Ο συγγραφέας του βιβλίου “Ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας”, Αλέξης Παπαχελάς, κατάφερε το ακατόρθωτο: να στριμώξει σε ένα και μόνο του σχόλιο όλες τις παθογένειες της κατευθυνόμενης δημοσιογραφίας. Το άρθρο με τίτλο “Κερατέες” (Καθημερινή 2/4/11) θα έπρεπε να διδάσκεται στις σχολές δημοσιογραφίας ως το τέλειο δείγμα προς αποφυγή και αξίζει να του δώσουμε προσοχή, ακριβώς διότι μέσα σε λίγες αράδες συγκεντρώνει όλο το μηχανισμό εξουσιαστικής προπαγάνδας με γλαφυρό τρόπο.
Το σχόλιο “Κερατέες” του Αλέξη Παπαχελά στην Καθημερινή της 2/4/11 επιχειρεί να χτυπήσει το καμπανάκι στην κυβέρνηση για ένα ενδεχόμενο γενικευμένης εξέγερσης, με αφετηρία την περίπτωση της Κερατέας και αναφορές στο Δεκέμβρη του 2008, απαιτώντας ξεκάθαρα τη δημιουργία αστυνομικού κράτους. Το στέλεχος της Καθημερινής (σ.σ. σκόπιμα αποφεύγεται ο όρος δημοσιογράφος, στον οποίο θα αναφερθώ στη συνέχεια) εντοπίζει εγκληματικά λάθη ανοχής της εξουσίας, θεωρώντας ως κύρια υπαίτιο γι’ αυτήν την ανοχή το λεγόμενο “πολιτικό κόστος”, το οποίο στην αστική δημοκρατία μεταφράζεται θεσμικά σε “αντιπροσώπευση”. Με λίγα λόγια, κρίνει ότι η πολιτική εξουσία θα πρέπει να αδιαφορεί για τον έμμεσο λαϊκό έλεγχο, απαντώντας με την κλιμάκωση της αστυνομικής βίας σε όλα τα φαινόμενα αντίστασης απέναντι
στην κυβερνητική “νομιμότητα”. Όλο το άρθρο βρίσκεται εδώ.
Το άρθρο του Παπαχελά θα έπρεπε να παρουσιάζεται στις σχολές δημοσιογραφίας ως υπόδειγμα κακής εξάσκησης του λειτουργήματος, καθώς συμπυκνώνει όλη την παθογένεια του επαγγέλματος και τις παραβάσεις των κανόνων δεοντολογίας*. Ας δούμε την περίπτωσή του με τίτλους:
ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ
“Κάποιοι πολιτικοί εγκέφαλοι πίστευαν ότι αν άφηναν έτσι… λίγη παρανομία να εκδηλωθεί με τη μορφή του κλεισίματος ενός δρόμου ή μερικών μολότοφ, αυτή θα λειτουργούσε εκτονωτικά. Αφησαν, λοιπόν, αρχικά να κλείσει ο δρόμος από το Λαύριο, στη συνέχεια ανέχθηκαν το κάψιμο των αστυνομικών οχημάτων και πριν καταλάβουν τι ακριβώς συνέβη είχαν στα χέρια τους μια κανονική εξέγερση με τεχνικές αντάρτικου. Στο κλίμα αυτό βοήθησαν βεβαίως και τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία ακολούθησαν την πάγια μεταπολιτευτική τους στάση, υποστηρίζοντας πρώτον ότι ο διαμαρτυρόμενος έχει πάντα δίκιο και δεύτερον πως ο δρόμος πρέπει να ανοίξει αλλά, προς Θεού, όχι με τη χρήση αστυνομικής βίας”.
Σε μία παράγραφο παρατηρούμε δύο εξόφθαλμες περιπτώσεις παραπληροφόρησης. (α) Τα γεγονότα της 11ης Δεκεμβρίου ξεκινούν με την εισβολή της αστυνομίας στο χώρο του Οβρυοκάστρου με κλούβες και δυνάμεις των ΜΑΤ, άρα με προφανώς επιθετικούς σκοπούς από πλευράς κράτους, καθώς ούτε είχε προηγηθεί κοινωνική αναταραχή (που θα νομιμοποιούσε την ύπαρξη των ΜΑΤ), ούτε όμως υπήρχε τελεσίδικη απόφαση για το ίδιο το έργο, το οποίο πήγαιναν -υποτίθεται- να προστατέψουν οι δυνάμεις της αστυνομίας. (β) Τα ΜΜΕ όχι μόνο δεν πήραν το μέρος των “διαμαρτυρόμενων” αλλά αντιθέτως επέβαλαν αρχικά συσκότηση στα γεγονότα της Κερατέας και στη συνέχεια -όταν διαφάνηκε ότι η σύγκρουση θα έχει διάρκεια, άρα δε συνέφερε πλέον εμπορικά να την αποκρύπτουν- παρουσίαζαν μονομερή ρεπορτάζ που συνοδεύονταν μονίμως από φιλοκυβερνητικό σχολιασμό, αλλά και δεκάδες προπαγανδιστικά μονόστηλα όπως αυτό του κ. Παπαχελά.
ΣΤΡΕΒΛΩΣΗ
“Να μην ξεχάσουμε ασφαλώς και «τον φόβο ενός νεκρού» που παραλύει κάθε φορά την πολιτική και αστυνομική ηγεσία. Συνέβη τον Δεκέμβρη του 2008 και συμβαίνει και τώρα. Οταν αφήσεις τα πράγματα σταδιακά να φτάσουν στο απροχώρητο, ελλοχεύει πράγματι ο κίνδυνος να έχεις ακόμη και ένα νεκρό τη στιγμή που θα επιχειρήσεις να ανοίξεις τον δρόμο ή να προστατεύσεις κρατική περιουσία”
Το Δεκέμβρη του 2008 είχαμε “ένα νεκρό” πριν τα γεγονότα. Για την ακρίβεια τα γεγονότα συνέβησαν ακριβώς διότι είχαμε ένα νεκρό σε μη συγκρουσιακές συνθήκες. Η χρήση του παραδείγματος είναι εμφανώς αποπροσανατολιστική, διαστρεβλώνοντας τη σχέση αιτίου-αποτελέσματος. Τακτική που επαναλαμβάνεται συστηματικά στο άρθρο.
ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
“Ποιος μπορεί να ξεχάσει εκείνες τις φρικιαστικές σκηνές των παιδιών από τα σχολεία που πετροβολούσαν τα αστυνομικά τμήματα τον Δεκέμβρη του 2008; Τους φαινόταν απολύτως λογικό να κάνουν ό,τι έκαναν και οι μεγάλοι, αφού μάλιστα ήταν φανερό ότι ο φόβος της τιμωρίας ήταν ανύπαρκτος”.
Πάλι διά της στρέβλωσης της πραγματικότητας (τα παιδιά το 2008 “αντέγραφαν τους μεγάλους”) αλλά και τη χρήση υπερβολικών επιθέτων (“φρικιαστικός”) ο Παπαχελάς επιχειρεί να εμφανίσει τις λαϊκές αντιδράσεις ως προϊόν ανεγκέφαλου μιμητισμού, με το λαό-όχλο σε ρόλο επιτιθέμενου και το κράτος-προστάτη σε άμυνα. Πρόκειται για τη σταθερά επαναλαμβανόμενη γραμμή από την πρώτη έως και την τελευταία λέξη του άρθρου. Η λαϊκή αντίδραση είναι συνώνυμη της βίας, όποτε το κράτος αδρανήσει και δεν απαντήσει με βία. Μία σαφέστατα προπαγανδιστική θεώρηση που θέτει το δημοσιογράφο εκ των πραγμάτων στην υπηρεσία της εξουσίας, δηλαδή στην ακριβώς αντίθετη θέση από εκείνη που ορίζει το λειτούργημά του.
ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΣΕ ΒΙΑ
“Φτάσαμε, λοιπόν, στη γενικευμένη σύρραξη και την ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. να υποστηρίζει δικαιολογημένα πως «εμείς δεν είμαστε η τουρκική στρατοχωροφυλακή, δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα».”
“Ο κίνδυνος δεν θα υπήρχε αν δεν είχαμε φτάσει στην κατάσταση πολέμου, αν η αστυνομία και οι εισαγγελείς έκαναν τη δουλειά τους με το πρώτο κλείσιμο του δρόμου ή τις πρώτες μολότοφ.”
“Το ζήτημα είναι ότι όταν αφήσεις τα πράγματα να ξεφύγουν, οι επιλογές είναι περιορισμένες: είτε το κράτος υποχωρεί και εξευτελίζεται ο νόμος και η ελληνική δημοκρατία είτε χρειάζεται πια πραγματικό αστυνομικό κράτος για να επιβάλει την τάξη”.
Με φαινομενικά αριστοτεχνικό τρόπο, παραπληροφορώντας, διαστρεβλώνοντας και προπαγανδίζοντας, ο διευθυντής της Καθημερινής στην πράξη προτείνει ανοικτά την καταφυγή στη βία και την διαμόρφωση ενός αστυνομικού κράτους. Προκειμένου να δικαιολογήσει την άποψη αυτή, τοποθετεί το κράτος σε ρόλο ντε φάκτο αμυνόμενου, αντιστρέφοντας την ίδια την πραγματικότητα, ώστε να φαίνεται ακριβώς το αντίθετο: ότι δηλαδή επιδιώκει την αποφυγή της βίας. Το παιχνίδι των αντιθέτων εκφράζεται σημειολογικά στις λέξεις που επιλέγει: η αστυνομία δεν είναι στρατοχωροφυλακή (αλλά θα πρέπει να γίνει), η ελληνική δημοκρατία δεν επιβάλλει την τάξη με αστυνομικά μέτρα (αλλά πλέον υπάρχει ανάγκη ενός “πραγματικού αστυνομικού κράτους”), η αστυνομία θα μπορούσε να κάνει από την αρχή τη δουλειά της (δηλαδή θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει λιγότερη βία, αλλά τώρα απαιτείται να γίνει πιο βίαιη και αποφασιστική).
ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΥΤΟΜΑΤΙΣΜΟΣ
“Η απειλή ενός πραγματικού εμφυλίου δεν είναι πλέον ανέκδοτο ούτε καταστροφολογική πρόβλεψη ξένων ειδικών. Υπάρχουν, άλλωστε, έτοιμα γκρουπούσκουλα που θέλουν να κάνουν την Αθήνα και την Ελλάδα μια ατέλειωτη «Κερατέα», όπου θα δοκιμάζονται νέες μορφές αντάρτικου και με τη συμμετοχή λαθρομεταναστών, που δεν έχουν τίποτα να χάσουν”.
Ο συγγραφέας του “βιασμού της Δημοκρατίας” σε ένα συνεχιζόμενο παιχνίδι εντυπώσεων και στρέβλωσης της πραγματικότητας, προειδοποιεί ότι τα “γκρουπούσκουλα” θα καταλύσουν βίαια την αστική δημοκρατία και μάλιστα με τη βέβαιη συμμετοχή “λαθρομεταναστών που δεν έχουν τίποτε να χάσουν”. Η προειδοποίηση προφανώς και δεν αφορά την εξουσία, αλλά κατευθύνεται έμμεσα στην κοινωνία, με σκοπό να ενεργοποιήσει τα πιο ταπεινά ένστικτα ξενοφοβίας και μισαλλοδοξίας. Τα “γκρουπούσκουλα”, δηλαδή οι αντιδρώσες κοινωνικές ομάδες θα συνεργαστούν με τους μετανάστες, προκειμένου να “κάψουν” όλη την Ελλάδα. Και το πιο σημαντικό, όχι γιατί αντιδρούν σε κάποια συγκεκριμένη πολιτική, αλλά αποκλειστικά και μόνο διότι πάντα έτσι δρουν όσο τους το επιτρέπει η αστυνομία και η πολιτεία. Η σχέση δράσης-αντίδρασης περιορίζεται αποκλειστικά στην προσωπική σχέση των κακών (μετανάστες, διαδηλωτές) με τους καλούς (αστυνομία, κράτος).
Εννοείται ότι το παραπάνω απόσπασμα αποτελεί το επιστέγασμα τού, διαποτισμένου με μηνύματα προτροπής βίας και έκφρασης μίσους, προπαγανδιστικού άρθρου.
Δημοσιογράφοι, δημοσιογραφούντες και δημαγωγοί
Μία φαινομενικά δίκαιη κριτική στην ανάλυση που προηγήθηκε θα βασιζόταν στο σκεπτικό ότι με το άρθρο του ο κ. Παπαχελάς δεν δημοσιογραφεί, αλλά σχολιάζει. Ότι δεν πρόκειται για πρωτογενή έρευνα και μεταφορά της είδησης στο κοινό, αλλά για μία άποψη πάνω στην είδηση. Άρα δεν έχει εφαρμογή ο Κώδικας Δεοντολογίας στην προκειμένη περίπτωση και δεν μπορεί ο συγγραφέας να κρίνεται ως δημοσιογράφος για την άποψή του. Εύλογη κριτική που όμως προσπερνά δύο πολύ βασικές λεπτομέρειες:
Πρώτον, δεν κρίνεται η άποψη του συγγραφέα, αλλά η μέθοδος με την οποία αυτή αναπτύσσεται. Δεύτερον και σημαντικότερο, ο δημοσιογράφος-σχολιαστής δεν παύει ποτέ να χάνει την ιδιότητα του δημοσιογράφου, την οποία ωφείλει να υπηρετεί σε όλες τις εκφάνσεις της, από την έρευνα και την αναζήτηση πηγών, έως τη μεταφορά της είδησης και την προσωπική/εμπειρική/επιστημονική ερμηνεία της. Ο κ. Παπαχελάς διατηρεί τύποις την ιδιότητα του δημοσιογράφου ερευνητή και δε δικαιολογείται σε κανένα σημείο του δημόσιου λόγου του να καταπατά τόσο βάναυσα την πραγματικότητα και να ξεσκίζει τόσο εύκολα τους αυστηρούς (και διεθνείς) κανόνες του επαγγέλματός του*. Ούτε όταν εκφράζει άποψη, την οποία στηρίζει σε διαστρεβλωμένη αποτύπωση και ερμηνεία της πραγματικότητας. Το κείμενό του παραμένει πέρα για πέρα δημοσιογραφικό και ως τέτοιο κρίνεται. Ένα ομολογουμένως μνημείο -συμπυκνωμένης- εγκληματικής δημοσιογραφίας.
Ωστόσο, από την αρχή του κειμένου αρνήθηκα να χαρακτηρίσω τον κ. Παπαχελά ως δημοσιογράφο, για τον απλό λόγο ότι δεν είναι. Διευκρινίζω ότι δεν πρόκειται για έναν (ακόμη) κακό δημοσιογράφο που γράφει τον κώδικα δεοντολογίας εκεί που δεν πιάνει μελάνι, αλλά για ένα τυπικό διευθυντικό στέλεχος επιχείρησης. Μίας επιχείρησης που θα μπορούσε να πουλάει από φάρμακα έως όπλα και από αναψυκτικά ως προφυλακτικά.
Το φαινόμενο του δημοσιογραφούντος-σχολιαστή-μετόχου-ιδιοκτήτη ΜΜΕ δεν είναι ελληνικό και αποτελεί το τελευταίο καρφί στην κάσα της παγκόσμιας δημοσιογραφίας. Με το σύνολο του Τύπου να ελέγχεται από οικονομικά συμφέροντα που τον χρησιμοποιούν προκειμένου να προωθήσουν τις εμπορικές τους ατζέντες, περάσαμε από το στάδιο της κομματικής δημοσιογραφίας στην εταιρική δημαγωγία. Μέλη διοικητικών συμβουλίων και μέτοχοι των εταιρειών, ακόμη και ιδιοκτήτες μέσων, πλασάρονται ως σχολιαστές και αναλυτές, προωθώντας ιδιωτικά συμφέροντα και εκτελώντας συμβόλαια, ακόμη και ανθρώπους.
Αυτοί οι απόβλητοι του επαγγέλματος, παραμένουν προνομιακά μέλη των δημοσιογραφικών οργάνων και συνδικάτων. Κι αν ο ιδιοκτήτης-μέτοχος έχει τυπικά το δικαίωμα να “δημοσιογραφεί”, τα επαγγελματικά όργανα και σωματεία έχουν ελάχιστη υποχρέωση να τους απομακρύνουν από τις τάξεις τους. Δυστυχώς, στην Ελλάδα δε διαθέτουμε κάποιο ισχυρό δημοσιογραφικό φορέα που θα επιτηρεί τα μέλη του και θα έχει τη δυνατότητα να τα παύει εντελώς από τον κλάδο, όπως άλλωστε σε δεκάδες άλλους κρίσιμους επαγγελματικούς χώρους. Αυτό όμως δε μειώνει σε καμία περίπτωση την ευθύνη της ΕΣΗΕΑ (και λοιπών ενώσεων) που τους διατηρεί στις λίστες της. Ο υπό κατάρρευση δημοσιογραφικός κλάδος δεν πλήττεται μόνο από τη διαφήμιση και τις κρατικές επιχορηγήσεις. Πλήττεται εδώ και χρόνια κατ’ αρχήν από τα μέλη του. Κι αν οι επαγγελματίες του χώρου αναζητούν τα αίτια της πτώσης, καλύτερα να κοιτάξουν στον καθρέφτη τους παρά στο εμπορικό τμήμα της επιχείρησης, το οποίο ούτως ή άλλως τους σέρνει από τη μύτη εδώ και μία εικοσαετία.
(*) Αποσπάσματα από τον Κώδικα Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ
Άρθρο 1
Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:
α. Να θεωρεί πρώτιστο καθήκον του προς την κοινωνία και τον εαυτό του τη δημοσιοποίηση όλης της αλήθειας.
β. Να θεωρεί προσβολή για την κοινωνία και πράξη μειωτική για τον εαυτό του τη διαστρέβλωση, την απόκρυψη, την αλλοίωση ή την πλαστογράφηση των πραγματικών περιστατικών.
(…)
δ. Να μεταδίδει την πληροφορία και την είδηση ανεπηρέαστα από τις προσωπικές πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, φυλετικές και πολιτισμικές απόψεις ή πεποιθήσεις του.
ε. Να ερευνά προκαταβολικά, με αίσθημα ευθύνης και με επίγνωση των συνεπειών, την ακρίβεια της πληροφορίας ή της είδησης που πρόκειται να μεταδώσει.
Άρθρο 2
Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:
α. Να αντιμετωπίζει ισότιμα τους πολίτες, χωρίς διακρίσεις εθνικής καταγωγής, φύλου, φυλής, θρησκείας, πολιτικών φρονημάτων, οικονομικής κατάστασης και κοινωνικής θέσης.
β. Να σέβεται την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια και το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής του ανθρώπου και του πολίτη.
Άρθρο 3
Η ισηγορία και η πολυφωνία, οξυγόνο της δημοκρατίας, αναιρούνται σε συνθήκες κρατικού μονοπωλιακού ελέγχου των Μ.Μ.Ε. και υπονομεύονται με τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας τους σε γιγαντιαίες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν την κοινή γνώμη σαν καταναλωτή και προσπαθούν να χειραγωγήσουν το φρόνημα, τις συνήθειες και την εν γένει συμπεριφορά της.Γι’ αυτό ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:
α. Να υπερασπίζεται σθεναρά το δημοκρατικό πολίτευμα, που διασφαλίζει την ελευθεροτυπία και την απρόσκοπτη άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- “Κερατέες”, Α. Παπαχελάς, Καθημερινή
- Ο “βιασμός της ελληνικής δημοσιογραφίας”, Jungle Report
- Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, e-lawyer
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου