Α΄Το πρότυπο της προσφυγής
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ
(στοιχεία προσφεύγοντος)..........................
ΚΑΤΑ
1. Του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ....................
2. Του υπ’αριθμ. ................. εκκαθαριστικού σημειώματος εισφορών και τέλους επιτηδεύματος ν.3986/2011
Με το προσβαλλόμενο εκκαθαριστικό σημείωμα επιβλήθηκε στον πρώτο εξ’ημών (υπόχρεο) υποχρέωση καταβολής τέλους....
επιτηδεύματος του άρθρου 31 ν.3986/2011 ύψους 300,00 ευρώ και ειδική εισφορά αλληλεγγύης φυσικών προσώπων άρθρου 29 ν.3986/2011 ύψους ..............ευρώ, στη δε δεύτερη εξ’ημών (σύζυγο) υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος του άρθρου 31 ν.3986/2011 ύψους 300,00 ευρώ και ειδική εισφορά αλληλεγγύης φυσικών προσώπων άρθρου 29 ν.3986/2011 ύψους ..............ευρώ.
Οι φόροι αυτοί είναι παράνομοι και αντισυνταγματικοί για τους κάτωθι λόγους
Α. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΟΣ
Η ως άνω φορολογική επιβάρυνση ναι μεν καθορίζεται νομοθετικά ως «τέλος», όμως στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για ανταποδοτικό τέλος αλλά για φόρο, καθώς η καταβολή του ούτε τελεί σε σχέση αντιστοιχίας έναντι ειδικώς παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας ούτε συνδέεται με την παροχή ειδικών ωφελειών στους υπόχρεους. Η αδειοδότηση και η πιστοποίηση
του επιτηδευματία ή του ελεύθερου επαγγελματία πραγματοποιείται σε πρώιμο στάδιο, ήτοι αυτό της έναρξης της δραστηριότητάς του, από εξουσιοδοτημένους προς τούτο φορείς, καταβάλλοντας, αντιστοίχως, τέλη, δικαιώματα, εισφορές ή παράβολα. Ως εκ τούτου, ουδόλως δικαιολογείται η ετήσια καταβολή «τέλους επιτηδεύματος» ως όρος της άσκησης του επιτηδεύματος ή του επαγγέλματος, ενώ συνάγεται πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το «τέλος επιτηδεύματος», παρά την καταχρηστική του ονομασία, αποτελεί γνήσια φορολογική επιβάρυνση, η οποία πρέπει να κριθεί υπό τους όρους των διατάξεων των άρθρων 78 παρ. 1 και 4, 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος.
του επιτηδευματία ή του ελεύθερου επαγγελματία πραγματοποιείται σε πρώιμο στάδιο, ήτοι αυτό της έναρξης της δραστηριότητάς του, από εξουσιοδοτημένους προς τούτο φορείς, καταβάλλοντας, αντιστοίχως, τέλη, δικαιώματα, εισφορές ή παράβολα. Ως εκ τούτου, ουδόλως δικαιολογείται η ετήσια καταβολή «τέλους επιτηδεύματος» ως όρος της άσκησης του επιτηδεύματος ή του επαγγέλματος, ενώ συνάγεται πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το «τέλος επιτηδεύματος», παρά την καταχρηστική του ονομασία, αποτελεί γνήσια φορολογική επιβάρυνση, η οποία πρέπει να κριθεί υπό τους όρους των διατάξεων των άρθρων 78 παρ. 1 και 4, 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος.
Στη διάταξη του άρθρου 78 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «[κ]ανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος». Εν προκειμένω, ωστόσο, το «τέλος επιτηδεύματος» δεν αφορά σε αντικείμενο, το οποίο περιλαμβάνεται στα περιοριστικώς αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 78 παρ. 1 του Συντάγματος στοιχεία (βλ. και ΣτΕ 693/2011). Αντιθέτως, μοναδικό κριτήριο της επιβολής του αποτελεί μια ιδιότητα, αυτή του επιτηδευματία ή του ελευθέρου επαγγελματία, χωρίς να συνδέεται με το εισόδημα, την περιουσία, τις δαπάνες ή τις συναλλαγές των προσώπων τα οποία φέρουν την ανωτέρω ιδιότητα. Όμως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, επέρχεται ανεπίτρεπτη συνταγματικώς ταύτιση υποκειμένου και αντικειμένου του φόρου (επιβολή απαγορευμένου κεφαλικού φόρου), καθώς μόνη η διαπίστωση της ιδιότητας αυτής αρκεί, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο φορολογητέο αντικείμενο, για τον καταλογισμό του φορολογικού βάρους με πάγιο ύψος.
Επιπλέον, στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι «[ο]ι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται συνταγματικώς η αρχή της φορολογικής ισότητας, με την έννοια της καθολικότητας της φορολογικής υποχρέωσης και της φορολογίας με βάση τη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών. Εν προκειμένω, ωστόσο, επιβάλλεται μια φορολογική επιβάρυνση στο σύνολο των επιτηδευματιών και ελεύθερων επαγγελματιών, χωρίς περαιτέρω διακρίσεις, υπαγορευόμενες από τη διαφορετική φοροδοτική τους ικανότητα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ουσιώδεις παράγοντες προσδιορισμού της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας των επιτηδευματιών, όπως είναι το ετήσιο εισόδημά τους, υπολογιζόμενο κατά τρόπο πραγματικό ή αντικειμενικό, και, εν γένει, οι ιδιαίτερες συνθήκες ή περιστάσεις, υπό τις οποίες ασκεί τη δραστηριότητά του έκαστος εξ αυτών.
Συνεπώς η επιβολή σε εμάς τέλους επιτηδεύματος δια του προσβαλλόμενου εκκαθαριστικού σημειώματος έρχεται σε ευθεία παραβίαση των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων και πρέπει να ακυρωθεί.
Β. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ ΕΙΣΦΟΡΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Όπως προαναφέρθηκε με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος καθιερώνεται η αρχή της φορολογικής ισότητας. Πλην όμως η διάταξη του άρθρου 29 ν.3986/2011 κατά παραβίαση της αρχής αυτής επιβάλλει την ειδική εισφορά αλληλεγγύης μόνο στα φυσικά πρόσωπα, ενώ τα νομικά πρόσωπα, τα οποία κατά τεκμήριο έχουν ασυγκρίτως μεγαλύτερα φοροδοτική ικανότητα, δεν υπάγονται στην άνω εισφορά, εξαιρούμενα οιασδήποτε συμμετοχής στο εκτάκτως επιβαλλόμενο φορολογικό βάρος, χωρίς σε καμία περίπτωση η εξαίρεση αυτή να δικαιολογείται από την εισηγητική έκθεση ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου και χωρίς μάλιστα να έχει επιβληθεί στα νομικά πρόσωπα αντίστοιχη έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης για το ίδιο οικονομικό έτος.
Περαιτέρω, σύμφωνα και με την εισηγητική έκθεση του νόμου 3986/2011 η επιβολή των μέτρων άμεσης εφαρμογής και απόδοσης είναι αναγκαία (παρότι άδικη) καθώς η φοροδιαφυγή δύσκολα συλλαμβάνεται (!!) . Με την εισφορά αυτή, όπως συνομολογείται από την ίδια την εισηγητική έκθεση του νόμου βαρύνονται περισσότερο οι συνεπείς φορολογούμενοι πολίτες και όχι όσοι εκ συστήματος φοροδιαφεύγουν. Με δεδομένο ότι ουδόλως έχουν λειτουργήσει μέτρα πάταξης της φοροδιαφυγής, οι σχετικοί μηχανισμοί ελέγχου έχουν αδρανοποιηθεί και η μεγάλη φοροδιαφυγή βρίσκεται επί της ουσίας στο απυρόβλητο (είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι βεβαιωμένοι φόροι δισεκατομμυρίων παραμένουν ανείσπρακτοι παρά τις κατά καιρούς σχετικές χαριστικές ρυθμίσεις) με το μέτρο της ειδικής εισφοράς κατά παράβαση της αρχής της φορολογικής ισότητας καλούνται να πληρώσουν τις ανεπάρκειες των εισπρακτικών μηχανισμών όσοι έχουν ήδη εισφέρει πολύ περισσότερα από τους υπολοίπους. Πέραν του γεγονότος ότι ο νομοθέτης επικαλείται διαχρονικά λόγους εκτάκτου δημοσίου συμφέροντος για την επιβολή παρόμοιων μέτρων, το επικαλούμενο στην εισηγητική έκθεση εθνικό συμφέρον για την επιβολή των μέτρων αυτών υποκρύπτει συνεπώς την για μια ακόμα φορά εξυπηρέτηση του συμφέροντος των φοροδιαφευγόντων και φοροαπαλλασομένων.
Αλλωστε ακόμα και εάν για την επιβολή ενός εκτάκτου μέτρου το εισόδημα λαμβάνεται υπόψη όχι ως αντικείμενο του φόρου, αλλά ως κριτήριο φοροδοτικής ικανότητας, ο τρόπος υπολογισμού του κριτηρίου αυτού δεν μπορεί να οδηγεί σε παραβίαση της αρχής της φορολογικής ισότητας ως εν προκειμένω.
Συνεπώς η επιβολή σε εμάς της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης έρχεται σε ευθεία παραβίαση της συνταγματικής αρχής της φορολογικής ισότητας και πρέπει να ακυρωθεί, καθώς εάν κατ’εφαρμογή της αρχής της φορολογικής ισότητας και της καθολικότητας του φόρου το μέτρο της έκτακτης εισφοράς κατελάμβανε το σύνολο των φορολογουμένων κατά το μέτρο της δύναμης τους και σε κάθε περίπτωση τα νομικά πρόσωπα, είναι προφανές ότι το ποσό που θα καλούμασταν να συνεισφέρουμε «εκτάκτως».θα ήταν πολύ χαμηλότερο, εάν όχι και μηδενικό.
Περαιτέρω και σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω εισφορά καταλαμβάνει και έσοδα απαλλασσόμενα της φορολογίας επ' ονόματι των φυσικών προσώπων ή αυτοτελώς φορολογηθέντα με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης (π.χ. μερίσματα, τόκοι κλπ), τα οποία εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια εκάστου φορολογουμένου εάν θα περιληφθούν στην υποβαλλόμενη υπ' αυτού δήλωση φορολογίας εισοδήματος του αντίστοιχου έτους.
Ο υπολογισμός της έκτακτης εισφοράς και επί των άνω εσόδων συνιστά παραβίαση της αρχής της φορολογικής ισότητας διότι ο συνυπολογισμός των εν λόγω εσόδων άγει σε προφανή άνιση μεταχείριση τον φορολογούμενο που περιέλαβε αυτά στη δήλωση του και αυτόν που εξίσου νομίμως (δεδομένου ότι δε θεσπίζεται σχετική υποχρέωση δηλώσεως αυτών) δεν τα δήλωσε καθόλου.
Συγκεκριμένα, με την κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματός μας για το οικονομικό έτος 2011 δηλώσαμε ο μεν πρώτος από μας (υπόχρεος) ποσό ******* ευρώ, η δε δεύτερη από μας (σύζυγος) ποσό ****** ευρώ εκ τόκων καταθέσεων (κωδικοί 659, 660 –εισοδήματα που αποκτήσατε το 2010 τα οποία απαλλάσσονται από φόρο,φορολογούνται με ειδικό τρόπο κλπ.). Επιπλέον δηλώσαμε και το ποσό των φόρων που παρακρατήθηκε από τους ανωτέρω τόκους καταθέσεων, ήτοι ****** ευρώ για τον υπόχρεο και ***** ευρώ για τη σύζυγο (κωδικοί 433,434). Εάν δεν είχαμε δηλώσει τα ανωτέρω ποσά, όπως έπραξαν άλλοι φορολογούμενοι, η εισφορά αλληλεγγύης θα ήταν χαμηλότερη.
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 12 Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος οι τόκοι καταθέσεων φορολογούνται αυτοτελώς, η δε παρακράτηση του σχετικού φόρου εξαντλεί την φορολογική υποχρέωση. Η επιβολή πρόσθετης φορολογικής επιβάρυνσης με την διάταξη του άρθρου 29 ν.3986/2011 υπολογιζόμενης και επί των τόκων καταθέσεων και επί των φόρων που παρακρατήθηκαν από τους τόκους αυτούς παραβιάζει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη (για την οποία βλ.αντί πολλών ΔΕΚ Ε5/89 και Ε94/87, ΔΔ 1994 σ.755 επ., Καράκωστα ΕΔΔΔ 1987 σ. 193 επ., αλλά και ΣτΕ 3523/92 (ολ), 1166/89, 2957/87, 5057/87, 2270/87, 703/90 πρακτικό επεξεργασίας του Ε’Τμήματος, 2261/84, 805/87, 1479/95), καθώς τόσο από τις σαφείς διατάξεις του νόμου, μας είχε γεννηθεί η βεβαιότητα ότι η προαιρετική συμπλήρωση των κωδικών 659, 660, 433,434 δεν θα οδηγούσε σε πρόσθετη φορολογική επιβάρυνσή μας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΖΗΤΟΥΜΕ
Να ακυρωθεί, άλλως τροποποιηθεί το προσβαλλόμενο.
Να καταδικασθεί το Δημόσιο στη δικαστική μας δαπάνη.
Αθήνα, 30.9.2011
Ο αιτών δικηγόρος
Επειδή δεν έχουμε καταβάλει το σύνολο ή μέρος των ανωτέρω βεβαιωμένων τελών και εισφορών.
Επειδή η ως άνω προσφυγή μας είναι προδήλως βάσιμη. Επειδή στις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο κρίνει ότι το κύριο ένδικο βοήθημα (εν προκειμένω η προσφυγή) είναι προδήλως βάσιμο δύναται και επί φορολογικών και λοιπών διαφορών με χρηματικό αντικείμενο να κάνει καθ’ολοκληρία δεκτή την ένδικη αίτηση αναστολής (ΕΑ ΣτΕ 496/2011)
Επειδή συντρέχει νόμιμη περίπτωση έκδοσης προσωρινής διαταγής με την οποία θα διατάσσεται η αναστολή εκτέλεσης του προσβαλλομένου μέχρι την έκδοση απόφασης επί της υπό κρίση αιτήσεως, με δεδομένο ιδίως ότι η λήξη της προθεσμίας καταβολής της πρώτης δόσεως ορίστηκε για την 30η Σεπτεμβρίου 2011, ενώ επίσης αφενός μεν με τη διάταξη του εδαφίου γ της παρ. 4 του άρθρου 29 ν.3986/2011, αφετέρου δε με την ευθέως αντικείμενη στη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 4 ν.3986/2011 και εκτός νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως διάταξη του άρθρου 4 της υ.α. 1167/12-8-2011 ορίστηκε ότι η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά αφενός μεν της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, αφετέρου δε του τέλους επιτηδεύματος, δεν αναστέλλουν την βεβαίωση και είσπραξή τους.
Επειδή έχουμε προφανές έννομο συμφέρον για την άσκηση της παρούσας
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΖΗΤΟΥΜΕ
Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτησή μας
Να ανασταλεί η ισχύς του προβαλλομένου. Να μας χορηγηθεί προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο στη δικαστική μας δαπάνη.
Αθήνα, 30.9.2011
Ο αιτών δικηγόρος
Β΄Το πρότυπο της αίτησης αναστολής ( θα συνυποβάλετε και την υποβληθείσα προσφυγή)
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ
******
ΚΑΤΑ
Του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ******
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΙΣΧΥΟΣ
Του υπ’αριθμ. ***** εκκαθαριστικού σημειώματος εισφορών και τέλους επιτηδεύματος ν.3986/2011
Κατά της ως άνω πράξεως έχουμε καταθέσει την με αρ. καταθέσεως _____________ προσφυγή μας, η οποία έχει επιλέξει ως εξής:
(ακολουθεί η προσφυγή όπως ακριβώς την υποβάλατε)
VIA http://klassikoperiptosi.blogspot.com/2011/10/blog-post_31.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου