψιού του Ζαΐμη, που είχε διορίσει ο βασιλιάς και, τελικά, ψήφισε το νομοσχέδιο. Όπως άλλωστε και όλοι οι άλλοι παρόντες βουλευτές.
«Η Βουλή, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, παρουσίασεν ηρεμωτάτην όψιν. Όλα τα κόμματα συμφωνούν εις το να υποστηρίξουν την κυβέρνησιν...». Μέχρι να εκκενωθεί η Θεσσαλία από τα οθωνικά στρατεύματα και να συναφθεί το δάνειο, όπως πρόσθεταν οι γνώστες των πολιτικών παρασκηνίων. Χωρίς να πέφτουν έξω όπως γρήγορα θ' αποδειχθεί, όταν το Μάιο της ίδιας χρονιάς θα διευθετηθούν οι εκκρεμότητες.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι γι' αυτόν τον καθοριστικό, ούτως ή άλλως νόμο, στα πρακτικά της Βουλής δεν καταχωρείται να έχει γίνει ψηφοφορία!
Ο τραπεζίτης Στ. Στρέιτ, που είχε τοποθετηθεί υπουργός Οικονομικών ειδικά για την υλοποίηση της συνθήκης ειρήνης του 1897, περιορίστηκε σε εκκλήσεις για να ψηφιστεί ο νόμος. Περιέγραψε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπραγματεύτηκε με τους ξένους ομολογιούχους
. Προσπάθησε, όπως είπε, να περιοριστεί ο έλεγχος, να μειωθεί το ποσό των εσόδων που θα δεσμεύονταν για τοκοχρεολύσια και για την αποπληρωμή των παλιών χρεών. Να συμφωνηθούν όροι που να είναι συμβατοί με τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους. «Δεν κατέληξα εις καλόν, παραδέχτηκε, αλλά κατέληξα εις μη κακόν». Δεν επιχειρηματολόγησε υπέρ του «Ελέγχου», αλλά προειδοποίησε: «Βεβαίως η Βουλή είναι κυρίαρχος να δεχθή ή μη ολόκληρον ή οιονδήποτε αυτού μικρόν ή μέγα τμήμα.
Αλλά νομίζω καθήκον μου να ειδοποιήσω ότι, οιουδήποτε τούτων γενομένων, το αποτέλεσμα θα είναι μη γενόμενον δεκτόν υπό των εξ εκείνων κυβερνήσεων (Γερμανία, Αυστρο-ουγγαρία, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία και Ρωσία) το σχέδιον το συνταχθέν υπό των αντιπροσώπων (των δανειστών του ελληνικού δημοσίου) και του υπουργού του ανοχή της Ελληνικής Βουλής ενταλθέντος επί τούτω (εννοούσε την επικύρωση της συνθήκης ειρήνης τους προηγούμενους μήνες από όλους τους βουλευτές)». Το δίλημμα που έθετε με απλά λόγια ο Στρέιτ ήταν «Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος ή χάνουμε τη Θεσσαλία...».
Κάτω από τις συνθήκες αυτές το νομοσχέδιο περί του Ελέχου έγινε νόμος του κράτους. Άνευ αναπτύξεως ή ερμηνείας των άρθρων, άνευ ματαίων κοινοβουλευτικών συζητήσεων και κατεπειγόντως, όπως σημείωνε ο Τύπος. Σύμφωνος κι αυτός στο σύνολό του, αφού αυτό που προείχε ήταν «ταχυτέρα απόδοσις της ελευθερίας τριακοσίων χιλιάδων Ελλήνων οίτινες από ενός ήδη έτους στενάζουν υπό την πτέρναν του νικητού».
Στη σκιά της ήττας στον πόλεμο του 1897
Τέτοιες μέρες το 1898 η Βουλή ψήφιζε το νόμο για την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στη χώρα. Η εφαρμογή του ήταν από τα βασικά προαπαιτούμενα για να πάρει η Ελλάδα από τις Μεγάλες Δυνάμεις δάνειο ύψους 150 εκατ. χρυσών φράγκων. Μ' αυτό θα αποζημιωνόταν η Τουρκία για τον πόλεμο του 1897 και θα αποχωρούσε από τη Θεσσαλία. Θ' αποπληρωνόταν το ελληνικό εξωτερικό χρέος κι ένα μικρό μέρος θα κάλυπτε ελλείμματα του προϋπολογισμού.
Η ψήφισή του περιλαμβανόταν στους όρους της ελληνοτουρκικής συνθήκης ειρήνης (Σεπτέμβριος- Νοέμβριος του 1897). Σ' αυτή προβλεπόταν -κατά παράβαση κάθε διπλωματικής αρχής και διεθνούς πρακτικής- ότι «ο σχετικός διά την διευκόλυνσιν της ταχείας πληρωμής της αποζημιώσεως διακανονισμός (δηλ. η αποζημίωση των 95 εκατ. χρυσών φράγκων που καλούνταν η ηττημένη Ελλάδα να καταβάλει ως αποζημίωση στη νικήτρια Τουρκία), θέλει γίνει τη συναινέσει των Δυνάμεων. Κατά τρόπον μη θίγοντα κεκτημένα δικαιώματα των παλαιών δανειστών της Ελλάδος, κατόχων ομολογιών του ελληνικού δημοσίου χρέους».
Για το σκοπό αυτό επιβαλλόταν ο «Έλεγχος». Αν η συγκεκριμένη αποστροφή δεν είχε θέση σε μια συνθήκη ειρήνης η συνέχεια του άρθρου αποτελούσε μνημείο κυνισμού και ταπείνωσης για την Ελλάδα και το λαό της: «Η ελληνική κυβέρνησις θέλει επιτύχει την ψήφισιν νόμου, εγκριθέντος προηγουμένως υπό των Δυνάμεων κανονίζοντος την λειτουργίαν της Επιτροπής και δυνάμει του οποίου η είσπραξις και διάθεσις προσόδων επαρκών διά την υπηρεσίαν του Δανείου της πολεμικής αποζημιώσεως και των άλλων εθνικών χρεών θα τεθή υπό τον απόλυτον έλεγχον της Επιτροπής».
Ετσι, η ελληνική Βουλή υποχρεωνόταν να επικυρώσει νόμο, που περιόριζε την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία, χωρίς να μπορεί ν' αρνηθεί ούτε να τροποποιήσει.
Αμέσως μετά τη συνθήκη άρχισαν συνεννοήσεις μεταξύ των ξένων δανειστών και της ελληνικής κυβέρνησης για την εκπλήρωση του όρου. Στις αρχές του 1898 είχαν διευθετηθεί και οι λεπτομέρειες.
Μια ιστορική διαφοροποίηση του βουλευτή Γ. Φιλάρετου
«Εξ οικτράς ανάγκης», όπως σημειωνόταν τότε ψήφισε η Βουλή το νόμο για το ΔΟΕ στις 19- 20 Φεβρουαρίου του 1898 (ν. ΒΦΙΘ).
Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε ο δημοκράτης βουλευτής Βόλου Γ. Φιλάρετος. Αν και ψήφισε το νομοσχέδιο διάβασε και κατέθεσε στα πρακτικά της Βουλής, για τις επόμενες γενιές, μια ιστορική δήλωση. Είναι και το μοναδικό στο είδος του ντοκουμέντο για το Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο.
« Η διαταγή των εξι Δυνάμεων, ίνα και προ πάσης ψηφίσεως και κυρώσεως καταστώσιν εκτελεσταί αποφάσεις αυτών, δι' ων προηγούμεναι συνθήκαι αναιρούνται μονομερώς και αυτός ο θεμελιώδης ημών νόμος (το Σύνταγμα) εν πολλοίς καταργείται, καθιστά όλως τυπικόν και άσκοπον την τριπλήν περί του Διεθνούς Ελέγχου νομοσχεδίου ανάγνωσιν (όπως προβλεπόταν από τον κανονισμό της Βουλής) εν απολύτω αδυναμία διατελούντων των βουλευτών εις συζήτησιν ελευθέραν και ψηφοφορίαν εύορκον (αυτός που τηρεί τον όρκο του), αφού άλλως και αυτή η της Θεσσαλίας απολύτρωσις εξηρτήθη εκ της τυφλής υποταγής της νομοθετικής εξουσίας εις τα αμεταβλήτως από τις 6/18 Σεπτεμβρίου 1897 (υπογραφή συνθήκης ειρήνης) αποφασισθέντα. Μόνον ο πατριωτισμός των απανταχού Ελλήνων δύναται ν' αποτινάξη τον ζυγόν του ξενικού ελέγχου διά της αποδόσεως των οφειλομένων, η δ' έμφυτος προς την αληθή ελευθερίαν αγάπη του ελληνικού λαού να διασώση τα ερείπια των συνταγματικών θεσμών επί το ωφελιμότερον εν καιρώ τω δέοντι ρυθμιζομένη υπό Εθνοσυνελεύσεως»./Τ.Κατσιμάρδος.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ: http://greece-salonika.blogspot.com/2012/02/114-1898.html#ixzz1nb1vcui7
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου