ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑ ΕΜΠΟΡΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΟΥ ΣΤΑΛΘΗΚΕ ΣΤΑ ΤΑΓΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Της Μαίρης Αδαμοπούλου
Πέμπτη, 4 Φεβρουαρίου 1943: «Φοβερό κρύο। Με περισσότερους από 35 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Δουλέψαμε μέσα στο ρυάκι. Δεν υπάρχουν φτυάρια, κασμάδες».
Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 1943: «Καθαρίσαμε πατάτες και κρομμύδια. Οι παγωμένες πατάτες ματώνουν τα χέρια όπως όταν πιάνεις πάγο. Μισοψημένο, μισοάψητο, το φάγαμε το φαγητό».
Λέξεις γραμμένες βιαστικά. Αλλες στα ελληνικά, άλλες στα τουρκικά, άλλες στα καραμανλίδικα (τουρκικά με ελληνικούς χαρακτήρες) στριμωγμένες στις σελίδες ενός μικρού χαρτόδετου ημερολογίου, που έμεινε για έναν ολόκληρο χρόνο καταχωνιασμένο στην τσέπη του Κωνσταντίνου Κιουρκτσόγλου.
Αλευρέμπορος ο Κωνσταντίνος Κιουρκτσόγλου είχε επεκτείνει τις δουλειές του και στο εμπόριο ξηρών καρπών. Διατηρούσε δικό του κατάστημα στην εμπορική στοά Αμπίντ Χαν, στον Γαλατά, στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης. Ο αστός επιχειρηματίας όμως μέσα σε λίγες μόνο ημέρες βρέθηκε χωρίς σπίτι και μαγαζί να ξεχιονίζει δρόμους στα βάθη της Ανατολίας σε θερμοκρασία 35 υπό το μηδέν.
Το αμάρτημά του δεν ήταν ούτε φόνος ούτε κακοδιαχείριση και κατάχρηση. Ηταν η ελληνική καταγωγή του, η χριστιανική θρησκεία του και το γεγονός ότι ήταν ένας από τους πολλούς μειονοτικούς που κρατούσαν στα χέρια τους την εμπορική ζωή της Τουρκίας.
Αμαρτήματα αρκετά για να οδηγήσουν την κυβέρνηση Ινονού τον Νοέμβριο του 1942 να επιβάλει κεφαλικό φόρο (το βαρλίκι) σε περισσότερους από 1.800 χριστιανούς (Ελληνες και Αρμενίους) και σε Εβραίους επιχειρηματίες της Κωνσταντινούπολης. Οσοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν στέλνονταν στα τάγματα εργασίας στο Ερζουρούμ και το Ασκαλε.
«Πρόκειται για ένα μοναδικό ντοκουμέντο που καλύπτει και τους δώδεκα μήνες που οι άνθρωποι αυτοί ταλαιπωρήθηκαν και για πρώτη φορά στην Ιστορία δίνονται οι πραγματικές διαστάσεις αυτής της οδυνηρής εμπειρίας», εξηγεί στα «ΝΕΑ» η γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη γενική γραμματέας του Ελληνικού Ιδρύματος Ιστορικών Μελετών, ιστορικός, δρ Ειρήνη Σαρίογλου, που βρήκε τυχαία το πολύτιμο ημερολόγιο, ενώ προσπαθούσε να συλλέξει μαρτυρίες για την συγκεκριμένη περίοδο.
Καθοριστική αποδείχθηκε η συνάντησή της με τον 85χρονο σήμερα γιο του Κωνσταντίνου Κιουρκστόγλου, Νικόλαο, ο οποίος είχε κρατήσει το ημερολόγιο του πατέρα του από τις δύσκολες εκείνες ημέρες. Κι εκείνη αποφάσισε να το διασώσει όχι μόνο μέσω μιας έκδοσης υπό τον τίτλο «Στην εξορία, Ερζουρούμ/Ασκαλε», αλλά και μέσω του ομότιτλου ντοκιμαντέρ (σε σκηνοθεσία Καλλιόπης Λεγάκη και μουσική Ελένης Καραΐνδρου) το οποίο διακρίθηκε τόσο στο Φεστιβάλ Δράμας όσο και στον «Αγώνα», τη διεθνή συνάντηση αρχαιολογικών ταινιών.
Για να εξοφληθεί ο φόρος των μη μουσουλμάνων πολιτών πρώτα κατασχέθηκε η κινητή και ακίνητη περιουσία τους από το τουρκικό κράτος που πουλήθηκε σε ανοιχτές δημοπρασίες. «Πέταξαν κάτω αρρώστους για να κατάσχουν τα κρεβάτια τους κι οι εξόριστοι έφθασαν σε τέτοια εξαθλίωση που περπατούσαν πάνω στα καρφιά των αρβύλων τους», δίνει τη δική του μαρτυρία ο εκδότης - συγγραφέας Ανδρέας Λαμπίκης στο ντοκιμαντέρ
«Δεν έχεις να πληρώσεις; Στα τάγματα εργασίας!»
Χρωστούσες τον φόρο περιουσίας και δεν μπορούσες να τον εξοφλήσεις, ακόμη κι αν ξεπουλούσες όλη την περιουσία σου; Επαιρνες τον δρόμο για τα βάθη της Ανατολίας, για να ξεπληρώσεις δουλεύοντας σε απάνθρωπες συνθήκες. Μια έρευνα φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο εξοβελίστηκαν η ελληνική, η αρμενική και η εβραϊκή αστική τάξη της Πόλης το 1943
Απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, αδικίες, καταναγκαστικές πορείες, θάνατος, πρόχειροι ενταφιασμοί... Είναι μερικά μόνο από τα γεγονότα που καταγράφει με απόγνωση ο Κωνσταντίνος Κιουρκτσόγλου στις σελίδες του ημερολογίου του.
«Πήγαμε και πλυθήκαμε στο προσωρινό χαμάμ που έφτιαξε ο Αγκόπ στους πρόποδες του Κοπ. Το σώμα μας - για πρώτη φορά, ύστερα από επτά μήνες - ερχόταν σε επαφή με το νερό» γράφει στις 29 Ιουνίου του 1943. Λίγες ημέρες ενωρίτερα δε, στις 25 Ιουνίου, δεν κρύβει την πικρία του και σημειώνει: «Στις εφημερίδες που ήρθαν σήμερα, ο Χουσεΐν Τζαχίτ γράφει πως "οι μειονοτικοί εξορίστηκαν λόγω έλλειψης χρημάτων, όμως οι οικογένειές τους ζουν σαν μεγιστάνες στα νησιά και τα κέντρα διασκέδασης". Είθε κι εκείνοι να πάθουν χειρότερα από μας, τότε μόνο θα καταλάβουν». Ποιες ήταν οι αιτίες όμως που επέβαλαν τον σκληρό αυτό φόρο στους μειονοτικούς πληθυσμούς; «Η ανάγκη για εκτουρκισμό της οικονομίας» εξηγεί στο ντοκιμαντέρ - στο οποίο παρουσιάζονται δημοσιεύματα του τουρκικού και ελληνικού Τύπου σχετικά με το θέμα - ο διακεκριμένος τούρκος ιστορικός Ριφάτ Μπαλί.
Με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την επίδραση των Ναζί, το αντιμειονοτικό συναίσθημα που καλλιεργείται στην Τουρκία κορυφώνεται. Το 1941 αρχίζει η επιστράτευση των «20 ηλικιών». Οι μη μουσουλμάνοι άνδρες μεταξύ 25-45 ετών αποστέλλονται στα βάθη της Μικράς Ασίας σε ειδικά στρατόπεδα εργασίας, όπου εργάζονται κάτω από σκληρές συνθήκες για την κατασκευή δημόσιων έργων. Λίγα χρόνια ενωρίτερα - το 1934 - με νόμο όλοι οι πολίτες της χώρας υποχρεούνται να αποκτήσουν τουρκόφωνα επίθετα και επιβάλλεται η αποκλειστική χρήση της τουρκικής γλώσσας στον δημόσιο βίο. «Η επιδείνωση της οικονομικής κρίσης και η άνοδος του ναζισμού οδηγούν κυβέρνηση και Τύπο να υιοθετήσουν μια πιο επιθετική στάση απέναντι στις μειονότητες, απόρροια της οποίας είναι ο ληστρικός αυτός φόρος» επισημαίνει η ιστορικός Ειρήνη Σαρίογλου. «Αρχικός στόχος ήταν ο περιορισμός των ελλειμμάτων και η μείωση του υψηλού πληθωρισμού. Ωστόσο λίγο πριν από την ψήφιση του νόμου η κυβέρνηση διεξάγει εμπιστευτική έρευνα σχετικά με την επιχειρηματική δραστηριότητα των μειονοτικών, με απώτερο σκοπό την ολοκληρωτική εξαφάνισή τους από την αγορά. Ετσι ο νόμος φόρου περιουσίας εφαρμόζεται με κραυγαλέα μεροληπτικότητα και υπερβολή εις βάρος του μη μουσουλμανικού στοιχείου. Ετσι οι μουσουλμάνοι τούρκοι πολίτες κατέβαλαν συμβολικό φόρο, την ώρα που οι μειονοτικοί φορολογήθηκαν έως και δέκα φορές παραπάνω από τους αμιγώς τουρκικής - μουσουλμανικής καταγωγής».
«Ο στόχος δεν επιτυγχάνεται. Δεν δημιουργήθηκε τελικά μουσουλμανική αστική τάξη» εκτιμά ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά Αγιάν Ακτάρ ο οποίος παραδέχεται πως το βαρλίκι ήταν μια κίνηση εθνικιστική «που προκάλεσε αρρωστημένες καταστάσεις». Αντίθετη γνώμη όμως εκφράζει η Ειρήνη Σαρίογλου που υποστηρίζει «πως οι Τούρκοι αγόραζαν ολόκληρες εμπορικές στοές σε εξευτελιστικές τιμές. Η οικογένεια Κοτς (σ.σ.: μία από τις πλουσιότερες της Τουρκίας) απέκτησε μεγάλη περιουσία εκείνη την περίοδο».
Η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει τον Σεπτέμβριο του 1943 όταν ο ανταποκριτής των «New York Times» στην Τουρκία δημοσιεύει μια σειρά άρθρων για τα εργατικά τάγματα. Η διεθνής εικόνα της χώρας αμαυρώνεται. Τον Δεκέμβριο του 1943 επιτρέπεται στους εξόριστους να επιστρέψουν στις εστίες τους - ύστερα από έναν χρόνο κακουχιών - και ο νόμος καταργείται τον Μάρτιο του 1944.
Ωστόσο τουλάχιστον 21 άτομα εικάζεται πως πέθαναν στην εξορία, γεγονός όχι απίθανο αν σκεφτεί κάποιος όσα γράφει ο Κωνσταντίνος Κιουρκτσόγλου στις 13 Αυγούστου: «Καθώς δουλεύαμε, οι επικεφαλής μας για παραπάνω τυραννία διέταξαν την αποστολή της Ερζουρούμ να πάει για ανεφοδιασμό τροφίμων. Πήγαινε έλα πέντε ώρες. Πήγαν υπό την επιτήρηση των δεκανέων με τα καμουτσίκια».
Ο νόμος άλλωστε όριζε να μην αποστέλλονται στην εξορία οι άρρωστοι και οι άνω των 55 ετών υπόχρεοι, εντούτοις εκτοπίστηκαν πολλοί από αυτούς χωρίς να είναι γνωστό έαν και πότε θα επέστρεφαν στα σπίτια τους.
Ο Κ. Κιουκτσόγλου (καθιστός) με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη
συνεχίζεται
«Εχω χάσει τα πάντα»
Απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, αδικίες, καταναγκαστικές πορείες, θάνατος, πρόχειροι ενταφιασμοί... Είναι μερικά μόνο από τα γεγονότα που καταγράφει με απόγνωση ο Κωνσταντίνος Κιουρκτσόγλου στις σελίδες του ημερολογίου του.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 1943 συγκεντρώθηκαν από φόρους 315 εκατ. τουρκικές λίρες εκ των οποίων οι 285 ήταν οι εισφορές των μειονοτήτων. Η ελληνική αποτελούσε το 0,5% του πληθυσμού και κατέβαλε πάνω από 80 εκατ. - ήτοι το 20% του συνολικού φόρου.
«Δυστυχώς στην Πόλη δεν ήξερες ποτέ τι σε περίμενε. Ζούσαμε σε μια ευημερούσα ανασφάλεια. Ο πατέρας μου άρχισε να ορθοποδεί το 1948 και αυτό με δανεικά», λέει ο γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης.
Ο Κωνσταντίνος Κιουρκτσόγλου στις 30 Δεκεμβρίου 1943 και αφού έχει επιστρέψει στην Πόλη γράφει στην τελευταία σελίδα του ημερολογίου του: «Εχω χάσει τα πάντα. Ετσι τελειώνει ο παλιός ο χρόνος. Πώς θα αρχίσει ο νέος δεν το το ξέρω...».
πηγή
http://trelogiannis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου