Αναδίφηση στον Κώδικα της ιεράς μονής Αγ. Λαύρας και αναψηλάφηση αναφορικά με τα επαναστατικά γεγονότα του Μαρτίου 1821
Του Δημήτρη Σταθακόπουλου
Δρα Παντείου πανεπιστημίου/ δικηγόρου
Όπως με ενημέρωσε ο Πρόεδρος των εν Πειραιεί Καλαβρυτινών κ. Αθ. Χρονόπουλος, στα πλαίσια των δράσεών του που σχετίζονται με την ιερά μονή αγ. Λαύρας, το προσφάτως ληφθέν πιστό αντίγραφο του Λαβάρου για λογαριασμό του Συλλόγου, την παλαιότερη τοποθέτηση ανδριάντα του Π.Π.Γερμανού στον περίβολο της μονής, αλλά και σε κεντρική πλατεία του Πειραιά ( Πασαλιμάνι ) κ.ά, την 10η Μαρτίου 2011 επισκέφθηκε εκ νέου το μοναστήρι και εκεί, με την άδεια και την αρωγή του ηγουμένου και των πατέρων, του δόθηκε η ευκαιρία να αναδιφήσει τον χρονολογούμενο από την15.12.1703 Κώδικά της, όπου με συγκίνηση διαπίστωσε τα εξής:
Στις 20.07.1894, ο τότε ηγούμενος της μονής Δαμασκηνός Αποστολίδης, καταχώρησε σε 10 χ.φ σελίδες τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην αγ. Λαύρα τον Μάρτιο του 1821, καθώς και τους «επώνυμους» παρόντες σ’ αυτά , όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται στην δοξολογία της 17/3/1821 ( αγ. Αλεξίου ), με την παρουσία του Π.Π. Γερμανού ,του Κωνστάντιου, πρώην Ανδρούσης (Καλαφάτη ),του ηγούμενου Καλλινίκου, του Αρσενίου, Ιεροθέου και Ακάκιου , καθώς και στους Ανδρέα Ζαΐμη, Σωτήριο Χαραλάμπη και Ανδρέα Λόντο, όπου « εγένετο τελετή και ευλογία των αγωνιστών
στην Παναγία».
Όμως ο κ. Αθ. Χρονόπουλος διέκρινε στον Κώδικα και μία δεύτερη λιγότερο γνωστή χ.φ πληροφορία, η οποία αναφέρεται και σε δεύτερη τελετή (δοξολογία), η οποία φαίνεται να έλαβε χώρα στις 22 Μαρτίου 1821 , την οποία αντέγραψε και παραθέτει ως εξής:
«Εσπέρας 22 Μαρτίου 1821 καθ'ην έφθασαν οι άρχοντες εν τη μονή της Λαύρας και όπου αφίκετο ο Χονδρογιάννης μετά των χρημάτων, ένθα ο τότε ηγούμενος Καλλίνικος, ο αρχιερεύς Κωνστάντιος, οι τρεις, Αρσένιος, Ιερόθεος και Ακάκιος , γνωρίσαντες τα καθέκαστα, εδέχθησαν ευμενώς ,μετά χαράς μεγάλης και αγαλλιάσεως τους άρχοντας και τον Αρχιεπίσκοπο Γερμανόν, εφανέρωσαν δε και προς τους άλλους πατέρας της Μονής τον μέγα σκοπόν της επαναστάσεως και οι μεν άρχοντες αυθωρεί και κατεσπευσμένως δι' απεσταλμένων ειδοποίησαν έκαστος τους φίλους των ,ότι ταχέως να σπεύσωσιν ανά χωρίον εν τη Μονή ταύτη μετά των όπλων των διότι επέκειτο επανάσταση κατά των Τούρκων κ.λ.π. και εις διάστημα δυο ημερονυκτίων συνοιθροίσθησαν περί τους 3000 άνδρας».
Πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα καταγραφή, η οποία μιλάει για 2 πλέον δοξολογίες ( 17 και 22 Μαρτίου 1821 ) και μάλιστα με παρόντα τον Π.Π.Γερμανό, καλό δε θα ήταν να μας επιτραπεί από την ιερά μονή η περαιτέρω αναδίφηση και φωτογράφηση των Κωδίκων της ( και του προαναφερομένου ), στα πλαίσια της αναψηλάφησης της ιστορίας και την ορθή/ σαφή λεπτομερή καταγραφή της, ειδικά τώρα που η αμφισβήτηση της αγ. Λαύρας και του ρόλου των Καλαβρυτοχωρίων από τους όψιμους εκ του μακρόθεν ερευνητές καλά κρατεί.
http://www.antibaro.gr/node/2804
Στις 9 Μαρτίου του 1821, ο Ασημάκης Ζαΐμης, ο Ασημάκης Φωτήλας, ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Σωτήριος Χαραλάμπης, ο Σωτήριος Θεοχαρόπουλος, ο Ανδρέας Λόντος και οι αρχιερείς Παλαιών Πατρών Γερμανός και Κερνίτσης Προκόπιος, συνοδευόμενοι από αντιπροσώπους του διοικητή των Καλαβρύτων, ξεκινούν με προορισμό την Τρίπολη. Όπως αναφέρεται, διανυκτέρευαν στα Μαζέϊκα Καλύβια στο χαμόσπιτο του Νταφαλιά, όπου και έλαβαν την οριστική απόφασή τους.Αναζητώντας επίμονα μια λύση για να αποφευχθεί ο κίνδυνος οριστικής καταστροφής, συνέταξαν μια επιστολή δήθεν προερχόμενη από κάποιον Τούρκο φίλο τους από την Τριπολιτσά. Την παρέδωσαν σε έμπιστό τους και κανόνισαν να τον συναντήσουν σε ορισμένη θέση για να τους την επιδώσει. Έτσι και έγινε• στις 10 Μαρτίου ανεχώρησαν για την Τρίπολη, συνάντησαν τον άνθρωπο, πήραν την επιστολή και άρχισαν να δείχνουν την ταραχή τους. Από το περιεχόμενο της επιστολής πληροφορήθηκαν ότι δήθεν έχουν συκοφαντηθεί και κατόπιν αυτού επέμεναν ότι είναι αδύνατο να μεταβούν στην Τριπολιτσά, εάν πρώτα δεν απεδείκνυαν την αθωότητά τους. Μ’ αυτό το κόλπο επέστρεψαν στο χωριό Καρνέσι και μέσα σε ατμόσφαιρα πλαστής έξαψης και αγανάκτησης συνέταξαν επιστολή προς τον Καϊμακάμη της Τρίπολης, στην οποία με δεξιοτεχνία υπογράμμιζαν την «πίστη» τους, του ορκίζονταν αφοσίωση και ζητούσαν απόδοση δικαίου και αποκατάσταση της αλήθειας. Η Τουρκική Διοίκηση παρασύρθηκε από την «ειλικρίνεια» της επιστολής και, μολονότι οργίστηκε με την «παρεξήγηση», η οποία προκαλούσε ανωμαλία, δεν κράτησε εχθρική στάση απέναντί τους, ενώ παράλληλα έστειλε τους Έλληνες Καλαμογδάρτη και Μοθινό με την εντολή να τους μεταπείσουν. Εν τω μεταξύ οι προύχοντες και οι αρχιερείς μέχρι τις 13 Μαρτίου είχαν φθάσει στην Αγία Λαύρα. Εκεί πραγματοποιήθηκαν τρεις συσκέψεις.
Στην πρώτη, ομιλητής ήταν ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο οποίος τάχθηκε υπέρ της αναβολής της Επαναστάσεως. Σύμφωνα με τη δική του γνώμη έπρεπε να εκτιμηθεί η κατάσταση με τα αντικειμενικά στοιχεία της, τα οποία πίστευε ότι δεν επέτρεπαν την εξέγερση τότε. Εκτός αυτού όμως θεωρούσε και τις μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή ετοιμασίες ανεπαρκείς.
Ακριβώς την αντίθετη άποψη ανέπτυξε στη δεύτερη σύσκεψη, που πραγματοποιήθηκε τη 15η Μαρτίου, ο Ασημάκης Φωτήλας. Με επιχειρήματα και παλμό, αλλά και σε υψηλούς τόνους ζήτησε άμεση κήρυξη της Επαναστάσεως. Στην τρίτη σύσκεψη, ο Φωτήλας υποστήριξε για άλλη μια φορά με επιμονή την άποψή του.Καθώς κορυφωνόταν ο δραματικός τόνος της συζήτησης, η άφιξη μιας πληροφορίας έκρινε οριστικά την έκβαση της επαναστάσεως: Από τα Σουδενά έφτασαν ο Αναγνώστης Πετμεζάς, ο Βασίλειος Πετμεζάς και ο Ασημάκης Σκαλτσάς με φίλους τους, λόγω της γιορτής του αγίου Αλεξίου στις 17 Μαρτίου, που θα πανηγύριζε η Μονή.Αφού αναφέρθηκαν στη δυστυχία και τη φτώχεια που υπήρχε στην περιοχή τους, έδωσαν και την είδηση: ο Χονδρογιάννης είχε επιτεθεί στη θέση «Χελωνοσπηλιά» κατά της συνοδείας του Σεϊντή, του εισπράκτορα, σκοτώνοντας ένα μέλος της και αρπάζοντας τα φορτία με τα χρήματα. Ο Χονδρογιάννης ήταν έμπιστος της οικογένειας Ζαΐμη και μάλιστα άνθρωπος του Ανδρέα Ζαΐμη, ο οποίος είχε εγγυηθεί κιόλας γι’ αυτόν στους Τούρκους το κεφάλι του.Η πληροφορία τους συγκλόνισε. Τους άφησε εμβρόντητους και τους γέμισε αμηχανία. Κανείς εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο Χονδρογιάννης ήταν απλώς ο εκτελεστής και ότι ο εμπνευστής δεν ήταν παρά ο γέρος Ασημάκης Ζαΐμης, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο θέλησε να τερματίσει τις ταλαντεύσεις και τη διστακτικότητα των προκρίτων. Η συμπυκνωμένη πείρα του τον έκανε να κατανοήσει ότι μέσα σ’ εκείνη την κατάσταση των αντιθέσεων, που κρατούσε αναποφάσιστους τους φυσικούς ηγέτες του αγώνα, χρειαζόταν κάποιο βίαιο γεγονός για ν’ ανοίξει το δρόμο.
Έτσι, στηριζόμενος στο ένστικτό του, αλλά και κατανοώντας, πως η αβεβαιότητα πού κυριαρχούσε δεν μπορούσε να οδηγήσει σε καλό αποτέλεσμα, επινόησε το τέχνασμα με εκτελεστή το Χονδρογιάννη.Εν τω μεταξύ, κι ενώ οι πρόκριτοι απορούσαν και προσπαθούσαν να σταθμίσουν τη σημασία της επίθεσης, έφτασε μια επιστολή για τον Ασημάκη Φωτήλα. Αποστολέας ήταν ο Χονδρογιάννης, ο οποίος με συναρπαστική απλότητα έδινε εξηγήσεις για την ενέργειά του, υπογραμμίζοντας πως «δεν βάσταζεν» να βλέπει το ελληνικό χρήμα, το τόσο απαραίτητο για τον αγώνα του Έθνους, να μεταφέρεται στα τουρκικά χέρια.
Ο Ζαΐμης τότε ανάμεσα στους άλλους πήρε το λόγο και, όπως παραδίδεται, μίλησε ως εξής:«Ενώ ημείς, λέει, σκεπτόμεθα δια να εύρωμεν διέξοδον επί του δημιουργηθέντος ζητήματος, ο λαός μας επρόλαβε και εκήρυξε την επανάστασιν. Είμεθα εκ τούτον υποχρεωμένοι να τον ακολουθήσωμεν, δια να δώσωμεν την πρέπουσαν κατεύθυνσιν. Πάσα άλλη οδός, την οποίαν εσκεπτόμεθα να ακολουθήσωμεν, μας απεκόπη. Δεν μένει άλλο παρά η άμεσος κήρυξις της Επαναστάσεως. Δεν μας χωρίζει, πλέον, καμμία διαφωνία.
Ας αναπανθώμεν απόψε και αύριον εις την εκκλησίαν, αφού μεταλάβωμεν των Αχράντων Μυστηρίων, ας προσευχηθώμεν όλοι, κατά την δοξολογίαν εις τον άγιον Αλέξιον και την Παναγίαν να μας βοηθήσουν εις τον άνισον αγώνα, εις τον οποίον αποδυόμεθα. Αύριον την αυτήν ώραν να συναντηθώμεν, ενταύθα, δια να κανονίσωμεν τα του αγώνος».Η απόφαση είχε οριστικά ληφθεί και δίλημμα δεν υπήρχε πλέον. Ο αγώνας άρχιζε. Οι γενικές γραμμές καθορίστηκαν και κατέληξαν σε αποφάσεις. Όλοι γνώριζαν καλά ότι άρχιζαν έναν αγώνα θυσιών, που τον συνόδευαν δραματικές δυσχέρειες. Ήταν όμως αποφασισμένοι για όλα. Η 18η Μαρτίου έδινε το σύνθημα. Σήμαινε την ώρα που με τόση λαχτάρα περίμενε ολόκληρο το Έθνος. Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Πουκεβίλ οι πρόκριτοι ορκίστηκαν στο Λάβαρο και αμέσως μετέδωσαν το μήνυμα σ’ όλες τις επαρχίες, γνωστοποίησαν την απόφαση κι ο καθένας πήγε στην περιοχή του για να γίνει επικεφαλής του αγώνα.Στις 21 Μαρτίου 1821 συγκεντρώθηκαν, όπως είχε συμφωνηθεί, στην Άγια Λαύρα οι αρχηγοί: Σωτ. Χαραλάμπης, Παν. Φωτήλας, Σωτ. Θεοχαρόπουλος, Νικ. Σολιώτης, Ιωάν. Παπαδόπουλος ή Μουρεογιάννης, Βασίλειος και Νικόλαος Πετμεζάς κ. α. Ακολούθησε δοξολογία μέσα σε ατμόσφαιρα κατανυκτικής μυσταγωγίας. Μετά το τέλος της δοξολογίας ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε το λάβαρο και έδωσε το σύνθημα του αγώνα.
Ξεκινώντας με το Λάβαρο, το οποίο κρατούσε ο διάκονος της Μονής Γρηγόριος Ντόκος, και με το ιστορικό κανονάκι κατευθύνθηκαν προς τα Καλάβρυτα. Η θρυλική πορεία περιγράφεται ως εθνικό πανηγύρι, που το οδηγούσε ο ενθουσιασμός, η χαρά της λύτρωσης και το μεγαλειώδες σύνθημα: «Ελευθερία ή Θάνατος». Τίποτα δεν φαινόταν δυνατό να ανακόψει την ορμή των Ελλήνων ή να συγκρατήσει αυτό το ηφαίστειο. Τα Καλάβρυτα πολιορκήθηκαν και αναγκάστηκαν να παραδοθούν, ενώ η τουρκική φρουρά αιχμαλωτίστηκε.Έτσι, η Αγία Λαύρα γίνεται ορμητήριο πολεμικών ενεργειών και συγχρόνως το μεγάλο κέντρο ανεφοδιασμού των πρώτων ελληνικών δυνάμεων. Όπως αναφέρεται, κάλυψε τις ανάγκες σε τρόφιμα εκείνες τις ημέρες με 100 κριούς, 200 πρόβατα, 50 αγελάδες και μεγάλες ποσότητες άρτου και οίνου.
Τα αποθέματά της σχεδόν εξαντλήθηκαν. Δεν ήταν εύκολο όμως να εξαντληθεί το σθένος που διέθετε το έμψυχο υλικό της Μονής.
Όταν η είδηση της επαναστάσεως διαδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 3 Απριλίου, η αντίδραση ήταν άμεση και με σκοπό να πτοήσει τους εξεγερθέντες.Κρέμασαν τον Πατριάρχη Γρηγόριο και σύμφωνα με την «απόφαση» έβαλαν στο στήθος του επιγραφή που έλεγε «ήτο Μωραΐτης και δεν επρόλαβε την Επανάστασιν εις την Επαρχίαν Καλαβρύτων».Παράλληλα, όπως αναφέρουν τα τουρκικά αρχεία, εκείνες τις ημέρες, στις αρχές δηλαδή του Απριλίου του 1821, οι αντιπρόσωποι της Μονής της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, οι οποίοι διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη, στο Φανάρι, κλείστηκαν στις φυλακές του Μουσταντζή-Μπασή.
Για την συνέχεια http://www.egolpio.wordpress.com/
Η κήρυξη της επανάστασης του 1821
Στην πρώτη, ομιλητής ήταν ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο οποίος τάχθηκε υπέρ της αναβολής της Επαναστάσεως. Σύμφωνα με τη δική του γνώμη έπρεπε να εκτιμηθεί η κατάσταση με τα αντικειμενικά στοιχεία της, τα οποία πίστευε ότι δεν επέτρεπαν την εξέγερση τότε. Εκτός αυτού όμως θεωρούσε και τις μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή ετοιμασίες ανεπαρκείς.
Ακριβώς την αντίθετη άποψη ανέπτυξε στη δεύτερη σύσκεψη, που πραγματοποιήθηκε τη 15η Μαρτίου, ο Ασημάκης Φωτήλας. Με επιχειρήματα και παλμό, αλλά και σε υψηλούς τόνους ζήτησε άμεση κήρυξη της Επαναστάσεως. Στην τρίτη σύσκεψη, ο Φωτήλας υποστήριξε για άλλη μια φορά με επιμονή την άποψή του.Καθώς κορυφωνόταν ο δραματικός τόνος της συζήτησης, η άφιξη μιας πληροφορίας έκρινε οριστικά την έκβαση της επαναστάσεως: Από τα Σουδενά έφτασαν ο Αναγνώστης Πετμεζάς, ο Βασίλειος Πετμεζάς και ο Ασημάκης Σκαλτσάς με φίλους τους, λόγω της γιορτής του αγίου Αλεξίου στις 17 Μαρτίου, που θα πανηγύριζε η Μονή.Αφού αναφέρθηκαν στη δυστυχία και τη φτώχεια που υπήρχε στην περιοχή τους, έδωσαν και την είδηση: ο Χονδρογιάννης είχε επιτεθεί στη θέση «Χελωνοσπηλιά» κατά της συνοδείας του Σεϊντή, του εισπράκτορα, σκοτώνοντας ένα μέλος της και αρπάζοντας τα φορτία με τα χρήματα. Ο Χονδρογιάννης ήταν έμπιστος της οικογένειας Ζαΐμη και μάλιστα άνθρωπος του Ανδρέα Ζαΐμη, ο οποίος είχε εγγυηθεί κιόλας γι’ αυτόν στους Τούρκους το κεφάλι του.Η πληροφορία τους συγκλόνισε. Τους άφησε εμβρόντητους και τους γέμισε αμηχανία. Κανείς εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο Χονδρογιάννης ήταν απλώς ο εκτελεστής και ότι ο εμπνευστής δεν ήταν παρά ο γέρος Ασημάκης Ζαΐμης, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο θέλησε να τερματίσει τις ταλαντεύσεις και τη διστακτικότητα των προκρίτων. Η συμπυκνωμένη πείρα του τον έκανε να κατανοήσει ότι μέσα σ’ εκείνη την κατάσταση των αντιθέσεων, που κρατούσε αναποφάσιστους τους φυσικούς ηγέτες του αγώνα, χρειαζόταν κάποιο βίαιο γεγονός για ν’ ανοίξει το δρόμο.
Έτσι, στηριζόμενος στο ένστικτό του, αλλά και κατανοώντας, πως η αβεβαιότητα πού κυριαρχούσε δεν μπορούσε να οδηγήσει σε καλό αποτέλεσμα, επινόησε το τέχνασμα με εκτελεστή το Χονδρογιάννη.Εν τω μεταξύ, κι ενώ οι πρόκριτοι απορούσαν και προσπαθούσαν να σταθμίσουν τη σημασία της επίθεσης, έφτασε μια επιστολή για τον Ασημάκη Φωτήλα. Αποστολέας ήταν ο Χονδρογιάννης, ο οποίος με συναρπαστική απλότητα έδινε εξηγήσεις για την ενέργειά του, υπογραμμίζοντας πως «δεν βάσταζεν» να βλέπει το ελληνικό χρήμα, το τόσο απαραίτητο για τον αγώνα του Έθνους, να μεταφέρεται στα τουρκικά χέρια.
Ο Ζαΐμης τότε ανάμεσα στους άλλους πήρε το λόγο και, όπως παραδίδεται, μίλησε ως εξής:«Ενώ ημείς, λέει, σκεπτόμεθα δια να εύρωμεν διέξοδον επί του δημιουργηθέντος ζητήματος, ο λαός μας επρόλαβε και εκήρυξε την επανάστασιν. Είμεθα εκ τούτον υποχρεωμένοι να τον ακολουθήσωμεν, δια να δώσωμεν την πρέπουσαν κατεύθυνσιν. Πάσα άλλη οδός, την οποίαν εσκεπτόμεθα να ακολουθήσωμεν, μας απεκόπη. Δεν μένει άλλο παρά η άμεσος κήρυξις της Επαναστάσεως. Δεν μας χωρίζει, πλέον, καμμία διαφωνία.
Ας αναπανθώμεν απόψε και αύριον εις την εκκλησίαν, αφού μεταλάβωμεν των Αχράντων Μυστηρίων, ας προσευχηθώμεν όλοι, κατά την δοξολογίαν εις τον άγιον Αλέξιον και την Παναγίαν να μας βοηθήσουν εις τον άνισον αγώνα, εις τον οποίον αποδυόμεθα. Αύριον την αυτήν ώραν να συναντηθώμεν, ενταύθα, δια να κανονίσωμεν τα του αγώνος».Η απόφαση είχε οριστικά ληφθεί και δίλημμα δεν υπήρχε πλέον. Ο αγώνας άρχιζε. Οι γενικές γραμμές καθορίστηκαν και κατέληξαν σε αποφάσεις. Όλοι γνώριζαν καλά ότι άρχιζαν έναν αγώνα θυσιών, που τον συνόδευαν δραματικές δυσχέρειες. Ήταν όμως αποφασισμένοι για όλα. Η 18η Μαρτίου έδινε το σύνθημα. Σήμαινε την ώρα που με τόση λαχτάρα περίμενε ολόκληρο το Έθνος. Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Πουκεβίλ οι πρόκριτοι ορκίστηκαν στο Λάβαρο και αμέσως μετέδωσαν το μήνυμα σ’ όλες τις επαρχίες, γνωστοποίησαν την απόφαση κι ο καθένας πήγε στην περιοχή του για να γίνει επικεφαλής του αγώνα.Στις 21 Μαρτίου 1821 συγκεντρώθηκαν, όπως είχε συμφωνηθεί, στην Άγια Λαύρα οι αρχηγοί: Σωτ. Χαραλάμπης, Παν. Φωτήλας, Σωτ. Θεοχαρόπουλος, Νικ. Σολιώτης, Ιωάν. Παπαδόπουλος ή Μουρεογιάννης, Βασίλειος και Νικόλαος Πετμεζάς κ. α. Ακολούθησε δοξολογία μέσα σε ατμόσφαιρα κατανυκτικής μυσταγωγίας. Μετά το τέλος της δοξολογίας ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε το λάβαρο και έδωσε το σύνθημα του αγώνα.
Ξεκινώντας με το Λάβαρο, το οποίο κρατούσε ο διάκονος της Μονής Γρηγόριος Ντόκος, και με το ιστορικό κανονάκι κατευθύνθηκαν προς τα Καλάβρυτα. Η θρυλική πορεία περιγράφεται ως εθνικό πανηγύρι, που το οδηγούσε ο ενθουσιασμός, η χαρά της λύτρωσης και το μεγαλειώδες σύνθημα: «Ελευθερία ή Θάνατος». Τίποτα δεν φαινόταν δυνατό να ανακόψει την ορμή των Ελλήνων ή να συγκρατήσει αυτό το ηφαίστειο. Τα Καλάβρυτα πολιορκήθηκαν και αναγκάστηκαν να παραδοθούν, ενώ η τουρκική φρουρά αιχμαλωτίστηκε.Έτσι, η Αγία Λαύρα γίνεται ορμητήριο πολεμικών ενεργειών και συγχρόνως το μεγάλο κέντρο ανεφοδιασμού των πρώτων ελληνικών δυνάμεων. Όπως αναφέρεται, κάλυψε τις ανάγκες σε τρόφιμα εκείνες τις ημέρες με 100 κριούς, 200 πρόβατα, 50 αγελάδες και μεγάλες ποσότητες άρτου και οίνου.
Τα αποθέματά της σχεδόν εξαντλήθηκαν. Δεν ήταν εύκολο όμως να εξαντληθεί το σθένος που διέθετε το έμψυχο υλικό της Μονής.
Όταν η είδηση της επαναστάσεως διαδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 3 Απριλίου, η αντίδραση ήταν άμεση και με σκοπό να πτοήσει τους εξεγερθέντες.Κρέμασαν τον Πατριάρχη Γρηγόριο και σύμφωνα με την «απόφαση» έβαλαν στο στήθος του επιγραφή που έλεγε «ήτο Μωραΐτης και δεν επρόλαβε την Επανάστασιν εις την Επαρχίαν Καλαβρύτων».Παράλληλα, όπως αναφέρουν τα τουρκικά αρχεία, εκείνες τις ημέρες, στις αρχές δηλαδή του Απριλίου του 1821, οι αντιπρόσωποι της Μονής της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, οι οποίοι διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη, στο Φανάρι, κλείστηκαν στις φυλακές του Μουσταντζή-Μπασή.
Για την συνέχεια http://www.egolpio.wordpress.com/
Περί των ιστορικών συμβάντων στην Αγία Λαύρα το Μάρτιο του 1821
Submitted by antibaro on Thu, 17/02/2011 - 12:15
Οι επιστημονικοί υπεύθυνοι της σειράς «1821» που προβάλλει τούτες τις μέρες ο τηλεοπτικός σταθμός Σκάι αυτοπροβάλλονται ως μοναδικοί κάτοχοι της ιστορικής αλήθειας και ισχυρίζονται ότι ως τώρα ο ελληνικός λαός δεν είχε την ωριμότητα να την ακούσει: «Είναι ο καιρός ώριμος να πούμε την αλήθεια για την επανάσταση» δήλωνε ο Τατσόπουλος στις 14 Ιανουαρίου 2011 στο βραδινό δελτίο ειδήσεων του σταθμού.
Μα παρά τους ισχυρισμούς δεν πρόκειται για καμία εμβριθέστερη προσέγγιση του ’21. Πρόκειται για την πρόσληψη του ’21 βάσει κάποιων εκ των προτέρων υιοθετηθεισών αρχών, προκειμένου να επιτευχθούν συγκεκριμένοι κοινωνικοπολιτικοί στόχοι: Τις αρχές αυτές και τους στόχους έχουν καταρτίσει και εκθέσει οι υπεύθυνοι του Προγράμματος Ιστορίας του Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (CDRSEE). Η προώθησή τους αποτελεί θεμελιώδη αποστολή του ξενοκίνητου αυτού ιδρύματος. Πρόκειται για το ίδιο εγχείρημα που οδήγησε στην εισαγωγή στα σχολεία μας του άθλιου σχολικού εγχειριδίου της κ. Ρεπούση.
Οι αρχές αυτές και οι στόχοι έχουν επαρκώς εκτεθεί και αντικρουστεί από τον Νίκο Α. Παπανικολάου στο άρθρο του «Η «Τυραννία της ιστορίας» και η μεταμόρφωσή της σε εργαλείο ηγεμονισμού»[1] και δεν θα μας απασχολήσουν τώρα εδώ.
Μέριμνα του παρόντος κειμένου είναι να αναδείξει και να τεκμηριώσει τα σχετικά με την έναρξη της επανάστασης ιστορικά συμβάντα, που έλαβαν χώρα στην Αγία Λαύρα το Μάρτη του 1821.
Τα ιστορικά συμβάντα στην Αγία Λαύρα
Ισχυρίζονται ότι στην Αγία Λαύρα δε συνέβη τίποτα απολύτως που να συμβάλλει στο ξέσπασμα της Επανάστασης. Απλώς στη μονή συγκεντρώθηκαν -λένε- ο Π. Π. Γερμανός και οι προεστοί, όταν αρνήθηκαν να μεταβούν στην Τρίπολη. Από εκεί, φοβισμένοι, αποφάσισαν να διασκορπιστούν στα γύρω χωριά, όπου και κρύφτηκαν για να σώσουν τη ζωή τους. Τίποτα περισσότερο.
Ιδού τι γράφουν οι ιστοριογράφοι, των οποίων τη μαρτυρία η εν βαθιά αγνοία ευρισκόμενη κ. Λ. Χ. τολμά να επικαλείται:
Σπυρίδων Τρικούπης: «Την δε επιούσαν μετέβησαν εις την μονήν της Αγίας Λαύρας (…) Υποπτεύοντες δ’ ένοπλην καταδίωξιν δια την παρακοήν, απεφάσισαν να στρατολογήσωσι μυστικώς εις υπεράσπισιν, αν η χρεία το εκάλει».[3]
Τζορτζ Φίνλεϋ: «Όλη η συνοδεία εξεκίνησε δια την μονήν της Λαύρας (…) Όπως αποφύγωσι το να συλληφθώσι εν σώματι, διεσκορπίσθησαν, και έκαστος ήρχισε να συναθροίζη ενόπλους άνδρας προς υπεράσπισίν του. Τούτο δεν ήτον δύσκολον, καθότι οι απόστολοι της Εταιρίας είχον επιμείνη όπως ορισθή η 25 Μαρτίου ως ημέρα της ενάρξεως της Επαναστάσεως».[4]
Ι. Φιλήμων: «Οι δ’ Αχαιοί συνήλθον εν τη μονή της Λαύρας, κειμένη κατά τα Καλάβρυτα (…) Ο μητροπολίτης Γερμανός, την θέσιν του Μέντορος επέχων, και ο Ασημάκης Ζαήμης εκυριεύοντο υπό δισταγμών. Αλλά, του Ασημάκη Φωτήλα και του Σωτηρίου Χαραλάμπου υποστηρίζοντος, οι πλείους των συνελθόντων εδείχθησαν ασπαζόμενοι την περί ενάρξεως του πολέμου σκέψιν τούτων (…) Προς τούτο δε απεφάσισαν, όπως αποσυρθώσι μεν διαμεμερισμένοι εις δυνατούς της Αχαΐας τόπους, αρχόμενοι μυστικώς της στρατολογίας».[5]
Ν. Σπηλιάδης: «Οι δε προσφυγόντες εις την Αγιαλαύραν έστειλαν τερτρακοσίους Έλληνας στρατιώτας, όσους είχον ήδη συναγάγει περί αυτούς, εις Καλάβρυτα όθεν παρέλαβον τας οικογενείας των προεστώτων και άλλων τινών, και τας εξασφάλισαν εις το Μεγασπήλαιον».[6]
Α. Φραντζής: «Ανεχώρησαν άπαντες εκ της Μονής. και ο μεν Π. Πατρών, και ο Ανδρέας Ζαήμης απήλθον εις Άγιον Βλάσιον, ο δε Σ. Χαραλάμπης, και Σ. Θεοχαρόπουλος εις Ζαρούχλαν, ο Κερνίτζης και ο Α. Φωτήλας εις Κερπινήν, ο δε Α. Λόντος εις Διακοπτόν, ωδηγήθησαν δε άπαντες δια να είναι προσεκτικοί καθ’ όλα, και δια να έχωσι στρατιώτας προητοιμασμένους».[7]
Φωτάκος: «Οι προύχοντες και οι αρχιερείς εκοιμήθησαν εκεί εις το μοναστήρι, και ήσαν φοβισμένοι και απηλπισμένοι (…) Έως τότε δε δεν είχαν μάθει την επανάστασιν της Βλαχίας. Τότε ο Ασημάκης Φωτήλας είπε τα εξής. «ό,τι εδυνήθημεν εκάμαμεν μέχρι τούδε και αρκετά μακρύναμεν τον καιρόν, αλλ’ εις το εξής οι Τούρκοι δεν μας πιστεύουν, όσον και αν προσπαθήσουμε να τους γελάσωμεν. ώστε όπως έφθασαν τα πράγματα αυτοί θα κόψουν τα κεφάλια μας, και όχι μόνο τα ιδικά μας, αλλά και όλων των Χριστιανών, και Κύριος οίδεν, αν δεν στείλουν τις γυναίκες και τα παιδιά μας εις την Ανατολήν (…) Αλλ’ η γνώμη μου είναι να πιάσωμεν τα όπλα και ο Θεός να μας βοηθήση, και ό,τι γίνει ας γίνη (…) Οι λόγοι αυτοί του Φωτήλα υπήρξαν η υστερινή των απόφασις».[8]
Και οι έξι ιστορικοί ομοφωνούν πως οι συνελθόντες στη μονή διενήργησαν στρατολόγηση δίνοντας στην ανταρσία τους ένοπλο χαρακτήρα.[9] Ο Φιλήμων, μάλιστα, και ο Φωτάκος βεβαιώνουν πως εκεί και τότε αποφασίστηκε η έναρξη της Επανάστασης.
Δεν είναι όμως μόνο οι ιστοριογράφοι που βεβαιώνουν ότι οι αποχωρήσαντες από την Αγία Λαύρα άρχισαν να συγκεντρώνουν στρατεύματα. Υπάρχουν και αδιάψευστα ντοκουμέντα, τα οποία παραθέτουμε στη συνέχεια:
Α) Με επιστολή του στις 20 Μαρτίου ο προεστός των Καλαβρύτων Χαραλάμπης από τη Ζαρούχλα καλεί σε στρατολόγηση:
«Αγαπητοί γέροντες των χωρίων Κατσάναις και λοιποί σας χαιρετώ. Εις αυτόθι εδιωρίσθη με γνώμην και απόφασιν εδικήν μας ο καπετάν Κωνσταντής Πετιμεζάς δια να έλθη να συνάξη ανθρώπους. όσοι λοιπόν είσθε ικανοί και με άρματα όλοι θέλει ακολουθήσετε κοντά του…»[10].
Β) Επιστολή αποδείχνει ότι στα Νεζερά -όπου φεύγοντας από την Αγία Λαύρα μετέβησαν οι Π. Π. Γερμανός και Ανδρέας Ζαΐμης, - βρίσκονταν ήδη στις 23 Μαρτίου συγκεντρωμένο ελληνικό στράτευμα:
«Πανοσιώτατε καθηγούμενε και λοιποί πατέρες της αγίας Λαύρας παρ’ ελπίδα και με μεγάλην μας απορίαν εμάθαμεν ότι τα διορισθέντα ζώα του μοναστηρίου σας δια να μεταφέρουν ολίγας ημέρας αλεύρι, επέστρεψαν οπίσω χωρίς να σταθώσι μήτε μια ημέραν. όθεν τι να σας γράψωμεν. Σας στέλνομεν λοιπόν επίτηδες τον παρόντα και την ιδίαν στιγμήν να ξεκινήσετε τα ζώα με τα σακιά και κοπέλλια να προφθάσωμεν αύριον το γεύμα εις Νεζερά, δια να υπάγουν εις Ομπλού*, δια να μη διασκορπισθώσιν οι στρατιώται, επειδή ταύτην την ώραν ελάβομεν γράμμα με επίτηδες πεζόν και μας βεβαιώσιν ότι αν αύριον δεν προφθασθή το στράτευμα αφεύκτως διαλύεται εκ της ελλείψεως ζωοτροφίας και πλέον στοχάζεσθε τι θέλει μας ακολουθήσει…
Υγιαίνετε τη 23 Μαρτίου 1821 εν Καλαβρύτοις
Οι προσφιλείς σας ο Κερνίκης Προκόπιος, Ασημάκης Ζαΐμης, Ιωάννης Παπαδόπουλος, Ασημάκης Φωτήλας, Δημητράκης Ζαΐμης, Σωτήριος Χαραλάμπης»[11].
Από την επιστολή τούτη διαπιστώνουμε, επιπλέον, ότι στην περιοχή σημειώνονταν αξιόλογη κινητικότητα: Στις 23 Μαρτίου οι Κερνίκης Προκόπιος, Ασημάκης Ζαΐμης και Ασημάκης Φωτήλας - οι οποίοι μετά την Αγία Λαύρα είχαν μεταβεί ο μεν πρώτος στα Νεζερά με τον Π. Π. Γερμανό, οι δύο άλλοι δε στην Κερπινή[12] - βρίσκονταν πλέον στα Καλάβρυτα, όπου βρίσκονταν σε εξέλιξη η πολιορκία του βοεβόδα Αρναούτογλου και των Τούρκων της πόλης[13]. Από εκεί μεριμνούν για τη σίτιση και συντήρηση του συγκεντρωμένου στρατεύματος στα Νεζερά (όπου είχε ήδη μεταβεί ο Π. Π. Γερμανός), το οποίο σε λίγο θα σπεύσει στην Πάτρα. Το γεγονός τούτο όχι μόνο καταρρίπτει τον ισχυρισμό ότι οι απελθόντες από τη μονή έφυγαν για να κρυφτούν, μα και αποδεικνύει πως, όλως αντιθέτως, οργάνωναν και προωθούσαν τις επαναστατικές διεργασίες στην περιοχή της Αχαΐας.
Θ. Κολοκοτρώνης: «Αφού επροετοιμάσαμεν και συναγροικήθημεν, ο Ζαΐμης με τους άλλους, αναγκασμένοι να υπάγουν εις την Τριπολιτσά ή να μείνουν έτσι, εχτύπησαν τον Βοϊβόδα των Καλαβρύτων».[14]
Από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους πληροφορούμαστε ότι υπάρχουν«μαρτυρίες από οικογενειακά αρχεία αγωνιστών που αναφέρουν ότι όχι μόνο αποφασίστηκε τότε στην Αγία Λαύρα η έναρξη της Επαναστάσεως αλλά πως έγινε και ειδική δοξολογία στις 17 Μαρτίου, ημέρα εορτής του τιμωμένου εκεί Αγίου Αλεξίου, και επακολούθησε ορκωμοσία. Οι ίδιοι συνδέουν με αυτή τη σύσκεψη την αποστολή από τα Καλάβρυτα στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη μηνύματος των Σολιώτη και Σκαλτσά με ημερομηνία 19 Μαρτίου, που συμβολικά ανέφερε:
‘’Εξοχώτατε Α. Μ. Χθες ετελέσθη το στεφάνωμα και έστω εις γνώσιν Σας.
Καλάβρυτα τη 19 Μαρτίου 1821.
Υπογραφαί: Νικόλαος Χριστοδούλου Σολιώτης, Α. Σκαλτσάς’’.
Και εξηγούν ότι η λέξη ‘’στεφάνωμα’’ σήμαινε πως κηρύχθηκε η Επανάσταση και έγινε ορκωμοσία».[15]
Ο γραμματέας του Δημητρίου Υψηλάντη και ιστορικός του Αγώνα Ιωάννης Φιλήμων κατεδαφίζει συθέμελα την ψευτοπροοδευτική μυθολογία, γράφοντας στο Ιστορικό του Δοκίμιο:
«Αι δύο μοναί της Λαύρας και του Προφήτου Ηλιού αξιούνται της δάφνης περί των πρωτείων κατά τον αγώνα. Η Λαύρα εδέχθη τους Αχαιούς συσκεφθέντας και πρώτους κινηθέντας κατά την Πελοπόννησον . ο Προφήτης Ηλίας εδέχθη τους Φωκείς συσκεφθέντας και πρώτους κινηθέντας κατά την Στερεάν».[16]
Η ζωντανή προσωπική μαρτυρία διαθέτει, βεβαίως, μοναδική αξία, ιδίως όταν κατατίθεται δημοσίως. Παραθέτουμε, λοιπόν, ακολούθως απόσπασμα από την ομιλία του Αλέξανδρου Δεσποτόπουλου το 1861, που εκφώνησε στο χώρο της μονής, ο οποίος, δηλώνει αυτοπροσώπως πως παρέστη στη δοξολογία και την ύψωση του λαβάρου στην Αγία Λαύρα το 1821:
«Θεωρώ εμαυτόν ευτυχή, διότι εν τω μέσω ευρεθείς της κλαγγής και του καπνού αυτών των ιδίων τουρκοφάγων όπλων, των από του Ιερού λόφου αντηχησάντων και υπό τον κυματισμόν αυτής της παρά του Ιεράρχου Γερμανού υψωθείσης Σημαίας του Σταυρού, εν τη αυτή του 1821 ημέρα (…)
»Εδώ επάνω, εις τούτον τον Ιερόν λόφον εις τον οποίον ιστάμεθα, ο Αείμνηστος Ιεράρχης Γερμανός, με την αριστεράν κρατών τα πρακτικά της προ μικρού αποτελεσθείσης μυστικής εν Αιγίω συνελεύσεως, και με την δεξιάν χείραν υψόνων την Σημαίαν ταύτην του Σταυρού, αναγεγραμένην έχουσαν την κοίμησιν της Θεοτόκου, και υπέρ ταύτην ανηρτημένον το σύνθημα ‘‘Ανάστηθι Ελλάς, Ελευθερίαν ή Θάνατον ομνύομεν επί τω Ονόματί Σου’’[17]
«Κατά τας 20 Μαρτίου ανεχώρησεν ο Βοεβόδας των Καλαβρύτων Αρναούτογλους να απέλθη εις Τριπολιτσάν, να διαβεβαιώσει τον Καϊμακάμην και τους εντοπίους Οθωμανούς περί των διατρεξάντων εις την επαρχίαν εκείνην και να μεσολαβήση δήθεν να συμβιβασθή το πράγμα, να γίνη μία φρόνιμος αμνηστία (κατά τας εδικάς του σκέψεις) να μην ερεθισθώσι περισσότερον τα πράγματα και σχισθή το προσωπείον αλλά να ησυχάση ο τόπος. Αλλ’ επειδή την προτεραίαν είχον φθάσει οι δύο προηγούμενοι (μοναχοί) οίτινες ήτον φερμένοι εις ημάς και είχον την βεβαιότητα των κινημάτων μας, έστειλαν οι εν Αγία Λαύρα τους αδελφούς Παπαδάτους Σωτηράκην και Ηλίαν, τον Χονδρογιάννην και άλλους υπέρ τους 150, και κατέλαβον του Χαμπήμπαγα το γεφύρι να μην αφήσουν μηδ’ αυτόν μήτ’ άλλους να διαβούν εκείθεν πλέον δια την Τρίπολιν. Διερχόμενος λοιπόν ο Αρναούτογλουςμε τριάκοντα περίπου Τούρκους έστειλεν εμπρισθοφυλακήν τον καφετζήν του μ’ άλλους τρεις ιππείς και φθάσαντες εις την γέφυραν, τους επυροβόλησαν και τους εφόνευσαν, ο δε Αρναούτογλης υπέστρεψε τρέχων δρομαίως εις Καλάβρυτα, κατέλαβε μετά των εντοπίων όλους τους πύργους και δυνατά οσπίτια και ωχυρώθησαν, και οι χριστιανοί της κωμοπόλεως τους επολιόρκησαν και ούτως ετελείωσαν πλέον όλαι αι διαπραγματεύσεις μεταξύ Τούρκων και Χριστιανών και δεν εγνώριζον οι εν Τριπόλει ουδέν των γινομένων κινημάτων εις τας επαρχίας.Οι συναχθέντες λοιπόν εις την Αγίαν Λαύραν απεφάσισαν και ύψωσαν την σημαίαν της επαναστάσεως κατά τας 23 Μαρτίου 1821, προσφέροντες πάνδημον δοξολογίαν προς τον Ύψιστον και με το σύνθημα ¨ή ζωή και ελευθερία ή θάνατος¨».[18]
«Ο ιερός σκοπός επειδή και εξεσκεπάσθη εις τους Οθωμανούς και από διάφορα κινήματα των Μοραϊτών και από τας χονδράς ετοιμασίας των Νήσων σας, βλέποντας φανερά τον κίνδυνον και αφανισμόν του Γένους, εκινήθη η υπόθεσις πρώτον από τα Καλάβρυτα και δεύτερον εκ Μάνης…»[19]
Τις μαρτυρίες ζώντων μαρτύρων, ότι η Αγία Λαύρα υπήρξε η επαναστατική εστία απ’ όπου εξόρμησαν οι Έλληνες κατά των Τούρκων στα Καλάβρυτα, μνημονεύει ο Γ. Παπανδρέου σε άρθρο του υπό τον τίτλο «Περί της εν Καλαβρύτοις ιστορικής μονής της Αγίας Λαύρας», που δημοσιεύτηκε στο Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας Ελλάδος, τ. Γ΄, 1889 (σελ. 428-445). Στις σελίδες του βεβαιώνει ότι επί των ημερών του πιστοποιούνταν…
«…η πάγκοινος μαρτυρία επιζώντων εισέτι γερόντων, εκ τε της πολίχνης των Καλαβρύτων και εκ των πέριξ χωρίων, ανθρώπων φιλαλήθων και εξ όλου του βίου αυτών γνωστών ως αποστρεφομένων τα ψεύδη και ομνυόντων εις το ιερόν όνομα του αγώνος, ομοφώνως δ’ ομολογούντων ότι από της Αγίας Λαύρας εξώρμησαν μετά σημαίας και ενός ευτελούς της μονής κανονίου οι επαναστάται οι πολιορκήσαντες και κυριεύσαντες τα Καλάβρυτα».
(Βλ. σελ. 435)
Μαρτυρίες ξένων
α) Τόμας Γκόρντον: Ο Φιλέλληνας συγγραφέας βρίσκονταν το 1821 στην Ελλάδα κι έλαβε μέρος στην πολιορκία της Τρίπολης. Στο βιβλίο του, που εξεδόθη στα αγγλικά το 1832, έξι χρόνια, δηλαδή, πριν το οθωνικό διάταγμα, γράφει αναφερόμενος στον Π. Π. Γερμανό (που αρνούμενος να πάει στην Τρίπολη είχε μεταβεί με τους προκρίτους της Αχαΐας στην Αγία Λαύρα): «Από εκεί αυτός κι οι σύντροφοί του έστειλαν γράμματα στους φίλους τους των άλλων επαρχιών και προετοίμαζαν ψυχικά τους ορεσίβιους για την επανάσταση. Τελικά ύψωσαν τη σημαία του Σταυρού και στις 21 Μαρτίου 1821 κυρίευσαν τα Καλάβρυτα».[20]
β) Αντ. Πρόκες Όστεν: Υπήρξε πρέσβης της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο της Επανάστασης. Στην εξάτομη ιστορία του, της οποίας άρχισε τη συγγραφή το 1834, γράφει: «Ο Ανδρέας Λόντος, ο Ζαΐμης και Γερμανός, ο αρχιεπίσκοπος Πατρών, εξεκίνησαν μεν, αλλ’ εστάθησαν εις τα Καλάβρυτα, και μετ’ απατηλάς διαπραγματεύσεις μετά των Τούρκων διαδίδοντες την φήμην και εξ αυτής δήθεν φοβούμενοι, ότι οι Τούρκοι εσκόπουν να σφάξωσιν όλους τους εν Τριπόλει συνηγμένους αρχηγούς, ύψωσαν την 4 Απριλίου (δηλ. 23 Μαρτίου) την σημαίαν της επαναστάσεως».[21]
γ) Μαξίμ Ρεϊμπώ: Ο Γάλλος Φιλέλληνας ήρθε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1821. Ο Τ. Γκόρντον γράφει γι’ αυτόν ότι «υπηρέτησε στην Ελλάδα και μπορεί να τον εμπιστεύεται κανείς απεριόριστα για καθετί που συνέβη κάτω από τα μάτια του»[22]. Στο βιβλίο του Memoires Sur la Grece, που εξεδόθη στα Γαλλικά το 1824, ο Ρεϊμπώ αναφέρει ότι «ο Π. Π. Γερμανός και οι προεστοί, κατόπιν κοινής συμφωνίας, ύψωσαν το λάβαρο του σταυρού στα Καλάβρυτα, στις 4 Απριλίου 1821»[23] (δηλ. στις 23ηΜαρτίου).
«But Germanos, bishop of Patras, and the several of the most influential men, delayed, under various pretexts, complying with the summons; till the former, arriving at [1821. April.] Calavrita, and having no longer any excuse, suddenly displayed the standard of the cross, and called upon the people, in the name of God, and liberty, to take up arms against their oppressors. This was on the 4th; the people answered his call, by a general rush to arms, and the few Turks who were in the place, were made prisoners. The spark thus struck, mounted into a flame, and spread rapidly over the Morea».[24]
Μετάφραση
«Αλλά o Γερμανός, ο αρχιεπίσκοπος της Πάτρας, καθώς και αρκετοί από τους άνδρες με επιρροή καθυστέρησαν, με διάφορες προφάσεις, να ανταποκριθούν στο κάλεσμα.Όταν έφτασε [1821. Απρίλιος.] στα Καλάβρυτα, μη έχοντας πλέον καμία δικαιολογία, προέταξε ξαφνικά το σύμβολο του σταυρού, και κάλεσε το λαό, εν ονόματι του Θεού και της ελευθερίας, να πάρει τα όπλα εναντίον των καταπιεστών του. Αυτό συνέβη στις 4. Ο λαός ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του, έσπευσε να πάρει τα όπλα, και οι λίγοι Τούρκοι που βρίσκονταν εκεί, πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Έτσι η σπίθα άναψε, γιγαντώθηκε σε φλόγα, και εξαπλώθηκε γρήγορα στο Μοριά».
Η μαρτυρία της λαϊκής μας παράδοσης
Του πολέμου του 21
Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λεν τα’ αηδόνια,
Κρυφά το λέει κι ο γούμενος από την άγια Λαύρα.
«Παιδιά, για μεταλάβετε, για ξεμολογηθήτε.
δεν είν’ ο περσινός καιρός κι’ ο περσινός χειμώνας.
Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
Γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους.
Να διώξουμ’ όλη την Τουρκιά ή να χαθούμε ούλοι.[25]
Επίλογος
Οι επιστημονικοί υπεύθυνοι της σειράς του Σκάι και εν γένει οι ψευτοπροοδευτικοί αναθεωρητές της ιστορίας λαθεύουν, αν θεωρούν ότι ο ελληνικός λαός και η ιστορική αλήθεια αποτελούν εύπλαστο υλικό, ώστε να το διαμορφώνουν αυτοί κατά το δοκούν. Γι’ αυτό και το εγχείρημά τους θα καταλήξει εκεί που κατέληξε και το θλιβερό σύγγραμμα της κ. Ρεπούση.
Υποσημειώσεις
[2] Βλ. Ριζοσπάστης 25 Μαρτίου 2009.
[3] Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, βιβλίο 1, Α΄ μέρος, σελ. 70, εκδ. ΔΟΛ.
[4] Γ. Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1ος, σελ. 193, εκδ. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων.
[5] Ιωάννης Φιλήμων, Ιστορικόν Δοκίμιον περί Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Γ΄, σελ.5. Λίγες σελίδες πιο κάτω (σελ. 18) ο ιστορικός αναφέρει ότι μεγάλη ανησυχία κυρίευσε τους Τούρκους των Πατρών, όταν «ήκουσαν περί του μητροπολίτου Γερμανού και του Ανδρέου Ζαήμου, ότι επανέκαμψαν εις Νεζερά, υπενεργούντες στρατολογίαν», αντί να μεταβούν στην Τρίπολη, υπακούοντας στη διαταγή του Καϊμακάμη.
[6] Ν. Σπηλιάδη Απομνημονεύματα, τ. Α΄, σελ. 29. Αθήνησι 1851.
[7] Αμβροσίου Φραντζή: Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος, εν Αθήναις 1839, τ. Α΄, σελ. 145, 146.
[8] Φωτάκου Απομνημονεύματα, τ. Α΄, σελ. 72, εκδ. Βεργίνα
[9] Ομοίως και ο Γερμανός ιστορικός Γερβίνος γράφει ότι οι αποσυρθέντες στην Αγία Λαύρα «αποφάσισαν να ήναι έτοιμοι εν πάσει περιπτώσει και προς τούτο διεσκορπίσθησαν εις διάφορα μέρη προς στρατολογίαν». Βλ. Γ. Γ. Γερβίνου Ιστορία της Επαναστάσεως και Αναγεννήσεως της Ελλάδος, τ. Α΄, σελ. 193, εκδ. Ελέυθερη Σκέψις.
[10] Βλ. Φωτάκου Απομνημονεύματα, τ. Α΄, σελ. 80, εκδ. Βεργίνα.
* Πρόκειται για την ευρισκόμενη κοντά στην Πάτρα μονή Ομπλού.
[11] Η επιστολή υπάρχει στο Αρχείο του Ανδρέα Ζαΐμη. Τη δημοσίευσε ο Δ. Γατόπουλος στην εφημερίδα Εστία στις 9 Φεβρουαρίου 1938. Βλ. Σταύρου Σκοπετέα: Η έναρξις του υπέρ ελευθερίας ιερού Αγώνος, στον τόμο «Η Καλαμάτα εις την Επανάστασιν του 21», σελ. 67, σημ. 42. Σύλλογος προς Διάδοσιν των Γραμμάτων, 1948. (Δική μου η υπογράμμιση των λέξεων).
[12] Για το πού μετέβη έκαστος βλ. Π. Π. Γερμανού Απομνημονεύματα, οπ.παρ. σελ. 28.
[13] Βλ. Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον, τ. Γ΄, σελ. 11.
[14] Θ. Κολοκοτρώνη: Απομνημονεύματα, σελ. 57, εκδ. Παναρκαδική Ομοσπονδία Ελλάδος.
[15] Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, σελ. 82, Εκδοτική Αθηνών.
[16] Ιωάννης Φιλίμων Ιστορικόν Δοκίμιον, τ. Γ΄, σελ. 70, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις.
[17] Σύντομον Πανηγυρικόν Λογίδριον εκφωνηθέν εις την 25 Μαρτίου παρ’ Αλεξάνδρου Δεσποτόπουλου εν τη Αγία Λαύρα, Πάτραι 1861.
[19] Αναργύρου Αναργύρου: Τα Σπετσιώτικά, τ. Α΄, σελ. 152. Το παραθέτει ο Απ. Δασκαλάκης, όπ. παρ. σελ. 71, σημ. 1. Για την ταυτοποίηση των αναφερόμενων γεγονότων, ο αναγνώστης πρέπει να έχει υπόψη ότι η Αγία Λαύρα απέχει μόλις 4 χμ. από την πόλη των Καλαβρύτων.
[20] Τόμας Γκόρντον, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, βιβλίο Α΄, τ. 1, σελ. 78, εκδ. Μπάυρον.
[21] Αντ. Πρόκες Όστεν: Ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων, τ. Α΄, σελ. 47, Αθήνησι 1868. Ο Πρόκες Όστεν ακολουθεί το νέο ημερολόγιο. Με βάση το παλιό, που ήταν τότε σε χρήση στην Ανατολή, η 4η Απριλίου αντιστοιχεί στην 23η Μαρτίου.
[22] Βλ. Τόμας Γκόρντον, οπ. παρ. σελ. ιγ΄.
[23] Βλ. Maxime Raybaud, Memoires Sur La Grece, τ. Α΄, σελ. 298, 1824. «D’ autres primats, et avec eux Germanos, archeveque de Patras, qui s’ etaient egalement achemines vers Tripolitza, voulant gagner du temps, s’ arreterent, sous diverses raisons, a Dimitzana et a Calavryta. Apres avoir epuise differents pretextes pour eviter de se rendre a la destination qui leur etait assignee, ils leverent, d’ un commun accord, l’ etendard de la croix dans cette derniere ville, le 4 avril 1821. Les Turcs qui s’ y trouvaient furent aussitôt desarmes, et gardes a vue dans quelques unes de leurs maisons ».
Το ιστορικό υπόβαθρο της 25ης Μαρτίου
Submitted by antibaro on Wed, 24/03/2010 - 20:13
Ν. Σπηλιάδης: «Και τοιουτοτρόπως την 25 μαρτίου του 1821 επανέστη η Πελοπόννησος μετά την 24 φεβρουαρίου, καθ’ ην ο Υψηλάντης διεκήρυξεν εις την Μολδαυίαν την επανάστασιν».[39]
Ι Φιλήμων: «Αληθινόν είναι, ότι η Επανάστασις έλαβε χαρακτήρα γενικώτερον από της 25».[41]
[27] Μια ευρύτερη κριτική αξιολόγηση του βιβλίου του Κρεμμυδά κάνει ο Γιώργος Καραμπελιάς στο άρθρο Η κατασυκοφάντηση της Επανάστασης του 21. Βλέπε http://www.antibaro.gr/node/905.
[38] Μ. Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, σελ. 88. Ο Μ. Οικονόμου υπήρξε γραμματέας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
[39] Ν. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα τ. Α΄, σελ. 64
Αποτελεί πικρή διαπίστωση το γεγονός ότι στη χώρα μας σπανίζει η άρτια κι απροκατάληπτη επιστημονική έρευνα βασικών πτυχών της Επανάστασης του 1821.
Ιστοριογράφοι, πανεπιστημιακοί κι εκλεκτοί των μ. μ. ε. που εκπροσωπούν συγκεκριμένες τάσεις στην ιστοριογραφία, έχουν στο θέμα αυτό υιοθετήσει ως πάγια τακτική να υποβάλλουν τις πρωτογενείς πληροφορίες στο διωγμό της ηθελημένης αγνόησης, της επιλεκτικής μεταχείρισης και της στρέβλωσης.
Την κατάσταση αυτή, φαίνεται, είχε υπ’ όψιν του ο ιστορικός Σπύρος Ασδραχάς, όταν προσφάτως μιλούσε για «παράδοξη απουσία του 1821» στις ημέρες μας. Επεξηγούσε ότι με τον όρο αυτό δεν εννοεί την ανυπαρξία σύγχρονης συγγραφικής παραγωγής γύρω απ’ το 21, αλλά αναφέρεται στην παραγόμενη ιστοριογραφία, που είναι κατώτερη των περιστάσεων και «δεν αντιστοιχεί και στις τεκμηριωτικές απαιτήσεις».[1]
Η παρατήρηση αυτή, βεβαίως, δεν αφορά τα κορυφαία σύγχρονα ιστοριογραφικά έργα υψηλής επιστημονικής στάθμης, που επιφυλάσσουν στο ’21 μια καθ’ όλα επάξια διαπραγμάτευση.[2]
Η ιδεολογικά κατευθυνόμενη, όμως, ιστοριογραφία εμποτίζει εδώ και δεκαετίες την ελληνική κοινωνία με στρεβλές απεικονίσεις της βιωμένης ιστορίας, προσδίδοντάς τους, μάλιστα, το επίπλαστο πρόσημο της προοδευτικότητας.
«Εφαρμόζοντας τέτοιες μονόπλευρες θεωρήσεις –έγραφε προ ετών ο Κωνσταντίνος Τσάτσος- και δένοντας έτσι σε κλίνη του Προκρούστη την ιστορία του 21, μερικοί ισχυρίζονται ότι την ’’απομυθοποιούν’’, ότι την απαλλάσσουν από την ωραιοποίηση και αποκαλύπτουν την πικρή της αλήθεια (…) Υποτιμώντας ή σπιλώνοντας μεγάλα ονόματα ή εξαιρετικά γεγονότα δεν απομυθοποιούμε το 21. το σπιλώνουμε (…) Γι’ αυτό, θολώνουν την αλήθεια και βλάπτουν την Πατρίδα εκείνοι που, αποσιωπώντας είτε ανομήματα είτε κατορθώματα και συνθλίβοντας πρόσωπα και πράξεις κάτω από την καλύπτρα μιας μονόπλευρης έρευνας, επιχειρούν να δώσουν στα γεγονότα του παρελθόντος ερμηνείες, που προσαρμόζονται σε αμφισβητήσιμες πολιτικές επιδιώξεις του παρόντος».[3]
25η Μαρτίου: Η ορισθείσα από τη Φιλική Εταιρία ημέρα έναρξης της Επανάστασης
Παρ’ όσα λέγουν ή σκεπάζουν με τη σιωπή τους οι ποικιλώνυμοι ‘’απομυθοποιητές’’, η ιστορικότητα της 25ης Μαρτίου είναι αναμφισβήτητη κι ιδιαιτέρως βαρύνουσα: Εδράζεται πρωτίστως στο γεγονός ότι η ανώτατη Αρχή της Φιλικής Εταιρίας υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη καθόρισε την ημέρα αυτή της εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου ως ημέρα έναρξης της Επανάστασης.
Πανθομολογείται αυτό από τους αγωνιστές της Επανάστασης και τους ιστορικούς της τότε εποχής.
Παραθέτουμε ακολούθως αναφορές ιστορικών που μετείχαν της Επανάστασης, όπως ο Αμβρόσιος Φραντζής, ο Τζόρτζ Φίνλεϋ κ.α. καθώς και τις προσωπικές μαρτυρίες του Κολοκοτρώνη και του Φωτάκου.
Αμβρόσιος Φραντζής: «Ο Γρηγόριος Δικαίος κατετάραττε συνεχώς τον εγκέφαλον των πάντων, παρουσιαζόμενος ως αντιπρόσωπος προσωρινός του Α. Υψηλάντου, και παριστάνων θετικώς ότι η ημέρα της ενάρξεως είναι διωρισμένη πανταχού η 25 Μαρτίου, ότι την αυτήν ημέραν πυρπολείται ο Σουλτανικός στόλος, ότι δίδεται πυρ εις όλην την Κωνσταντινούπολιν, ότι φονεύεται ο Σουλτάνος (…) Αυτά ταύτα διεφημίζοντο και από μέρους του Θ. Κολοκοτρώνη, του Νικηταρά, και Αναγνωσταρά».[4]
Τζορτζ Φίνλεϋ: «Οι πράκτορες της υπάτης διευθύνσεως (σ.σ. της Φιλικής Εταιρίας)είχον ορίσει ήδη την 25 Μαρτίου, ως ημέραν καθ’ ήν η Επανάστασις έμελλε να εκραγή ταυτοχρόνως εις πάσαν επαρχίαν και πόλιν της Οθωμανικής αυτοκρατορίας πλήθουσαν Ελλήνων».[5]
Φωτάκος: «Εξέλεξαν τον Φωτάκον, όστις απεστάλη δαπάνη του Ι. Αμβροσίου μεγαλεμπόρου εν Οδησσώ, έχων και ούτος την εντολήν να είπη προς τον Κανέλον Δεληγιάννην, ότι η ορισθείσα ημέρα της επαναστάσεως ήτο η 25 Μαρτίου του επιόντος έτους 1821, όπως ετοιμάζεται και αυτός και οι άλλοι». [6]
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «Εις τα ’20 με ήλθον γράμματα από τον Υψηλάντη δια να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως (…) Έστειλα και εις τας επαρχίας της Μεσσηνίας, Μιστρός, Καρύταινας, Φαναριού, Λεονταριού, Αρκαδίας, της Τριπολιτσάς, και ήλθον εκεί οπού ευρισκόμουν, και τους έλεγα, ότι την ημέρα του Ευαγγελισμού να είναι έτοιμοι, και κάθε επαρχία να κινηθή εναντίον των Τούρκων των τοπικών».[7]
Οι μαρτυρίες αυτές τεκμηριώνουν αδιάσειστα την κεφαλαιώδη για το νέο ελληνισμό σημασία της 25ης Μαρτίου.
Η εσκεμμένη αποσιώπηση
Στην αντίπερα όχθη ορισμένοι σύγχρονοι ή λιγότερο σύγχρονοι ιστοριογράφοι έχουν επιδοθεί σε αγώνα αθέμιτο για απόκρυψη της αλήθειας, καλύπτοντας τούτο το σημαντικό ορόσημο της νεοελληνικής ιστορίας κάτω από πλήθος σελίδων σιωπής και παραπλανητικών αναφορών.
Το δρόμο άνοιξε πριν μισό και πλέον αιώνα ο Γ. Κορδάτος, για ν’ ακολουθήσουν ο Δ. Φωτιάδης, ο Τ. Σταματόπουλος, ο Τ. Βουρνάς, ο Κρεμμυδάς κ.α.. Πρόκειται για ιστοριογράφους που τα βιβλία τους είχαν κι έχουν μεγάλη διάδοση κι εξέθρεψαν την ιστορική συνείδηση γενεών νεοελλήνων.
Ας δούμε εν συντομία με πιο τρόπο αντιμετώπισαν την 25η Μαρτίου οι εν λόγω ιστοριογράφοι:
α) Ο Γ. Κορδάτος στο βιβλίο του Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 γράφει: «Η επανάστασις θα ήρχιζε κατά τας αρχάς του 1821 και θα ήτο γενική».[8]
Περιοριζόμενος σε αυτή τη αόριστη χρονική προσέγγιση προσπερνά κάθε συγκεκριμένη αναφορά στην ημερομηνία έναρξης του Αγώνα.
Το ίδιο κάνει και όταν αναφέρεται στην αποστολή του Παπαφλέσσα στην Πελοπόννησο, ο οποίος, καθώς λέει, «ενεργούσε σύμφωνα με τας εντολάς που του έδωσεν η Φιλική Εταιρία και ήτο αποφασισμένος να τα παίξει όλα για όλα δια να μείνει πιστός και να εκτελέσει τας εντολάς που έλαβε».[9]
Δεν αναφέρει, όμως, ότι στον κεντρικό πυρήνα αυτών των εντολών βρίσκονταν το επαναστατικό σάλπισμα της 25ης Μαρτίου.
Την ίδια τακτική της εσκεμμένης αποσιώπησης ακολουθεί και στη Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, όπου γράφει: «Η Αρχή (σ.σ. της Φιλικής Εταιρίας) έγραψε και στον Κανέλλο Ντεληγιάννη, που ήταν από τους πρώτους του Μοριά και τον καλούσε μαζί με τ’ αδέρφια του να συντρέξουν και πρωτοστατήσουν στον Ιερό Αγώνα».[10]
Αποκρύπτει όμως αυτό που καταμαρτυρά ο Φωτάκος, ο άνθρωπος που κόμισε στον Δεληγιάννη το εν λόγω μήνυμα: Ότι, δηλαδή, η Φιλική Εταιρία διασάλπιζε πως «η ορισθείσα ημέρα της επαναστάσεως ήτο η 25 Μαρτίου του επιόντος έτους 1821».[11]
Αναφορικά με τα διατρέξαντα στη σύσκεψη της Βοστίτσας ο Κορδάτος γράφει ότι στους εκεί συνελθόντες ο Παπαφλέσσας «εκθέτει την εντολή που έχει(από την Αρχή της Φ. Ε.) και πώς διαγράφεται η κατάσταση. Τους βρίσκει σύμφωνους στο ζήτημα ότι αναβολή θα φέρει μεγάλο κακό».[12] Περισσότερες πληροφορίες δεν δίνει επ’ αυτού, μα παραπέμπει τον αναγνώστη στα έργα του Φωτάκου, στα Απομνημονεύματα του Σπηλιάδη και στη βιογραφία του Παπαφλέσσα, που έγραψε ο Αργυρόπουλος.
Παραθέσαμε ήδη τη μαρτυρία του Φωτάκου. Ας δούμε τι λένε οι λοιποί δύο:
Ο Σπηλιάδης στον Α΄ τόμο των Απομνημονεύματων του καταγράφει ρητά«την 25η Μαρτίου, ως ημέραν προσδιωρισμένην να λάβωσι τα όπλα πανταχού οι Έλληνες».[13]
Ο Αργυρόπουλος αναφερόμενος στον Παπαφλέσσα γράφει: «Ούτος, όθεν διήρχετο διέσπειρε τας επαναστατικάς του ιδέας προσθέτων συνάμα ότι η 25 Μαρτίου ήτο υπό της Εταιρείας προσδιωρισμένη ημέρα προς έναρξιν τη Επαναστάσεως».
Είναι εμφανές ότι η παραπομπή του Κορδάτου στα έργα τούτα έγινε για να αποφύγει να καταγράψει ο ίδιος την ανεπιθύμητη, γι’ αυτόν, αλήθεια!
Σε άλλο σημείο ο Κορδάτος αναφερόμενος στον Ηλία Φωτεινό λέει πως«είναι η πιο σπουδαία πηγή για την εισβολή του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία».[14]Παραθέτει δε και εκτενές απόσπασμα από το βιβλίο του Φωτεινού. Προσπερνά, όμως, ακροποδητί την ακόλουθη πολύ σημαντική πληροφορία που εκείνος μας δίνει:
«Η ημέρα της ενάρξεως, είναι πασίγνωστον, ότι ήτο εκείνη των 25 Μαρτίου, αποφασισμένην δι’ όλα τα μέρη της Επαναστάσεως, επί ταύτης έπετο και ο Υψηλαντης να πράξη εν τη Μολδοβλαχία την έφοδόν του, άλλ’ ο προκαταλαβών θάνατος τον της Βλαχίας Ηγεμόνα, ως ειρέθη, συνήργησεν, ως εις καλήν επιτυχίαν, την άμεσον κίνησιν του Θεοδώρου (σ.σ. Βλαδιμηρέσκου), και επομένως επετάχυνε την ως επί τω μικρώ εν αυταίς ταις επαρχίαις άωρον έξοδον του Υψηλάντου».[15]
Η πληροφορία του Φωτεινού είναι πολύ σημαντική, διότι μάς εξηγεί και τους λόγους, για τους οποίους το κίνημα του Υψηλάντη άρχισε ένα μήνα περίπου νωρίτερα από την ταχθείσα ημερομηνία της 25ης Μαρτίου. Πρόκειται για ζήτημα που χρήζει ειδικής διερεύνησης, μα οι εν λόγω ιστοριογράφοι αποφεύγουν ακόμη και να το θίξουν.[16]
Αυτό που προκύπτει εν προκειμένω είναι ότι ο Γιάννης Κορδάτος κάνει ό,τι μπορεί, όχι για να φέρει στο φως την ιστορική αλήθεια, μα για να ρίξει στο σκοτάδι την 25η Μαρτίου.
β) Ο Δ. Φωτιάδης στα οικεία κεφάλαια της Ιστορίας του ουδεμία αναφορά κάνει στον καθορισμό της 25ης Μαρτίου από τη Φιλική Εταιρία ως ημέρας έναρξης του Αγώνα. Κι ας γνωρίζει άριστα πως αυτό ήταν το βασικό μήνυμα που κόμιζε ο Παπαφλέσσας, όταν έφτασε στην Πελοπόννησο, κι ότι υπέρ αυτού του επαναστατικού ορόσημου αγωνίστηκε στη σύσκεψη της Βοστίτσας.
Αναφερόμενος στη σύσκεψη αυτή ο Φωτιάδης γράφει κάτι που ελέγχεται ως ανακριβές: Ότι δηλαδή εκεί αποφασίστηκε η αναβολή της επανάστασης.[17]Αναβολή, όμως, σε σχέση με ποια ημερομηνία; Αυτό δεν το λέει.
Όμως, όσα αποσιωπά ο Φωτιάδης, τα φέρνει στο φως ο Φωτάκος, που γράφει:
«Κατά πρότασιν του Φλέσα απεφάσισαν να κοινοποιήσουν τον σκοπόν της συνελεύσεως εις όλους τους αδελφούς της εταιρίας και εις τους αρχιερείς, και να παίξουν τα πράγματα όπως δυνηθούν με την εξουσίαν, ώστε να μακρύνουν τον καιρόν, αλλ’ η ετοιμασία να εξακολουθή δραστηρίως δια την επανάστασιν, επειδή είχον έλθει πολλοί απ’ έξω Πελοποννήσιοι προς τον σκοπόν τούτον, και η επανάστασις ήτον αδύνατον να βραδύνη περισσότερον της ορισθείσης ημέρας, ήτοι της 25 Μαρτίου».[18]
Ένας απ’ ατούς που είχαν έρθει απ’ έξω, για να μετάσχουν της Επανάστασης, ήταν κι ο Κολοκοτρώνης. Ο Φωτιάδης μιλώντας γι’ αυτόν αναφέρεται στο «γράμμα που πήρε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη να ετοιμαστεί για το σηκωμό».[19] Δε βρίσκει, όμως, να πει μια λέξη για την 25η Μαρτίου!
Τα βροντόφωνα λόγια του Γέρου του Μοριά αντηχούν, όμως, μεσ’ απ’ το χρόνο κι αποκαλύπτουν αυτό που κρύβει ο Φωτιάδης:
«Εις τα ’20 με ήλθον γράμματα από τον Υψηλάντη δια να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως».
γ) Ο Τάκης Σταματόπουλος στο τετράτομο έργο του ‘’Ο Εσωτερικός Αγώνας’’ αναφέρεται στη σύσκεψη της Βοστίτσας. Παραθέτει τα ονόματα των συμμετασχόντων και γράφει ότι ο Παπαφλέσσας μίλησε εκεί πρώτος, και «για να γίνει πιο πιστευτός, τους έδειξε στο τέλος τις οδηγίες του Α. Υψηλάντη για την Επανάσταση στο Μοριά».[20] Ούτε λόγος, όμως, για το ποιες ήταν αυτές οι οδηγίες και τι πρόβλεπαν για την 25ης Μαρτίου.
Ο Σταματόπουλος, που συχνά παραπέμπει στο Φωτάκο, καμώνεται ότι δεν είδε αυτό που ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη γράφει ξανά και ξανά χωρίς περιστροφές: «Εις αυτούς εφανέρωσε τον ερχομόν του, τον τίτλον του ωςαπεσταλμένου παρά της Γενικής αρχής (σ.σ. της Φ. Ε.), και ότι η 25 Μαρτίου είναι η πρώτη ημέρα της επαναστάσεως».[21]
Ο Σταματόπουλος αντλεί πληροφορίες και παραπέμπει συχνά και στον Μέντελσον Βαρθόλδη. Ωστόσο, όλως τυχαίως, δεν είδε την πληροφορία που εκείνος μας δίνει: Ότι, δηλαδή, ο Παπαφλέσσας «διεκήρυξεν εξ ονόματος των ριζοσπαστών, ότι 6 Απριλίου (δηλ. 25 Μαρτίου) ήτο η εσχάτη προς κήρυξιν προθεσμία, και ότι πάσα βραδύτης ήθελεν είσθαι ολεθρία».[22]
δ) Ο Τάσος Βουρνάς ακολουθεί κι αυτός με συνέπεια την ίδια γραμμή αποσιώπησης. Και δε διστάζει να το κάνει ακόμη και στο σημείο εκείνο που μας πληροφορεί ότι ο Κολοκοτρώνης στις αρχές Ιανουαρίου πέρασε από τη Ζάκυνθο στο Μοριά «ειδοποιημένος από τον παράνομο μηχανισμό των Φιλικών (…) Ο Κολοκοτρώνης πραγματώνει συγκεντρώσεις καπεταναίων από τη Μεσσηνία, το Μιστρά, το Λιοντάρι, την Καρύταινα, την Τριπολιτζά και τους ενημερώνει για τον επικείμενο αγώνα, ζητώντας τους να ’ναι έτοιμοι ‘‘στο φτερό’’ και να πάρουν τα όπλα μόλις τους δοθεί το σύνθημα».[23]
Ο Βουρνάς απηχεί εδώ τα λόγια του Κολοκοτρώνη, που παραθέσαμε ανωτέρω. Μα ενώ ο Γέρος του Μοριά στην παράγραφο εκείνη αναφέρεται δυο φορές στο ορόσημο της 25ης Μαρτίου, ο Βουρνάς με πάσα επιμέλεια το αποκρύπτει‘‘στο φτερό’’!
ε) Η Ιστορία του Νέου Ελληνισμού των εκδόσεων Ελληνικά Γράμματα μετέχει κατά τον ίδιο ανάξιο τρόπο στη συμπαιγνία της σιωπής. Αναμενόμενο, ίσως, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι ο διευθυντής έκδοσης ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος και ο συντάκτης του αρμόδιου κεφαλαίου Στέφανος Παπαγεωργίου πρόσφεραν δημόσια στήριξη στο ανεκδιήγητο βιβλίο ιστορίας της κ. Ρεπούση.[24]
Ο κ. Παπαγεωργίου στο σχετικό κεφάλαιο του 3ου τόμου γράφει ότι «η Επανάσταση, εκδηλώθηκε το Μάρτιο του 1821, στην Πελοπόννησο (…) Η σωστή οργάνωση και η προσεκτική προετοιμασία της Φιλικής Εταιρίας βοήθησε στην περίπου ταυτόχρονη εκδήλωση της Επανάστασης σε πολλές περιοχές. Οι μικρές χρονικές αποκλίσεις οφείλονταν είτε σε αντικειμενικές αδυναμίες συνεννόησης είτε σε τοπικές ιδιαιτερότητες και συγκυρίες».[25]
Κι ενώ καθείς περιμένει ότι ο συγγραφέας θα εξηγούσε ποια συγκεκριμένη μέριμνα επέδειξε η Φιλική Εταιρία για την ταυτόχρονη εκδήλωση της Επανάστασης, αυτός καλύπτει με άκρα σιωπή το επαναστατικό ορόσημο της 25ης Μαρτίου.
στ) Ο Βασίλης Κρεμμυδάς στον εισαγωγικό του τόμο στην Ιστορία του Σ. Τρικούπη, που εξέδωσε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, αποφεύγει επιμελώς οιαδήποτε αναφορά στην ιστορική αυτή ημέρα, παρ’ όλο που η ανάπτυξη του θέματός του επέβαλλε, για λόγους στοιχειώδους πληρότητας, να αναφερθεί στην 25η Μαρτίου, για να εξηγήσει αυτό που γράφει: Πώς, δηλαδή, συνέβη και «η Επανάσταση στη νότια Ελλάδα άρχισε σχεδόν ταυτόχρονα και από πολλά σημεία(πράγμα που) αποδεικνύει την άρτια προετοιμασία και οργάνωση που είχε κάνει η Φιλική Εταιρία».
Το πώς συνέβη αυτό, το προσπερνά χωρίς εξήγηση.
«Είδαμε –γράφει ο Κρεμμυδάς- ότι η Φιλική Εταιρία είχε σχεδιάσει την έναρξη της Επανάστασης από την Πελοπόννησο (…) Είναι εντυπωσιακός ο συντονισμός των επαναστατικών ενεργειών με τις οποίες κατέληξε να ξεσηκωθούν μέσα στην πρώτη μόνο εβδομάδα η Πελοπόννησος και η Στερεά και να ετοιμάζονται και άλλες περιοχές».[26]
Πώς, αλήθεια, έγινε αυτό; Ήταν τυχαίο; Ως επτασφράγιστο μυστικό κρατά ο Κρεμμυδάς ότι αυτά συνέβησαν, επειδή η Φιλική Εταιρία είχε ορίσει την 25η Μαρτίου ως ημέρα του γενικού ξεσηκωμού!
Η απόκρυψη της αλήθειας αυτής καθίσταται πιο καταδικαστέα επειδή το βιβλίο του Κρεμμυδά[27] αφ’ ενός μεν είναι έκδοση της Βουλής των Ελλήνων, και αφ’ ετέρου επειδή ο Τρικούπης – στο έργο του οποίου μάς εισάγει το σύγγραμμα του Κρεμμυδά - αναφέρεται ξεκάθαρα στην ιστορική σημασία της 25ης Μαρτίου.[28]
Συγκεκριμένα, αναφερόμενος στον Κολοκοτρώνη ο Τρικούπης γράφει:
‘’Δεν έπαυε ανταποκρινόμενος μετά των εν Πελοποννήσω οικείων του, και προδιαθέτων αυτούς εις το να δράξωσι τα όπλα την 25ην Μαρτίου, ως προεσχεδιάσθη». [29]
Περιττό να πούμε ότι την ίδια τακτική αποσιώπησης είχε ακολουθήσει ο Κρεμμυδάς και στο βιβλίο του Νεότερη Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή.[30]
ζ) Μάταια αναζητήσαμε κάποια αναφορά στην ιστορική υπόσταση της 25ηςΜαρτίου ξεφυλλίζοντας τις 406 σελίδες του πρόσφατα εκδοθέντος συλλογικού τόμου που επιμελήθηκε ο Πέτρος Πιζάνιας «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 Ένα Ευρωπαϊκό Γεγονός».[31]
Η γραμμή της αποσιώπησης τηρείται κι εδώ πιστά.
Συνέπειες της απόκρυψης της αλήθειας
Στο Ριζοσπάστη το Μάρτιο του 2009 κάποια επίτιμη σχολική σύμβουλος που υπογράφει με τα αρχικά Λ. Χ., δημοσίευσε σε τρεις συνέχειες κείμενό της με τίτλο«Ο θρύλος της Αγίας Λαύρας και η ιστορική αλήθεια».
Η κ. Λ. Χ. εκεί δε δίστασε να ρίξει το σύνθημα:
«Καταργείται η 25η Μάρτη, ως εθνική γιορτή, που αυθαίρετα ορίστηκε»!
Βασικός λόγος αυτής της εξωφρενικής απαίτησης είναι, μεταξύ άλλων, ότι«δεν υπάρχει ιστορική πηγή στην οποία να έχει καταγραφεί επαναστατική πράξη του ελληνικού λαού στις 25 Μάρτη».[32]
Δε θα σταθούμε στη σωρεία λαθών, των ανακολουθιών, την απουσία ιστορικής αίσθησης και στο έλλειμμα γνώσης που παρατηρούνται στο εκτενές κείμενό της. Θα σημειώσουμε μόνο ότι ο τελευταίος ισχυρισμός της καταρρίπτεται από τον Β. Κρεμμυδά, που στο εισαγωγικό του βιβλίο στην ιστορία του Τρικούπη γράφει: «Στις 25 Μαρτίου καταλήφθηκαν η Πάτρα, όπου μικροσυμπλοκές είχαν αρχίσει από τις προηγούμενες μέρες, η Μεθώνη και το Νεόκαστρο».[33]
Τη διαψεύδει, επίσης, ο Φωτιάδης, που αναφέρει ότι στις «25 Μαρτίου 1821 το ‘Επαναστατικό Διευθυντήριο των Πατρών, συγκροτημένο από τους Παλαιών Πατρών Γερμανό, Κερνίκης Προκόπιο, Ανδρέα Ζαΐμη, Ανδρέα Λόντο, Μπενιζέλο Ρούφο, Σωτήρη Θεοχαρόπουλο και Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, εκδίδει διακήρυξη προς τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις, που την επόμενη, 26 Μαρτίου, τη δίνει στους πρόξενους της Πάτρας».[34]
Άξιο ιδιαίτερης μνείας είναι ότι η κ. Λ. Χ. εμφανίζεται να αγνοεί παντελώς ότι η 25η Μαρτίου ήταν η ημέρα που όρισε η Φιλική Εταιρία ως ημέρα έναρξης της Επανάστασης! Και το αγνοεί, προφανώς, διότι οι μόνοι ιστορικοί στους οποίους βασίζεται και παραπέμπει, είναι ο Κορδάτος και ο Δ. Φωτιάδης.
Θύμα των έντεχνων αποσιωπήσεων των δύο αυτών ιστορικών η κ. Λ. Χ. αποτελεί τρανή απόδειξη σε ποιο βαθμό αυτές οδηγούν στη διαμόρφωση στρεβλών ιστορικών συνειδήσεων μα και σε άγονες κι επικίνδυνες στάσεις, όπως αυτή της κ. Λ. Χ., η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ καλεί σε ανένδοτο αγώνα για την κατάργηση της 25ης Μαρτίου!
Παρεπόμενο της τακτικής παραγνώρισης κι απαξίωσης τούτου του σημαντικού για τη νεοελληνική ιστορία ορόσημου, θα πρέπει να θεωρήσουμε πως είναι και το γεγονός ότι η εξέχουσα τούτη ημέρα δεν αναφέρεται στο βιβλίο ιστορίας της Γ΄ Λυκείου Γενικής Παιδείας, παρά μόνο στα ψιλά γράμματα ενός δισέλιδου πίνακα, ως η ημέρα που ο Π. Π. Γερμανός όρκισε τους αγωνιστές στην Πάτρα.[35]
Όσον αφορά το βιβλίο της Γ΄ Γυμνασίου, οι συγγραφείς του μνημονεύουν την 25η Μαρτίου, μόνο και μόνο για να δηλώσουν, εμμέσως πλην σαφώς, ότι αυτή στερείται πραγματικής ιστορικής βάσης και ότι επίπλαστα ορίσθηκε ως ημέρα εθνικής εορτής![36]
25η Μαρτίου εξαπλώνεται η Επανάσταση σ’ όλη την Πελοπόννησο και διακηρύσσεται επίσημα.
Το γεγονός ότι όλες οι επαναστατικές διεργασίες είχαν ως φωτεινό ορόσημο την 25η Μαρτίου μάς βοηθά να κατανοήσουμε για ποιο λόγο τη ημέρα αυτή γενικεύτηκε ο ξεσηκωμός κι εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο.
Οι κατά τόπους εξεγέρσεις και οι ένοπλες συγκρούσεις, που είτε προηγήθηκαν[37] της 25ης Μαρτίου είτε βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη, έκαναν το Μοριά να μοιάζει την ημέρα εκείνη με επαναστατικό ηφαίστειο. Η διαπίστωση προέρχεται από τους σημαντικότερους ιστοριογράφους του Αγώνα, οι οποίοι είχαν προσωπική συμμετοχή στα επαναστατικά δρώμενα.
Ας δούμε τι καταμαρτυρούν:
Μ. Οικονόμου: «Την ημέραν ταύτην της 25 Μαρτίου 1821 ακριβώς ευρέθησαν άπαντες εις τας επαρχίας, εις τας οποίας έκαστος ανήκεν, η σημαία του σταυρού υψώθη συγχρόνως πανταχού, και η επανάστασις αρχήσασα, ελάμβανε διαστάσεις εν Πελοποννήσω κατά ταύτην την κλητήν και ευλογημένην ημέραν».[38]
Ν. Σπηλιάδης: «Και τοιουτοτρόπως την 25 μαρτίου του 1821 επανέστη η Πελοπόννησος μετά την 24 φεβρουαρίου, καθ’ ην ο Υψηλάντης διεκήρυξεν εις την Μολδαυίαν την επανάστασιν».[39]
Αμβρόσιος Φραντζής: «Οι Πελοποννήσιοι καθ’ όλας τας επαρχίας της Πελοποννήσου άδραξαν τα όπλα κατά των Οθωμανών (τω 1821 μαρτίου 25), υψώσαντες τας της ελευθερίας σημαίας…».[40]
Ι Φιλήμων: «Αληθινόν είναι, ότι η Επανάστασις έλαβε χαρακτήρα γενικώτερον από της 25».[41]
Κανέλλος Δεληγιάννης: «Εγενικεύθη ο αγών εις όλας τας τάξεις των Πελοποννησίων μέχρι 25 των Μαρτίου, ώστε καθιερώθη αυτή η εθνοσωτήριος ημέρα του Ευαγγελισμού, ως ημέρα της παλιγγενεσίας».[42]
Ιδιαιτέρως σημαίνοντα είναι και τα ακόλουθα γεγονότα, που συγκροτούν το ιστορικό οικοδόμημα της 25ης Μαρτίου:
α) Την ημέρα αυτή του Ευαγγελισμού εξεδόθη η πρώτη προκήρυξη προς τας ευρωπαϊκάς αυλάς, εκ μέρους του Αρχιστρατήγου των Σπαρτιατικών στρατευμάτων Πέτρου Μαυρομιχάλη και της Μεσσηνιακής Γερουσίας της εν Καλαμάτα, στο όνομα του ελληνικού γένους.[43]
β) Στις 25 Μαρτίου ο Π. Π. Γερμανός, ο Α. Ζαΐμης και τα λοιπά μέλη του Αχαϊκού Διευθυντηρίου συνέταξαν στην Πάτρα Επαναστατική Διακήρυξη, την οποία επέδωσαν την επόμενη ημέρα στους προξένους των ευρωπαϊκών κρατών.[44]
Από την 25η Μαρτίου και μετά, λοιπόν, δεν μιλάμε για εξέγερση της μιας ή της άλλης επαρχίας, αλλά για επανάσταση ολόκληρης της Πελοποννήσου, επισήμως διακηρυχθείσα προς τα ευρωπαϊκά κράτη.
Στο εξής καθίστατο ξεκάθαρο προς όλους – καθώς βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη και το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία- πως επρόκειτο για γενική Επανάσταση ενός υπόδουλου λαού εναντίον των δυναστών του. Επρόκειτο για Επανάσταση ενός έθνους, που επιζητούσε την ελεύθερη και ανεξάρτητη πολιτική του υπόσταση.
Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους και υπ’ αυτή τη συγκεκριμένη έννοια το Βασιλικό Διάταγμα του 1838 -που καθιέρωσε την 25η Μαρτίου ως ημέρα εθνικής επετείου- αναφέρει ότι την ημέρα αυτή το Ελληνικό Έθνος προέβη στην «έναρξιν του περί Ανεξαρτησίας Αγώνος».[45]
Έναρξη υπό την έννοια βεβαίως ότι το επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία[46] εκλαμβάνεται, ως πρόλογος, κατά κάποιο τρόπον, στην Επανάσταση που ξέσπασε στην κυρίως Ελλάδα, και ότι τα τοπικά κινήματα του Μοριά αξιολογούνται ως εισαγωγή στην Επανάσταση, η οποία απέκτησε αντιπροσωπευτική ευρύτητα κι επίσημη έκφραση την 25η Μαρτίου.
Δύο επιπλέον σημαίνοντες λόγοι επέδρασαν, ώστε η ημέρα αυτή του Ευαγγελισμού να οριστεί ως ημέρα εθνικής εορτής:
α) Η ξεχωριστή για τη χριστιανοσύνη ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου συμβολίζει άριστα και διασαλπίζει το γεγονός ότι ο Αγώνας έγινε ομού υπέρ πίστεως και υπέρ πατρίδος. Έγινε «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και για την Ελευθερία»! Όπως είπε χαρακτηριστικά ο Κολοκοτρώνης «Όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και έπειτα υπέρ Πατρίδος».[47]
β) Η 25η Μαρτίου παραπέμπει άμεσα και απονέμει συμβολικά τιμή στη Φιλική Εταιρία και τον αρχηγό της Αλέξανδρο Υψηλάντη, που προετοίμασαν μεθοδικά την Επανάσταση και αποφάσισαν την ξέχωρη τούτη ημέρα να τελεστεί ο γενικός ξεσηκωμός.
Τον ορισμό της 25ης Μαρτίου ως ημέρας εορτασμού της εθνικής μας παλιγγενεσίας υποδέχτηκαν θερμά, πλην των άλλων και οι εκ των σημαντικότερων σύγχρονοι της Επανάστασης ιστοριογράφοι.
Ας δούμε τι γράφουν:
Ο Ι. Φιλήμων, παρ’ ότι αμφισβητούσε ότι ο Υψηλάντης καθόρισε την 25ηΜαρτίου ως ημέρα της Επανάστασης, γράφει:
Ι. Φιλήμων: «Θεωρούμεν την 25 μαρτίου, αν ουχί γεγονός, ιδέαν όμως λαμπράν και ελληνικωτάτην, ως στηριζομένην επί των αναλοιώτων αρχών της αγίας υμών εκκλησίας, φέρουσα δ’ ύψος μέγα και βεβαιούσαν την πάντοτε σωτήριον ενότητα και συγχώνευσιν του θρησκευτικού και εθνικού πνεύματος».[49]
Κανέλλος Δεληγιάννης: «Εγενικεύθη ο αγών εις όλας τας τάξεις των Πελοποννησίων μέχρι 25 των Μαρτίου, ώστε καθιερώθη αυτή η εθνοσωτήριος ημέρα του Ευαγγελισμού, ως ημέρα της παλιγγενεσίας».[50]
Βάσει αυτών και ο ιστορικός Επαμεινώνδας Κυριακίδης το 1892 υποστήριζε στο βιβλίο του Ιστορία του Σύγχρονου Ελληνισμού ότι:
«Μεγάλα γεγονότα ως τα της Επαναστάσεως αναμφιβόλως δεν έχουσι μίαν και μόνην αρχήν, αποτελούνται δε εκ πληθύος συμβεβηκότων κατά το μάλλον ή ήττον ταυτοχρόνων. και αν λοιπόν προηγήθησαν τοιαύτα τινα συμβεβηκότα, μονομερή όμως, η 25 Μαρτίου ένεκα των κατ’ αυτήν συντελεσθέντων αποτελεί την επίσημον διακήρυξιν της επαναστάσεως».[51]
Συνεκτιμώντας όλα τούτα ο ιστορικός Απόστολος Δασκαλάκης έγραφε το 1957:
«Η ημέρα του Ευαγγελισμού, συμπέσασα εντός των γεγονότων των πρώτων ημερών και επιβληθείσα εις την κοινήν συνείδησν ως συμβολίζουσα εν συσχετισμώ προς την θρησκευτικήν σημασίαν της τον όλον αγώνα της ελληνικής ελευθερίας, δικαίως ωρίσθη ως εθνική εορτή από του 1838».[52]
Εύστοχη είναι και η παρατήρηση του μαρξιστή ιστορικού Τάσου Βουρνά,που γράφει: «Την 25η Μαρτίου τη δεχόμαστε οι Έλληνες σαν ένα σύμβολο σήμερα, που συμπυκνώνει τα επαναστατικά γεγονότα των ημερών εκείνων του Μάρτη 1821».[53]
Ο εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας του 1821 στις ποικίλες του εκφάνσεις, λόγω της ιδιοτυπίας του προξενεί σοβαρές δυσκολίες και ενοχλεί τους ιδεολογικά καθηλωμένους ιστοριογράφους, διότι δε χωράει στα προκατασκευασμένα θεωρητικά τους καλούπια.
Η απροκατάληπτη και τεκμηριωμένη μελέτη της Επανάστασης, επί τη βάσει των πρωτογενών ιστορικών πηγών, παραμένει αναγκαία και πολλαπλά ωφέλιμη, διότι το ‘’αθάνατο κρασί του 21’’ μάς προσφέρει αστείρευτους τους χυμούς του για τη διαμόρφωση ανόθευτης ιστορικής συνείδησης και καλλιέργεια πνευματική, απαλλαγμένη από δογματικές αγκυλώσεις.
Κερατσίνι 23 Μαρτίου 2010
Χρήστος Κορκόβελος
[1] Σπύρου Ασδραχά Όχι στις αντιεθνικιστικές ή εθνικιστικές διαχειρίσεις της ιστορίας του 1821, Αυγή 09/04/2006.
[2] Τέτοια τιμητικά θετικά παραδείγματα αποτελούν η μνημειώδης Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, το πλούσιο ιστοριογραφικό έργο του Απόστολου Βακαλόπουλου, του οποίου η Ιστορία του Νέου Ελληνισμού αποτελεί κόσμημα της σύγχρονης ιστοριογραφίας, το έργο του Αλέξανδρου Δεσποτόπουλου κ.α.
[3] Κωνσταντίνος Τσάτσος 25η Μαρτίου. Περιλαμβάνεται στον τόμο: Το Εικοσιένα, Η κιβωτός του Νέου Ελληνισμού, σελ. 191-194, εκδ. Ευθύνη, 2η έκδοση
[4] Αμβροσίου Φραντζή Επιτομή ης Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. Α΄, 1839, σελ. λ΄ και σελ. 324.
[5] Γεωργίου Φίνλεϋ: Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος πρώτος, σελ. 191, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων.
[6] Φωττάκου: Απομνημονεύματα, τ. Α΄, σελ. 13, εκδόσεις Βεργίνα. Βλ. επίσης σελ. 68.
[7] Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα, σελ. 55, 57, έκδοση της Παναρκαδικής Ομοσπονδίας Ελλάδος.
[8] Γιάννη Κορδάτου Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, εκδ. Επικαιρότητα, Δ΄ έκδοση, σελ. 145.
[9] Στο ίδιο, σελ. 158, 159.
[10] Γ. Κορδάτου Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, Νεώτερη Β΄, τόμος 10, σελ. 112, εκδόσεις 20ός Αιώνας 1957.
[11] Βλ. τη σημ. 6.
[12] Όπ. παρ. σελ. 178.
[13] Ν. Σπηλιάδου Απομνημονεύματα, τόμος Α΄, σελ. 31.
[14] Όπ. παρ. σελ. 122, σημ. 1.
[15] Ηλία Φωτεινού Οι Άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως το 1821 Έτος, σελ. 29, σημ. α, Εν Λειψία 1846.
[16] Διαφορετική εξήγηση για την της επίσπευση του κινήματος του Υψηλάντη δίνει ο Ε. Ξάνθος στα Απομνημονεύματά του, (βλ σελ. 30, εκδ. Βεργίνα) και ο Κ. Ράδος στο βιβλίο του Εισβολή του Υψηλάντου εις Μολδοβλαχίαν και έναρξις του Ιερού Αγώνος, 1921, σελ. 13.
[17] Δημήτρη Φωτιάδη Η Επανάσταση του Εικοσιένα, τ. 2ος, σελ. 17, 2η έκδοση, εκδ. οίκος Ν. Βότση. Είδαμε πιο πάνω (σελ. 4) τον Κορδάτο να υποστηρίζει κάτι εντελώς διαφορετικό: Ότι οι συνελθόντες στη σύσκεψη της Βοστίτσας συμφώνησαν ότι κάθε αναβολή της Επανάστασης θα ήταν επιζήμια.
[18] Φωτάκου: Βίος του Παπαφλέσα, σελ. 22, εκδ. Βεργίνα.
[19] Δημήτρη Φωτιάδη Η Επανάσταση του Εικοσιένα, τ. 2ος, σελ. 22, 2η έκδοση, εκδ. οίκος Ν. Βότση.
[20] Τάκη Α. Σταματόπουλου Ο Εσωτερικός Αγώνας, τόμος 1ος, σε. 174, εκδ. Κάλβος 1979.
[21] Φωτάκου Απομνημονεύματα, τ. Α΄, σελ. 68, εκδ. Βεργίνα.
[22] Μενδέλσωνος Βαρθόλδη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, σελ. 291, 1894. Ο συγγραφέας χρονολογεί με βάση το νέο ημερολόγιο, που ίσχυε τότε στη Δύση. Η 6η Απριλίου αντιστοιχεί στην 25η Μαρτίου του παλιού ημερολογίου, που ακολουθούσαν τότε οι Έλληνες. Μεταξύ των δύο ημερολογίων υπήρχε διαφορά 12 ημερών.
[23] Τάσος Βουρνάς Σύντομη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, σελ. 85, 86, Γ΄ έκδοση, εκδ. Πατάκη 2003. (Πρώτη έκδοση εκδ. Ωκεανίδα, 1982).
[24] Βλέπε κείμενο και κατάλογο ονομάτων στον ιστότοπο: http://indy.gr/analysis/ypografes-kata-tis-aposyrsis-toy-biblioy-tis-st-dimotikoy#documentContent
[25] Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1700 – 2000, τ. 3ος: Ο αγώνας της Ανεξαρτησίας και η ίδρυση του ελληνικού κράτους, σελ. 58, 59, εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2003.
[26] Βασίλης Κρεμμυδάς Από το Σπυρίδωνα Τρικούπη στο σήμερα, σελ. 60, 61, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2007. Περιλαμβάνεται κι ο Κρεμμυδάς μεταξύ αυτών που υποστήριξαν δημόσια το βιβλίο ιστορίας της Ρεπούση.
[27] Μια ευρύτερη κριτική αξιολόγηση του βιβλίου του Κρεμμυδά κάνει ο Γιώργος Καραμπελιάς στο άρθρο Η κατασυκοφάντηση της Επανάστασης του 21. Βλέπε http://www.antibaro.gr/node/905.
[28] Βλέπε σχετικά το ενδιαφέρον άρθρο του Γιώργου Κεκαυμένου 25η Μαρτίου και Ελληνική Επανάσταση: Οι Μυθοπλόκοι μένουν πάντα Αδιόρθωτοι, http://www.antibaro.gr/node/295
[29]: Βλ. Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, Βιβλίο 1, Α΄ μέρος, σελ. 65, 66, εκδ. Δ.Ο.Λ.
[30] Βασίλης Κρεμμυδάς Νεότερη Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή, εκδ. Γνώση, 1981/1987 (Βλ. σελ. 176-178).
[31] Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 Ένα Ευρωπαϊκό Γεγονός, επιμέλεια Πέτρος Πιζάνιας, εκδόσεις Κέδρος, 2009.
[33] Όπ. παρ. σελ. 60.
[34] Δημήτρη Φωτιάδη Η Επανάσταση του Εικοσιένα, τ. 2ος, σελ. 36, 2η έκδοση, εκδ. οίκος Ν. Βότση. Όσον αφορά την κοινωνική σύνθεση του Επαναστατικού Διευθυντηρίου των Πατρών, ο αναγνώστης μπορεί να διαπιστώσει πως αποτελούνταν από δύο αρχιερείς και πέντε προεστούς της Αχαΐας.
[35] Βλέπε Ιστορία του Νεότερου και του Σύγχρονου Κόσμου (από το 1815 έως σήμερα) Γ΄ Τάξη Γενικού Λυκείου και Δ΄ Τάξη Εσπερινού Λυκείου Γενικής Παιδείας, σελ. 18, ΟΕΔΒ.
[36] Συγκεκριμένα, κάτω από τον πίνακα του Βρυζάκη, που απεικονίζει τον Π. Π. Γερμανό να ευλογεί τη σημαία της επανάστασης, γράφουν ότι πρόκειται για‘’φανταστική σύνθεση’’ και συμπληρώνουν: «Αν και ο Αγώνας είχε ξεκινήσει λίγες μέρες νωρίτερα, η 25η Μαρτίου ορίσθηκε το 1838 ως εθνική επέτειος για να συνδεθεί η κήρυξη της Επανάστασης με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου». Βλ. Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία, Γ΄ Γυμνασίου, σελ. 30, ΟΕΔΒ.
[37] Λίγες μέρες προ της 25ης Μαρτίου σημειώθηκαν εξεγέρσεις ή ένοπλες συγκρούσεις στα Καλάβρυτα, την Καρύταινα, τη Μάνη, την Πάτρα, την Καλαμάτα. Βλέπε ενδεικτικά στο: Ιωάννης Φιλήμων: Ιστορικόν Δοκίμιον περί Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Γ΄, σελ. 8 κ.ε. εκδ. Ελεύθερη Σκέψις.
[38] Μ. Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, σελ. 88. Ο Μ. Οικονόμου υπήρξε γραμματέας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
[39] Ν. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα τ. Α΄, σελ. 64
[40] Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. 2ος, σελ. 241.
[41] Ι Φιλήμων: Προλεγόμενα στα Υπομνήματα του Π. Π. Γερμανού, σελ. κα΄.
[43] Το πλήρες κείμενο της προκήρυξης με ημερομηνία 25 Μαρτίου 1821 παρατίθεται στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Σ. Τρικούπη, τ. Α΄, σελ. 252, έκδοσις 3η 1888. Το κείμενο που επίσης φέρει ημερομηνία 25 Μαρτίου παραθέτει κι ο Ι. Φιλήμων στο Ιστορικόν Δοκίμιον περί Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Γ΄. Βλ. σελ. 28, 29.
[44] Βλέπε Ν. Σπηλιάδου Απομνημονεύματα, τ. Α΄, σελ. 60, 1851.
[45] Ο ιστορικός Σπυρίδων Λάμπρου το 1889 με άρθρο του στο περιοδικό Εστία, (τ. ΚΖ’, σελ. 1-4) επικροτούσε ως ιστορικά έγκυρη και ευοίωνη την καθολική αποδοχή της 25ης Μαρτίου ως ημέρας έναρξης του Αγώνα, γράφοντας: «Εις την 25 Μαρτίου, ημέραν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ευοιώνως ο ελληνισμός απεδέχθη ως την αρχήν του αγώνος». Βλέπε: «Η Α΄ Ιανουαρίου και η ελληνική ελευθερία» στο βιβλίο του: Λόγοι και Άρθρα 1878 – 1902, εν Αθήναις 1902, σελ. 551.
[46] Πιθανώς λόγοι διπλωματικής σύνεσης, μεταξύ άλλων, υπαγόρευσαν στην κυβέρνηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους να αποφύγει να καθορίσει ως εθνική επέτειο της Επανάστασης ημερομηνία που θα παρέπεμπε στο επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, ως διαδραματισθέν σε ξένη επικράτεια.
[47] Θεόδωρου Κολοκοτρώνη Ο Λόγος στην Πνύκα. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο Θ. Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα των εκδόσεων Ωρόρα, 1992. Βλ. σελ. 27.
[48] Αμβροσίου Φραντζή, Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσας Ελλάδος, τ. 2ος, σελ. 30. Εν Αθήναις 1839.
[49] Βλ. Ιστορικόν Δοκίμιον, τ. Γ΄, σελ. κδ΄, κε΄.
[50] Κανέλλος Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, σελ. 205.
[51] Επαμεινώνδας Κ. Κυριακίδης: Ιστορία του Σύγχρονου Ελληνισμού από της ιδρύσεως του βασιλείου της Ελλάδος μέχρι των ημερών μας 1832 – 1892, εν Αθήναις 1892, σελ. 336, 339.
[52] Απ. Δασκαλάκης: Η έναρξις του …… σελ. 28.
[53] Τάσος Βουρνάς Σύντομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, σελ. 90, εκδ. Πατάκη 2003.
[54] Οπ. παρ. σελ. 36.
25 Μαρτίου - Αγία Λαύρα: Μύθοι;
Γεώργιος Κεκαυμένος
Αντίβαρο, Ιούνιος 2007
Με αιχμή του δόρατος το γνωστό πλέον σε όλους βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, διεξάγεται μια ολομέτωπη επίθεση της προοδευτικής ιστοριογραφίας ενάντια σε κάθε εθνικό «μύθο», δηλαδή ενάντια σε καθετί που θέλει την εκκλησία να έχει μια ουσιαστική συμβολή στην διάσωση της ελληνικότητας του γένους μας κατά τα τετρακόσια χρόνια της τουρκικής κατοχής, αλλά και στο ξέσπασμα της επανάστασης του 1821. Ένας από αυτούς τους μύθους, που υποτίθεται πως συντηρούνται μέχρι σήμερα κατεξοχήν από την εκκλησία, είναι και η ύψωση του λάβαρου της επανάστασης από τον Π.Π. Γερμανό στις 25 Μαρτίου 1821 στην Αγία Λαύρα. Αλλά ο κύριος μύθος είναι η ίδια η ημερομηνία της 25ης Μαρτίου, διότι κατ’ αυτούς η επανάσταση είχε ξεκινήσει κάποιες μέρες νωρίτερα, ενώ η 25η Μαρτίου επιλέχθηκε μετά από αρκετά χρόνια, μόνον και μόνον για να συνδεθεί η εκκλησία με την επανάσταση, παρ’ όλο που στην αρχή την είχε καταδικάσει και αφορίσει.
Ας δούμε όμως από κοντά τα δύο αυτά γεγονότα, ώστε να διαπιστώσουμε το αν και κατά πόσον είναι μύθοι, και σε κάθε περίπτωση ποιος είναι υπεύθυνος για την όποια παραχάραξη ή διαστρέβλωση που έχουν τυχόν υποστεί.
25η Μαρτίου
Κατά τους αποδομητές ιστορικούς, η 25η Μαρτίουεπιλέχτηκε ως ημερομηνία για τον εορτασμό της Ελληνικής Επανάστασης μόλις «το 1838 […] χωρίς πάντως την ακρίβεια που επέβαλλε η ιστορική έρευνα και τα πραγματικά γεγονότα». Και αυτό γιατί «τα γεγονότα υπαγόρευαν την επιλογή είτε της 24 Φεβρουαρίου, με την εκδήλωση του κινήματος του Υψηλάντη, ή έστω της 23 Μαρτίου, όταν ξεσπά η επαναστατική δράση στην Πελοπόννησο». Και επειδή «η ισχύς του συμβολισμού επικράτησε των πορισμάτων της έρευνας», «σήμερα κανένας δεν πιστεύει πλέον ότι η Ελληνική Επανάσταση κηρύχθηκε όντως την 25η Μαρτίου 1821 ούτε ότι αυτό συνέβη στην Αγία Λαύρα». Και ποιος επέβαλλε τελικά την 25η Μαρτίου ως ημέρα για να γιορτάζεται η επανάσταση; Η εκκλησία, φυσικά, για να επιτευχθεί τελικά «η σύνδεση … της εθνικής επετείου με τη θρησκευτική εορτή και τους συμβολισμούς για το έθνος που συνεπαγόταν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου»[1]. Έτσι, η 25η Μαρτίου είναι συνολικά ένας θρύλος που «σαφώς εφευρέθηκεεκ των υστέρων για να συνδεθεί η Επανάσταση με την υπόσχεση της Ελεύσεως του Σωτήρα κατά τον Ευαγγελισμό της Μαρίας και βέβαια για να συνδεθεί η Επανάσταση (που κατ’ αρχάς έγινε με δεδηλωμένη αντίρρηση της επίσημης Εκκλησίας) με την ευλογία της εκκλησιαστικής ηγεσίας»[2].
Με τα λόγια του Β. Κρεμμυδά: «Στις 25 Μαρτίου δε συνέβη τίποτε, απολύτως τίποτε. Εορτάζεται όμως την ημέρα εκείνη ο συμβολισμός της γέννησης (sic!) του Χριστού -ας εορτασθεί μαζί και ο συμβολισμός της γέννησης του ελληνικού κράτους, ο συνδυασμός των δύο κάτι θα αφήσει στη σκέψη. Τι είναι όλα αυτά; Τυχαία δεν είναι, ούτε αθώα, ούτε ουδέτερα. Είναι μέρος ενός τεράστιου μηχανισμού που εκφράζει ένα πλήθος από σχέσεις, με κυριότερη τη σχέση στο επίπεδο της εξουσίας -των εξουσιών καλύτερα, πολιτικών, οικονομικών, εκκλησιαστικών, και όλες συμπυκνώνονται σε μία, στην κρατική εξουσία. Μέσα απ' αυτήν εκφράζονται όλες οι άλλες»[3]. Φυσικά, πρώτο και καλύτερο γρανάζι του μηχανισμού αυτού είναι, «η Εκκλησία», που μαζί με όλες τις βαθιά συντηρητικές δυνάμεις «έχουν κατασκευάσει τις οχυρώσεις της εξουσίας τους με ιστορικά ψεύδη και γι’ αυτό η αλήθεια για το παρελθόν είναι ο εχθρός τους»[4]. Στην πραγματικότητα «η Επανάσταση άρχισε σε δύο ημερομηνίες. Στις 22 Φεβρουάριου, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στις 23 Μαρτίου στην Καλαμάτα. Όμως επειδή ήθελαν να συνδεθεί η εθνική εορτή με την Εκκλησία, προτίμησαν την 25η Μαρτίου που είναι και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Αυτό είναι το γεγονός»[5].
Είναι όμως αυτό το γεγονός;
Απολύτως όχι. Η 25η Μαρτίου δεν ορίσθηκε ως ημερομηνία για την έναρξη της επανάστασης το 1838, για να εξυπηρετηθεί η εκκλησία και τα όποια ιδιοτελή συμφέροντά της, όπως ισχυρίζονται με τόση βεβαιότητα οι… ειδικοί, αλλά το 1820. Ναι. Η 25η Μαρτίου είχε οριστεί ως ημερομηνία για την έναρξη της επανάστασης ήδη από το 1820. Και όχι από κάποιον μεμονωμένο αγωνιστή ή αγωνιστές, ή γενικά από τους επαναστατημένους Έλληνες, αλλά από τον ίδιο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Και θα το ήξεραν αυτό οι καλοί ιστορικοί μας, αν είχαν κάνει τον κόπο να διαβάσουν τα απομνημονεύματα των αγωνιστών του ’21, με πρώτα και καλύτερα αυτά του Κολοκοτρώνη[6], ή την Ιστορία του Τρικούπη[7], ή έστω τηνΙστορία του Ελληνικού Έθνους[8], αυτό το «έργο αναφοράς»[9], όπως οι ίδιοι ομολογούν ότι είναι, «το καμάρι μας»[10], όπως οι ίδιοι την χαρακτηρίζουν.
Και γιατί ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επέλεξε αυτήν ειδικά την ημερομηνία για τον ξεσηκωμόν του γένους, και όχι οποιανδήποτε άλλη; Μα ακριβώς επειδή συνέπιπτε με την γιορτή του Ευαγγελισμού, στην οποία γιορτή ο Υψηλάντης και πάλι ήθελε τώρα να δώσει μια καινούργια συμβολική σημασία για το έθνος, «ως ευαγγελιζομένην την πολιτικήν λύτρωσιν του ελληνικού έθνους»[11].
Γι’ αυτό και ο Κολοκοτρώνης είχε πάρει ήδη από το 1820γράμματα από τον Υψηλάντη, με τα οποία εκείνος τον πληροφορούσε ότι η ημέρα του ξεσηκωμού θα ήταν η 25η Μαρτίου, ώστε να είναι μέχρι τότε έτοιμος: «… εις τα ’20 με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη δια να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως»[12]. Και από εκείνη την στιγμή μέχρι τον Μάρτη ο Κολοκοτρώνης, πιστός στον μεγάλο αρχηγό, πραγματικά μηνούσε σ’ όλον τον Μοριά «…την ημέραν του Ευαγγελισμού να είναι έτοιμοι, και κάθε επαρχία να κινηθή»[13].
Έτσι, η 25η Μαρτίου 1821 έγινε από τότε, για όλους τους ραγιάδες, η προσδιορισμένη ημέρα.
Γι’ αυτό και στην σύσκεψη της Βοστίτσας αυτή η ημερομηνία ανακοινώθηκε από τον Παπαφλέσσα ως η ημερομηνία για τον ξεσηκωμό[14], αυτή και στην σύσκεψη των οπλαρχηγών της Ρούμελης, στην Λευκάδα. Οι Ρουμελιώτες μάλιστα, σε αντίθεση με τον σκεπτικισμό των προκρίτων του Μοριά, την δέχτηκαν αμέσως και με μεγάλον ενθουσιασμό, ξεκινώντας ευθύς όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες[15]. Έτσι, παρά το ότι στην Μολδοβλαχία είχε κηρυχθεί η επανάσταση από τον Υψηλάντη ήδη από τις 24 του Φλεβάρη, στον Μοριά και στην Ρούμελη ο Κολοκοτρώνης και όλοι οι άλλοι καπεταναίοι περίμεναν υπομονετικά να έρθει η «προσδιορισμένη» και γι’ αυτούς ημέρα, ώστε να «κινήσουν» και εκείνοι με την σειρά τους τον «ξεσηκωμόν»[16]. Τους πρόλαβαν όμως τα γεγονότα, και τελικά η επανάσταση ξεκίνησε δυο τρεις μέρες νωρίτερα από την «προσδορισμένην» και γεμάτη συμβολισμούς ημέρα.
Κοντολογής, η ημερομηνία της 25ης Μαρτίου όχι μόνον δεν ορίστηκε εκ των υστέρων, για να ικανοποιηθεί η εκκλησία, αλλά, αντίθετα, η 25η Μαρτίου ως ημερομηνία για την έναρξη της επανάστασης ορίσθηκε εκ των προτέρων, και συγκεκριμένα το 1820 από τον ίδιο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Και αυτό είναι μια αλήθεια και μια πληροφορία που αναβλύζει αυθόρμητα από όλεςτις ιστορικές πηγές για την επανάσταση, είτε είναι αυτές τα απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών της, είτε η Ιστορία του Τρικούπη. Όταν λοιπόν οι αποδομητές ιστορικοί χαρακτηρίζουν την 25η Μαρτίου ως ύστερη «κατασκευή» και ως «μύθο», το μόνο που φανερώνουν είναι η παχυλή μα και απολύτως απαράδεκτη από μέρους τους άγνοια των πλέον βασικών πηγών για το 1821. Ξέχωρα από το απύθμενο θράσος τους, που πραγματικά σοκάρει...
Το γιατί η επανάσταση ξεκίνησε τελικά δυο τρεις μέρες «προ της προσδιορισθείσης ημέρας» είναι πράγματι ένα ζήτημα, το οποίο όμως δεν διέλαθε της ιστορικής επιστήμης ήδη από τον 19ο αι., η οποία και προέβη στις ανάλογες έρευνες και αναλύσεις[17].
Κατόπιν όλων αυτών, θα μπορούσε πολύ δίκαια να αναρωτηθεί κανείς: Γιατί άραγε οι προοδευτικοί ιστορικοί μας στο θέμα της έναρξης της επανάστασης επιδεικνύουν πραγματικά σχολαστικισμό μεσοπολεμικού Γυμνασιάρχου, λεπτολογώντας, μέχρι σημείου γελοιότητας θα έλεγα, για το ποια ακριβώς ημέρα έπεσε η πρώτη τουφεκιά, κατακεραυνώνοντας μάλιστα με τον πιο οξύ και προσβλητικό τρόπο, ως επικίνδυνους και αντιδραστικούς μυθοπλόκους, όλους όσους τολμούν να γιορτάζουν την έναρξή της λίγες μέρες μετά από τότε που τελικά ξεκίνησε;
Είναι απλό. Διότι δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να συνδεθεί το ’21 άμεσα ή έμμεσα με την εκκλησία και το χριστιανικό αίσθημα των Ελλήνων. Γι’ αυτό και πρέπει όλοι οι Έλληνες να πειστούν και να χωνέψουν καλά πως η επανάστασή τους ήταν αποκλειστικό προϊόν και γνήσιο τέκνο του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, στο οποίο η εκκλησία όχι μόνον δεν είχε την παραμικρή συμβολή, αλλά ότι το πολέμησε κιόλας και το οποίο στο τέλος, με έναν εντελώς ανήθικο τρόπο, απλά το καπηλεύθηκε, δημιουργώντας όλους τους σχετικούς «μύθους».
Όμως, και ο Κολοκοτρώνης και οι υπόλοιποι αγωνιστές, που ζούσαν όλοι το 1838[18], δεν χρειάζονταν τα πορίσματα καμιάς έρευνας (!) για να γνωρίζουν, πολύ καλά μάλιστα, πως η επανάσταση στον Μοριά είχε αρχίσει δυο τρεις μέρες νωρίτερα από την 25η Μαρτίου[19]. Να πάρει η ευχή, αυτοί ήταν κι όχι άλλοι που ξεκίνησαν την επανάσταση και στις 21 και στις 22 και στις 23 του Μάρτη!
Όμως, και στην ψυχή και στην καρδιά τους, η επίσημη μέρα για τον γιορτασμό της επανάστασης δεν θα μπορούσε να ορισθεί παρά μόνον στην ημερομηνία εκείνην, την οποία είχε επιλέξει ο μεγάλος αρχηγός της ήδη από το 1820, και μάλιστα με τον ίδιον ακριβώς εθνικοθρησκευτικό συμβολισμό που εκείνος από τότετης είχε προσδώσει.
Αυτά βίωσαν ως άμεση προσωπική εμπειρία τους και αυτά κατέθεσαν ως αιώνια ιστορική μνήμη οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του ’21, οι οποίοι ούτε λωτοφάγοι ήταν, ούτε και ευχείρωτα ανδρείκελα του κάθε φτηνού προπαγανδιστή. Γι’ αυτό και το 1838 πανηγύρισαν την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου με τον πιο λαμπρό αλλά και με τον πιο συγκινητικό τρόπο[20].
Έτσι, για να κλείσουμε και με μια ποιητική υπέρβαση, μπορούμε χωρίς κανέναν δισταγμό ψυχής να πούμε πως ο πραγματικός συντάκτης του Β.Δ. του 1838 τελικά δεν ήταν άλλος παρά ο ίδιος ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, που είναι, θαρρείς, λες και τό ’γραψε με τα ίδια του τα χέρια…
Αγία Λαύρα
Στην Αγ. Λαύρα συγκεντρώθηκαν για σύσκεψη στις 14 Μαρτίου του 1821 εκείνοι οι πρόκριτοι του Μοριά που είχαν αποφύγει να πάνε στην Τριπολιτσά, όπου τους είχαν καλέσει οι Τούρκοι, ως απόδειξη για την πίστη τους και την υποταγή τους. Εκεί, έντρομοι και απελπισμένοι, συζητούσαν για το ποια θα έπρεπε να είναι η στάση τους απέναντι στην προγραμματισμένη για τις 25 Μαρτίου επανάσταση. Τότε, αφού ακούστηκαν διάφορες προτάσεις πανικού και απελπισίας, πρυτάνευσε τελικά η πρόταση του Φωτήλα για έγκριση της επικείμενης επανάστασης και συμμετοχή τους σ’ αυτήν. Αμέσως μετά την αποδοχή της πρότασης Φωτήλα διασκορπίσθηκαν[21].
Σ’ αυτήν την σύσκεψη της Αγ. Λαύρα συμμετείχε και ο Π.Π. Γερμανός, ο οποίος και ευλόγησε, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, στις 17 του Μάρτη, δηλαδή ανήμερα στο πανηγύρι του μοναστηριού, την έναρξη της επανάστασης με την τέλεση δοξολογίας και με την ορκωμοσία των αγωνιστών[22]. Ο Π.Π. Γερμανός λοιπόν βρέθηκε πραγματικά στην Αγ. Λαύρα, όχι όμως στις 25 Μαρτίου αλλά λίγες μέρες νωρίτερα, όποτε και ευλόγησε και τα ιερά όπλα και των επαναστατών.
Αυτή η συγκέντρωση των αγωνιστών στην Αγ. Λαύρα, λίγο αργότερα μετατοπίσθηκε χρονικά από τις 14 στις 25 Μαρτίου. Και αυτό έγινε μάλλον από καθαρή σύγχυση. Άλλωστε, το ότι ο Π.Π. Γερμανός στις 25 Μαρτίου δεν ήταν στην Αγ. Λαύρα το πληροφορούμαστε από τα ίδια τα απομνημονεύματά του, όπου δεν αναφέρει απολύτως τίποτε γι’ αυτό. Η Αγ. Λαύρα λοιπόν δεν είναι ούτε ένα ανύπαρκτο γεγονός, ούτε, πολύ περισσότερο, ένας μύθος τον οποίον δημιούργησε η εκκλησία, όπως με τόσο φανατισμό και πείσμα προσπαθούν να μας πείσουν οι προοδευτικοί ιστορικοί. Είναι απλώς μια χρονολογική σύγχυση λίγων ημερών, για την δημιουργία της οποίας ούτε ο Π.Π. Γερμανός ούτε κάποιος άλλος κληρικός έχει την παραμικρή ευθύνη.
Άλλωστε, το ξαναλέμε εδώ και πάλι, η εκκλησία δεν είχε κανέναν λόγο ούτε και καμιά ανάγκη να φτιάξει πάνω στην ημερομηνία της 25ης Μαρτίου οποιονδήποτε μύθο, γιατί αυτή ήταν μια ημερομηνία που δεν την επέλεξε ούτε την «έπλασε» η ίδια η εκκλησία, αλλά την είχε καθορίσει από το 1820 ο ίδιος ο Υψηλάντης.
Ποιος όμως μίλησε πρώτος για την κήρυξη της επανάστασης στην Αγ. Λαύρα στις 25 Μαρτίου, δημιουργώντας έτσι και διαδίδοντας τον σχετικό «μύθο»; Κάποιος παπάς, κάποιος δεσπότης; Καθόλου. Ένας λαμπρός Ευρωπαίος, ο ΓάλλοςΠουκεβίλ, στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως που εξέδωσε το 1824.
Όταν λοιπόν ο κ. Κρεμμυδάς και όσοι τον ακολουθούν, εξακολουθούν να θεωρούν πως «προκειμένου να συνδεθεί η Εκκλησία με το Έθνος κατασκευάστηκε ένας από τους πιο ανθεκτικούς ιστορικούς μύθους»[23], στολίζοντας μάλιστα γι’ αυτό την εκκλησία με έναν σωρό χαρακτηρισμούς, τους οποίους αναφέραμε παραπάνω, είναι απολύτως βέβαιον πως δεν ακολουθούν ούτε κατ’ ελάχιστον την «επιστημονική έρευνα», την «νηφάλια επιστημονική διαπραγμάτευση» και την «αυστηρή ιστορική μέθοδο», στην οποίαν ευκαίρως - ακαίρως ομνύουν[24]. Αντίθετα, διασπείρουν ένα ιστορικό ψεύδος[25], διαπλάθουν έναν προοδευτικό αντι-μύθο, με μια προπέτεια και μια επιθετικότητα που είναι βέβαια απαράδεκτη για κάθε ψύχραιμο και αντικειμενικό άνθρωπο. Και επειδή έχει παραγίνει το κακό με τον μύθο για τους «μύθους» της εκκλησίας σχετικά με το ’21, κάποιοι αποδομητές ιστορικοί προσπαθούν τώρα να είναι όσο πιο προσεχτικοί μπορούν. Έτσι, ο Σ. Παπαγεωργίου περιγράφει με ιδιαίτερη ακρίβεια την προέλευση του «μύθου» της Αγ. Λαύρας αποκλειστικά και μόνον από την πέννα του Πουκεβίλ[26]. Στο τέλος βέβαια δεν παραλείπει να παρατηρήσει πως αν και υπεύθυνος για την δημιουργία του «μύθου» (δηλαδή της συγκεκριμένης ιστορικής σύγχυσης) είναι ο Πουκεβίλ, η εκκλησία βολεύτηκε πολύ μ’ αυτόν, αφού η ημερομηνία αυτή είναι ο μοναδικός συνδετικός αρμός της με την επανάσταση, μιας και η 25η Μαρτίου είναι η γιορτή του Ευαγγελισμού[27].
Το ότι ο κ. Παπαγεωργίου ανακάλυψε τον Πουκεβίλ λίγο δεν είναι. Τόσο που έκαμε, μεγάλη δόξα. Άλλωστε, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως καθηγητές της περιωπής ενός Κρεμμυδά τον Πουκεβίλ τον αγνοούν πλήρως! Αυτό μας κάνει να ελπίζουμε πως κάποια μέρα ο κ. Παπαγεωργίου θα ανακαλύψει ΚΑΙ τα απομνημονεύματα του αγωνιστών ΚΑΙ την Ιστορία του Τρικούπη αλλά Κ Α Ι την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους! Για να μάθει και αυτός, τέλος πάντων, ποιος «παπάς» όρισε την 25η Μαρτίου να είναι το ξεκίνημα της επανάστασης, ακριβώς για να συνδεθεί άμεσα, άρρηκτα και μια για πάντα ο εθνικός με τον χριστιανικό ευαγγελισμό...
Απόλυτα ακριβές είναι και το γεγονός πως ο Π.Π. Γερμανός ευλόγησε τα όπλα της επανάστασης. Και αν δεν τα ευλόγησε στις 25 του Μάρτη στην Αγ. Λαύρα, τα ευλόγησε στις 23 του Μάρτη[28] στην Πάτρα, την πρώτη – πρώτη μέρα της επανάστασης (όπως την θέλουν άλλωστε και οι προοδευτικοί ιστορικοί), όπου όρκισε τους πατρινούς επαναστάτες στην πλατεία του Αγ. Γεωργίου, στον σταυρό τον οποίον ύψωσε εκεί[29].
Με αφορμή το παραπάνω γεγονός, μπορούμε εδώ ευρύτερα να παρατηρήσουμε πως η παρουσία του κλήρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επανάσταση από την πρώτη ημέρα που αυτή ξέσπασε, και αυτό είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Έτσι, την ίδια μέρα που ο Π.Π. Γερμανός ευλογούσε τα όπλα στην Πάτρα, στην Καλαμάτα 24 ιερείς και ιερομόναχοι μπροστά στον ναό των Αγ. Αποστόλων ευλόγησαν, ύστερα από μια συγκινητική δοξολογία, τις ελληνικές σημαίες και όρκισαν τους αγωνιστές[30]. Το ίδιο έγινε και στην Ρούμελη από τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα. Επίσης, ο Έλους Άνθιμος, αυτή η ηρωική και τόσο άδικα ξεχασμένη μορφή του αγώνα, δεν έχανε την ευκαιρία να ευλογεί τα όπλα σε όποια περιοχή κι αν πήγαινε.
Το πιο εκπληκτικό όμως δεν είναι πως η Εκκλησία ευλόγησε την έναρξη της επανάστασης στον ελλαδικό χώρο, αλλά ότι πιο πριν είχε ήδη ευλογήσει την έναρξη της επανάστασης από τον Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία! (Αυτή κι αν δεν είναι η πρώτη – πρώτη μέρα της επανάστασης!) Πιο συγκεκριμένα, στις 26 Φεβρουαρίου 1821, σε μια μεγαλόπρεπη τελετή, ο μητροπολίτης Ιασίου Βενιαμίν ευλόγησε μέσα στον ναό των Τριών Ιεραρχών την σημαία της επανάστασης και περίζωσε τον Υψηλάντη με το ξίφος του, υπό τον ξέφρενο ενθουσιασμό των στρατιωτών και του πλήθους[31]. Ένα εκπληκτικό γεγονός, που έχει όμως αποκρυβεί εντελώς όχι μόνον από τα ιστορικά μας συγγράμματα, αλλά ακόμη και από τα σχολικά μας βιβλία. Ειδικά αυτή η τελετή του Ιασίου αποδεικνύει περίτρανα πως όχι μόνον δεν είναι μύθος το ότι η εκκλησία ευλόγησε τα λάβαρα και τα όπλα του αγώνα, αλλά ότι η όντως αλήθεια είναι πως τα ευλόγησε από την πρώτη κιόλας μέρα της έναρξής του!
Από όσα αναφέραμε πιο πάνω, μπορούμε εντέλει να πούμε πως μάλλον αδικημένος είναι ο κλήρος από τις αναφορές της ιστορικής επιστήμης, αλλά ακόμη και των σχολικών βιβλίων, ως προς την συμβολή του στην έναρξη της επανάστασης, παρά ευνοημένος…
[1] . Χ. Κουλούρη, Μύθοι και Σύμβολα μιας Εθνικής Επετείου, Κομοτηνή 1995.
[2] . Κ. Γεωργουσόπουλος, «Ιστορία και Θρύλος», εφ. Τα ΝΕΑ, 17-3-2007.
[3] . Β. Κρεμμυδά, «Η εθνική γιορτή στο σχολείο», εφ. Η ΕΠΟΧΗ, 31-10-2004.
[4] . Β. Κρεμμυδά, «Η Σύγκρουση για την Ιστορία. Ο Ιστορικός στη Χλεύη του «Λαού», εφ. Τα ΝΕΑ, 26-04-2007. βλ. και του ιδίου, «H Eκκλησία στο Eικοσιένα Mύθοι και Ιδεολογήματα», εφ. Τα ΝΕΑ, 22-03-2005.
[5] . Β. Κρεμμυδάς, «Δεν χωράνε 5 αιώνες ιστορίας σε 130 σελίδες», στο άρθρο – αφιέρωμα «Ιστορία μου, αμαρτία μου ...λάθος μου μεγάλο», εφ. ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, 24-3-2007. Του ιδίου, «H Eκκλησία στο Eικοσιένα Mύθοι και ιδεολογήματα», εφ. ΤΑ ΝΕΑ, 22-03-2005.
[6] . Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836, υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης, Αθήνησιν 1846, σσ. 47-48. Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις, Θεσσαλονίκη 1977, τ. 1, σσ. 42 (κεφ. Α΄), 56 (κεφ. Β΄). Ν. Σπηλιάδου,Απομνημονεύματα, τ. 1, Αθήνησιν 1851, σσ. 31, 61.
[7] . Σ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, εν Λονδίνω 18602, σ. 23· εν Αθήναις 18883, σ. 19. Για την Ιστορία του Σ. Τρικούπη η κ. Κουλούρη επιφυλάσσει, και δικαίως, ιδιαίτερα θερμά λόγια: «Έργο Μετρημένο, χωρίς Στόμφο. H Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Σπυρίδωνος Τρικούπη», εφ. Το ΒΗΜΑ, 9-04-2006. Καιρός όμως είναι να καταλάβουμε κάποτε πως τα μετρημένα έργα καλόν είναι να τα διαβάζουμε κιόλας που και που, και όχι μόνον να τα εκθειάζουμε...
[8] . ΙΕΕ, τ. ΙΒ΄, σ. 77.
[9] . Χ. Κουλούρη, «Μύθοι και Αλήθειες για το ’21», εφ. Το ΒΗΜΑ, 25-3-2007. Συγκεκριμένα η κ. Κουλούρη θεωρεί πως η ΙΕΕ είναι ένα έργο αναφοράς, διότι διαψεύδει τους μύθους σχετικά με τον ρόλο της εκκλησίας και επιμένει στην αυστηρή ιστορική μέθοδο.
[10] . Χαρακτηρισμός που απέδωσε στην ΙΕΕ ο καθηγητής Γιάννης Γιαννουλόπουλος σε τηλεοπτική εμφάνισή του.
[11] . Σ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, εν Λονδίνω 18602, σ. 23· εν Αθήναις 18883, σ. 19.
[12] . Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836, υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης, Αθήνησιν 1846, σσ. 47-48.
[13] . Θ. Κολοκοτρώνη, όπ παρ. σ. 50. Βλ. και Σ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, εν Λονδίνω 18602, σ. 51· εν Αθήναις 18883, σ. 41.
[14] . Φωτάκου, όπ. παρ. σ. 42 (κεφ. Α΄).
[15] . ΙΕΕ, τ. ΙΒ΄, σ. 79.
[16] . Φωτάκου, όπ. παρ. σ. 56 (κεφ. Β΄).
[17] . Το ζήτημα αυτό απασχόλησε ιδιαίτερα τον Σ. Τρικούπη, ο οποίος στην Ιστορία του το διερεύνησε καθ’ όλη του την έκταση, δίνοντας εκεί όλες τις απαραίτητες εξηγήσεις και διευκρινίσεις: Σ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, εν Λονδίνω 18602, σ. 25 κ. εξ.· εν Αθήναις 18883, σ. 21 κ. εξ.
Όμως, την πλέον απλή και πειστική συνάμα εξήγηση γι’ αυτό ακριβώς το θέμα δίνει ο πρώτος υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, ο Φωτάκος, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά στο έργο του Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών, εν Αθήναις 1888 (στην βιογραφία του Α. Αλεξανδρόπουλου):
« …οι έξωθεν ερχόμενοι Έλληνες από την Ρωσσίαν, την Κωνσταντινούπολιν και αλλαχόθεν, αυτοί διέδωσαν το σύνθημα, ότι εις τας 25 Μαρτίου θα γείνη αφεύκτως η επανάστασις. Ο δε Φλέσας τότε έχυσε περισσοτέραν καυστικήν ύλην εις ταύτας τας επαρχίας, δια να κόψη μίαν ώραν προτήτερα τας συναθροίσεις και τας ελπίδας τας μακρυνάς των προκρίτων και των αρχιερέων, οίτινες μάλιστα εβιάσθησαν και άρχισαν τα κτυπήματα κατά των Τούρκων προ της 25 Μαρτίου. Μάλιστα δε ο Ν. Χριστοδούλου ο Σολιώτης και προ τούτου άλλοι Έλληνες αλλού όπως ευρέθησαν έκαμον αρχήν να σκοτώνουν Τούρκους, χωρίς να ζητήσουν περί τούτου άδειαν, διότι όλοι οι Έλληνες είχον μεθύσει από το αίσθημα της ελευθερίας και του εθνισμού, και επειδή δεν είχον άλλον ανώτερον, ειμή μόνον τον Θεόν και το αισθημα, δεν εσυλλογίσθησαν πλέον να έχουν μεσίτας μεταξύ αυτών και του δεσπότου της δουλείας των, αφου μάλιστα απεφάσισαν να τον σκοτώσουν.»: σσ. 19-20.
Είναι μάλιστα άκρως ενδιαφέρον πως ο Φωτάκος αναφέρει ονομαστικά εκείνους τους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς που, είτε από φόβο μην μάθουν την ημερομηνία οι Τούρκοι «και πνίξουν την επανάστασιν», είτε από ακράτητο ενθουσιασμό, άρχισαν την επανάσταση πριν την καθορισμένη ημερομηνία. Αυτοί (με την σειρά που αναφέρονται) ήταν οι Ν. Χριστοδούλου ή Σολιώτης, Γ. Δανόπουλος, Α. Ασημακόπουλος και ο Γ. Λαμπρόπουλος.
Όμως, σε αντίθεση με τους παραπάνω, άλλοι οπλαρχηγοί, όπως ο Α. Κολοκοτρώνης, ο Τ. Χρηστόπουλος αλλά και οι Σπετσιώτες (η σχετική αναφορά στην βιογραφία του Α. Μπόνια), περίμεναν υπομονετικά να έρθει η «ωρισμένη ημέρα», δηλαδή η 25η Μαρτίου, για να ξεκινήσουν την επαναστατική τους δράση.
[18] . Όσοι βέβαια δεν είχαν πέσει στον αγώνα.
[19] . Βλ. σχ. Θ. Κολοκοτρώνη, όπ. παρ. σ. 51· Φωτάκου, όπ. παρ. σσ. 56-57 (κεφ. Β΄). Ν. Σπηλιάδου, όπ. παρ. σσ. 62-64· Σ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, εν Λονδίνω 18602, σ. 58 κ. εξ.
[20] . Για το πώς πανηγύρισαν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του τον πρώτο επίσημο γιορτασμό του ’21, και για το πώς περιγράφουν τους πανηγυρισμούς αυτούς οι ξένοι αυτόπτες μάρτυρες όλων των σχετικών εκδηλώσεων βλ. το άρθρο «Στις 25 Μαρτίου του 1838 η «πρεμιέρα» της Εθνικής Γιορτής», εφ. Καθημερινή 24/25-3-2007. Περιμένουμε πραγματικά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το σπουδαίο έργο που ετοιμάζεται να εκδώσει ο καθηγητής Ενεπεκίδης, στο οποίο θα έχει συγκεντρωμένες όλες τις σχετικές με το γεγονός αυτό περιγραφές και αφηγήσεις.
[21] . Φωτάκου, όπ. παρ. σσ. 45-46 (κεφ. Α΄).
[22] . ΙΕΕ, τ. ΙΒ΄, σ. 82.
[23] . Β. Κρεμμυδά, «H Eκκλησία στο Eικοσιένα. Mύθοι και ιδεολογήματα», εφ. Τα ΝΕΑ, 22-3-2005.
[24] . Β. Κρεμμυδά, «Η σύγκρουση για την Ιστορία. Ο ιστορικός στη χλεύη του «λαού», εφ. Τα ΝΕΑ, 26-04-2007· Χ. Κουλούρη, «Μύθοι και Αλήθειες για το ’21», εφ. Το ΒΗΜΑ, 25-3-2007.
[25] . Τα όσα λέει ο κ. Κρεμμυδάς για τον πρωτοσύγκελο και το έγγραφο του σχετικά με την Αγ. Λαύρα, για να «αποδείξει» τον ισχυρισμό του ότι οι ιστορικοί μύθοι κατασκευάστηκαν από την εκκλησία, μόνο σαν καλαμπούρι μπορούν να εκληφθούν. Επιπλέον, δεν τιμά τον σεβαστό καθηγητή το γεγονός ότι αγνοεί ή αποκρύπτει (το ίδιο είναι) τον ρόλο του Πουκεβίλ στην δημιουργία της συγκεκριμένης ιστορικής παρεξήγησης.
[26] . Σ. Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος. Η Θεμελίωση του Ελληνικού Κράτους, 1821-1864, Αθήνα 2004, σ. 111.
[27] . Σ. Παπαγεωργίου, όπ. παρ. σ. 112.
[28] . Και όχι στις 26 του Μάρτη, όπως το θέλει ο κ. Κρεμμυδάς στο «Δεν χωράνε 5 αιώνες ιστορίας σε 130 σελίδες», στο άρθρο – αφιέρωμα «Ιστορία μου, αμαρτία μου... λάθος μου μεγάλο», εφ. ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, 24-3-2007.
[29] . Σ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, εν Λονδίνω 18602, σ. 62· εν Αθήναις 18883, σ. 50.
[30] . ΙΕΕ, τ. ΙΒ΄, σ. 90.
[31] . Σ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, εν Λονδίνω 18602, σσ. 40-41· εν Αθήναις 18883, σσ. 32-33. ΙΕΕ, τ. ΙΒ΄, σ. 25.
ΥΓ 27/12/2008: Μεταφορά από το Παλιό Αντίβαρο και τη διεύθυνσηhttp://palio.antibaro.gr/society/kekaumenos_mu8oi.php
Ομιλία στην Αγία Λαύρα 25.3.2007
Submitted by antibaro on Sat, 19/03/2011 - 00:00
Του Δημήτρη Οδ. Σταθακόπουλου
Δικηγόρου Πειραιά - Δρ. Κοινωνιολογίας της Ιστορίας&πολιτισμού της Οθωμανικής περιόδου ( Πάντειο πανεπιστήμιο ). Επιστημονικού συνεργάτη του καθηγ. Νεοκλή Σαρρή και του Ομίλου απογόνων αγωνιστών 1821.
ομιλία στην Αγία Λαύρα 25.3.2007
Σεβαστοί πατέρες,
Άρχοντες του τόπου κυρίες και κύριοι,
Είναι γνωστό και ιστορικώς αποδεδειγμένο πως τα επαναστατικά γεγονότα του 1821, ανακινήθηκαν με την σύναξη του Αιγίου (Βοστίτσας) από την 26η Ιανουαρίου έως και 30η του ιδίου μηνός (παλαιό ημερολόγιο). Εκεί από τον Παπαφλέσσα, οι πρόκριτοι και οι ιερείς, άκουσαν ότι οι πιθανότερες ημερομηνίες για την έναρξη της επαναστάσεως σύμφωνα με την φιλική εταιρεία,ήταν είτε η 25η Μαρτίου, ( ημέρα του Ευαγγελισμού), είτε η 23η Απριλίου, (του αγίου Γεωργίου) , είτε η 29η Μαΐου, (ημέρα της αλώσεως της Πόλης), απ' ότι όμως απεδείχθη εκ των υστέρων τα γεγονότα τους πρόλαβαν και η επανάσταση ξεκίνησε νωρίτερα.
Έτσι λοιπόν στις 14 Μαρτίου1821 χτυπήθηκαν οι Τούρκοι εισπράκτορες στο Αγρίδι Κλουκινών Καλαβρύτων από τον Νικόλαο Σολιώτη και την 16η Μαρτίου1821 στην χελωνοσπηλιά Λυκούριας Καλαβρύτων από τους Χονδρογιανναίους, στην Φροξυλιά, στο γεφύρι του Αμπήμπαγα και αλλού, ενώ η κορύφωση των γεγονότων έγινε με την απελευθέρωση της πόλεως των Καλαβρύτων την 21η Μαρτίου1821, συνεχίστηκε με την μάχη των Πατρών την 21η και 22α Μαρτίου1821, καθώς και την απελευθέρωση της Καλαμάτας την 23η Μαρτίου 1821 από τον Κολοκοτρώνη, τον Παπαφλέσσα και τους Μανιάτες του Πετρόμπεη που κι' αυτοί είχαν ξεκινήσει με ορκωμοσία από την Αρεόπολη στις 17 Μαρτίου1821.
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μερικοί λόγιοι και δημοσιογράφοι, αναφερόμενοι στην περί της επαναστάσεως ιστορική σύγχυση ( αφού δεν υπήρξε ένα μόνον γεγονός, αλλά πολλαπλά και ταυτοχρόνως ), άρχισαν μία προσπάθεια αναγνωρίσεως της Καλαμάτας ως της πρώτης πόλεως που ελευθερώθηκε και κήρυξε την επανάσταση. Την αρχή αυτή έκανε ο αείμνηστος Καλονάρος την 23η Μαρτίου 1948 με την δημοσίευση στο «Εμπρός - Αθηνών» μερικών ιστορικών περικοπών βάσει των οποίων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Καλαμάτα προηγήθη των Καλαβρύτων και των Πατρών, τον δε Μάρτιο του 1957 στο περιοδικό «Ιστορία και Ζωή» δημοσιεύθηκε άρθρο του καθηγητή και Ακαδημαϊκού Σπ. Β. Κουγέα, στο οποίο συνάγεται το συμπέρασμα ότι το κλέος της επαναστάσεως ανήκει στην Καλαμάτα και τούτο διότι: «η ιστορική οικονομία νίκησε την ιστορία και τα Καλάβρυτα με την συμβολική αίγλη της Αγίας Λαύρας αφήρπασαν το γέρας εκ της Καλαμάτας». Στις απόψεις των παραπάνω Μεσσηνίων συγγραφέων στηρίχθηκαν και πολλοί μεταγενέστεροι ερευνητές, οι οποίοι στηριζόμενοι στην βιβλιογραφία που είχαν δημιουργήσει οι προηγούμενοι, συντήρησαν και συντηρούν ακόμα τα περί πρωτιάς της Καλαμάτας. Η αντιπαράθεση των ιστορικών ερευνητών αναφορικά με την πρωτιά της κηρύξεως της επαναστάσεως του 1821 στην Πελοπόννησο, έχει δυστυχώς λάβει μεγάλες διαστάσεις φιλολογικής αντιδικίας, σε σημείο μάλιστα που συχνά να λησμονείται η ουσία των επαναστατικών γεγονότων, αφού από Εθνικο-απελευθερωτικός αγώνας, υποβαθμίζεται σε τοπικό κίνημα!!!
Για λόγους εξισορροπήσεως των απόψεων, είμαστε υποχρεωμένοι να αναφερθούμε έστω και εν συντομία στα ιστορικά γεγονότα της ενάρξεως της επαναστάσεως στον κυρίως Ελλαδικό χώρο και ειδικότερα στην Πελοπόννησο ( αφού βεβαίως στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες είχε δοθεί το έναυσμα ήδη με τους Ιερολοχίτες τον Φεβρουάριο του 1821 ) .
Ως προανεφέρθη, μετά την σύναξη του Αιγίου ( Βοστίτσας), οι Μωραΐτες ( Μωραλήδες ) Τούρκοι οι οποίοι είχαν αρχίσει ήδη από καιρό να υποψιάζονται αυτονομιστικές επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων στη Πελοπόννησο, θέλησαν να παγιδεύσουν τις ηγετικές κεφαλές των Ελλήνων στην Τρίπολη, ούτως ώστε αυτοί να μείνουν χωρίς αρχηγούς.
Από τα τότε μέσα «αντικατασκοπίας» των Ελλήνων *( Σημ!.: Λέγεται πώς βοήθησε και η Αϊσέ, κόρη του Αρναούτογλου , Βοεβόδα Καλαβρύτων, η οποία κατά την παράδοση διατηρούσε ερωτική σχέση με τον Παναγιωτάκη Φωτήλα) μαθεύτηκαν τα ανωτέρω και οι Καλαβρυτινοί πρόκριτοι παρότι αρχικά έδειξαν πρόθεση αναχωρήσεως για την Τρίπολη, την 9η Μαρτίου1821 (Ιστορία Δ. Κόκκινου Α’ σελ. 254, αλλά και τ' απομνημονεύματα του Π.Π. Γερμανού) στα μισά του δρόμου προφασιζόμενοι ασθένεια γύρισαν πίσω στα Καλάβρυτα. Η ενέργειά τους αυτή τους εξέθεσε έναντι των Οθωμανικών Αρχών και αναγκάσθηκαν να λάβουν συντομότερες αποφάσεις αναφορικά με την έναρξη του αγώνος.
Τόπος επιστροφής των προκρίτων, που ανέστειλαν την άφιξή τους στην Τριπολιτσά, ήταν η Α. Κλειτορία ( Καρνέσι ) και η Αγία Λαύρα στην οποία έφθασαν το βράδυ της 11ης προς 12η Μαρτίου 1821. Την επομένη οι Χαραλάμπης, Λόντος, Φωτήλας, Ζαΐμης, Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο επίσκοπος Κερνίτσης Καλαβρύτων Προκόπιος, πραγματοποίησαν σύσκεψη αναφορικά με τις ενέργειές τους οι οποίες θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικές ούτως ώστε αφενός να μην γίνει αντιληπτό το σχέδιο της επαναστάσεως, αφετέρου να προφυλαχθούν οι ζωές των προκρίτων που ήταν ήδη στην Τρίπολη και βεβαίως οι ίδιες οι ζωές τους. Την παραμονή της επαναστάσεως η επαρχία Καλαβρύτων μπορούσε να προτάξει περίπου 5.000 αγωνιστές και 70 εμπειροπόλεμους καπετάνιους. Μεταξύ των προκρίτων χρειάσθηκαν πολλές συσκέψεις για την λήψη αποφάσεως, η οποία τελικώς δεν προέκυπτε, βασικά λόγω επιφυλάξεων των ιερέων. Εν τω μεταξύ και ενώ οι πρόκριτοι συνεδρίαζαν στην Αγία Λαύρα, ο οπλαρχηγό ς Νικόλαος Σολιώτης προφανώς κατόπιν μυστικής εντολής του Χαραλάμπη - ο οποίος επιθυμούσε την άμεση έναρξη της επαναστάσεως - την 14η Μαρτίου 1821 στο χωριό Αγρίδι της Νωνάκριδος Καλαβρύτων και στην θέση Πόρτες, φόνευσε μερικούς Τούρκους φοροεισπράκτορες και γραμματοφόρους του Μεχμέτ - Σαλίχ οι οποίοι μετέβαιναν στα Ιωάννινα στον Χουρσίτ Πασά προερχόμενοι από την Τρίπολη, ζητώντας του ενισχύσεις ( Γ. Λαμπρινός «μορφές του ‘21» σελ.106).
Επίσης την 16η Μαρτίου1821, στην θέση Χελωνοσπηλιά Λυκούριας Καλαβρύτων, οι οπλαρχηγοί Χοντρογιάννης, Λαμπρούλιας, Ασημάκης, Γιάννης Ντόλκας και ο Γ. Δημόπουλος με την συναίνεση του γερό Ασημάκη Ζαΐμη, χτύπησαν τον Λαλαίο Σεϊντή Σιπαχή και τον εκ Βυτίνας Τραπεζίτη Ταμπακόπουλο, το αυτό συνέβη και στην τοποθεσία Φροξυλιά Τουρλάδας, συγχρόνως δε στα χωριά του Λειβαρτζίου κατά διαταγή του Παναγιωτάκη Φωτήλα, Καλαβρυτινόπουλα εφόνευσαν 2 Σιπαχήδες από την Τρίπολη των οποίων τα πτώματα είδε στην άκρη του δρόμου και ο τότε μαθητής στο σχολαρχείο Σοπωτού και μετέπειτα γραμματέας του Πάνου Κολοκοτρώνη και δικηγόρος, Θεοδ. Ρηγόπουλος, εκ Φιλίων. Παράλληλα ο Νικόλαος Σολιώτης κτύπησε και τους φοροεισπράκτορες Τσιπογλαίους κοντά στα Αρφαρά, ενώ στις 18 Μαρτίου πάλι ο Σολιώτης κτύπησε 60 Τουρκαλβανούς στην Βερσοβά Ανατ. Αιγιαλείας. Στις 17 Μαρτίου, στο γεφύρι του Αμπήμπαγα συνελήφθη ο Σελήμ αγάς, κλειδούχος του Ναυπλίου προερχόμενος από την Πάτρα. Τέλος σκοτώθηκε και ο οθωμανός τοπάρχης Φελλόης Μουλά Γιακούπ.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι πρόκριτοι παρότι φαινομενικά κατά την διάρκεια της συσκέψεως εφαίνοντο διστακτικοί αναφορικά με την έναρξη της επαναστάσεως, στην ουσία την επιθυμούσαν το συντομότερο δυνατόν και προς τούτο είχαν ενημερώσει τα πρωτοπαλίκαρα τους να αρχίσουν τις επαναστατικές κινήσεις, πράγμα που έγινε.
Κατόπιν των ανωτέρω τετελεσμένων γεγονότων και δεδομένου του ότι οι λοιπές «κεφαλές» της Πελοποννήσου βρίσκονταν είτε εγκλωβισμένες, είτε υπό στενή παρακολούθηση, το βράδυ της 16ης Μαρτίου ξημερώματα της 17ης, εορτής του Αγίου Αλεξίου ο οποίος εορτάζεται στην Αγία Λαύρα ως προστάτης άγιος ( εκεί ευρίσκεται η Κάρα του κατόπιν δωρεάς του Εμμανουήλ Παλαιολόγου το 1414) και στου οποίου τη «χάρη», --όπως κάθε χρόνο αφού πρόκειται περί τοπικής θρησκευτικής πανηγύρεως -- , θα συνέρεε πλήθος Καλαβρυτινών απ' όλη την επαρχία, ο Ασημάκης Φωτήλας κατά την διάρκεια της τρίτης συσκέψεως των προκρίτων, εξανιστάμενος, φανέρωσε τις αληθινές του προθέσεις λέγοντας ότι έπρεπε να επαναστατήσουν πάραυτα.
Την άποψη πώς η επανάσταση έπρεπε ν' αρχίσει άμεσα, δηλαδή στις 17 Μαρτίου 1821( παλαιό ημερολόγιο), ενίσχυσε το γεγονός ότι ήδη λόγω της εορτής του Αγίου Αλεξίου - ως προελέχθη - θα συνέρεαν στην Μονή Αγ. Λαύρας όλοι οι τοπικοί οπλαρχηγοί, καθώς και πλήθος κόσμου η δε σύναξη αυτή δεν θα προβλημάτιζε τους Τούρκους εφόσον θα ήταν στα πλαίσια της ετήσιας θρησκευτικής πανηγύρεως, θα βοηθούσε όμως τους Έλληνες ούτως ώστε να συνεδριάσουν όλοι μαζί κάτω από την «μύτη» των Οθωμανών και να πάρουν άμεσες συλλογικές αποφάσεις για την έναρξη του αγώνα στην Πελοπόννησο, τον οποίο όλοι περίμεναν από στιγμή σε στιγμή.
Επίσης ένα άλλο γεγονός το οποίο τελικώς βάρυνε στην απόφαση της ενάρξεως του αγώνα παρά τις όποιες επιπτώσεις, ήταν η γνώση του Ζαΐμη περί της αποφάσεως των Κανέλλου Δεληγιάννη, Σπηλιωτόπουλου και Παπαφλέσσα ότι δεν θα έπρεπε να αναβληθεί το κίνημα έστω και εάν έπεφταν τα κεφάλια των προεστών και δεσποτάδων στην Τρίπολη ( Σπ. Μελάς «ο Γέρος του Μωριά» σελ. 254 ).
Την 17η Μαρτίου 1821 ημέρα του Αγίου Αλεξίου κατόπιν της λειτουργίας, και της θρυλούμενης ορκωμοσίας, άρχισαν να δίνονται από τους προκρίτους οι στρατιωτικές εντολές προς τα πρωτοπαλίκαρά τους οι οποίες ολοκληρώθηκαν την 18η Μαρτίου 1821, ημερομηνία κατά την οποία αυτοί αναχώρησαν για τις θέσεις τους σε όλη την επαρχία Καλαβρύτων ( ο Παναγ. Φωτήλας για Αροανία, Πάος, Ψωφίδα ), την Πάτρα ( ο Π.Πατρών αναχώρησε μαζί με τους Ανδρέα Ζαΐμη και Προκόπιο για τα Νεζερά Πατρών και έτσι βρέθηκαν στην Πάτρα την 21η Μαρτίου1821 ), το Αίγιο (ο Ανδρ. Λόvτoς ) και άλλα μέρη, κατά την παραπάνω δε ημερομηνία αναχώρησαν και οι αγγελιοφόροι του μηνύματος της αποφάσεως για την έναρξη της επαναστάσεως, ειδικά δε προς την Καλαμάτα όπου ανέμεναν οι Μαυρομιχαλαίοι με τον Κολοκοτρώνη, έχοντας συμπτωματικά ξεκινήσει και αυτοί από την Αρεόπολη στις 17 Μαρτίου 1821.
Κατόπιν της ανωτέρω καταστάσεως και της αναχωρήσεως των οπλαρχηγών για τις θέσεις τους, στην Αγ. Λαύρα παρέμειναν οι Σωτ. Χαραλάμπης, Σωτ. Θεοχαρόπουλος, Νικ. Σολιώτης, ο Μουρτογιάννης και οι Πετμεζάδες μετά 600 και πλέον στρατολογηθέντων ανδρών της επαρχίας Καλαβρύτων. Η 19η Μαρτίου 1821 κύλησε όπως και η 18η , δηλαδή με αναχωρήσεις και οργανώσεις των Ελλήνων, η δε Τουρκική φρουρά των Καλαβρύτων με τον αρβανίτικης καταγωγής μουσουλμάνο μπεκτασί διοικητή της Αρναούτογλου «ταμπουρώθηκε» εντός της πόλεως των Καλαβρύτων διότι αντελήφθησαν πως δεν επρόκειτο περί πανηγύρεως, αλλά για οργανωμένη στρατωτική/ επαναστατική κίνηση των Ελλήνων. Την 20η Μαρτίου 1821 οι εναπομείναντες στην Αγία Λαύρα πολεμιστές, αφού πήραν ένα μικρό κανονάκι της μονής και αντί για σημαία (μπαϊράκι), το κάλυμμα της ωραίας πύλης της εκκλησούλας του Αγ. Αλεξίου, (το γνωστό λάβαρο, δώρο στην μονή των γυναικών της Σμύρνης της Μ. Ασίας) , με σημαιοφόρο τον Αγιολαυρίτη ιεροδιάκονο Γρηγόριο Ντόκο « ...... κατήλθαν στον πέριξ των Καλαβρύτων χώρο.....» και τα ξημερώματα της 21ης Μαρτίου 1821 άρχισαν τις εχθροπραξίες με την φρουρά της πόλεως την οποία κατέβαλαν αυθημερόν μετά από μάχη και όχι απλούς εορταστικούς «πυροβολισμούς», όπως εσφαλμένως αναγράφουν μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί, ελευθερώνοντας έτσι την πόλη των Καλαβρύτων, η οποία ήταν εύρωστη και πολύ σημαντική για την διοίκηση των Τούρκων στην Βόρεια Πελοπόννησο, σημειωτέον δε ότι κατά το έτος 1816 κατέβαλε ετήσιο χαράτσι δεκαπλάσιο του Πύργου Ηλείας, διπλάσιο του Αιγίου, τριπλάσιο των Πατρών και σχεδόν διπλάσιο της Γαστούνης.
Εν κατακλείδι και σύμφωνα με τα όσα εκθέσαμε ως τώρα, με σαφήνεια προκύπτει πώς πριν την 17η Μαρτίου 1821 απεφασίσθη υπό των Καλαβρυτινών προκρίτων το τόλμημα της ενάρξεως του αγώνα στην Πελοπόννησο.
Την 17η Μαρτίου 1821 έγινε στην Αγία Λαύρα αυτό που ονομάζουμε ορκωμοσία, ενώ ακολούθησε λειτουργία στην μνήμη του Αγ. Αλεξίου, παρότι δε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν αναφέρεται ρητά σε τέτοιο περιστατικό στα απομνημονεύματά του, εν τούτοις το γεγονός διασώζεται στις οικογενειακές προφορικές παραδόσεις των Καλαβρυτινών, στα δημοτικά τους τραγούδια, καθώς και εγγράφως στα πιστοποιητικά των Καλαβρυτινών αγωνιστών που βρίσκονται αρχειοθετημένα στο αρχείο αγωνιστών στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Την ίδια ημέρα πρέπει να έγινε και η κατάστρωση του πολεμικού σχεδίου και επομένως τα περί Αγ. Λαύρας, μπορεί να μην έγιναν ακριβώς όπως αποτυπώθηκαν στους ζωγραφικούς πίνακες, ή τα κατέγραψε η λαϊκή μούσα, πλην όμως δεν είναι μύθος απλά έγιναν μία ( 1 ) εβδομάδα νωρίτερα της 25ης Μαρτίου 1821. Στην συνέχεια, την 19η Μαρτίου 1821 διεμηνύθη η έναρξη του αγώνα στην Καλαμάτα.
Την 21η Μαρτίου 1821, έγινε η επίθεση κατά των Καλαβρύτων, η κατάληψη και η απελευθέρωσή τους μετά από μάχη, καθώς και η αιχμαλωσία της φρουράς και του Διοικητού της Αρναούτογλου ( 9 ιστορικοί συμφωνούν σε αυτό ).
Επίσης την 21η Μαρτίου 1821, από το Ρίο πραγματοποιήθηκε είσοδος στην Πάτρα 100 Τούρκων υπό τον Γιουσούφ - Σελήμ για να περιορίσουν τους επαναστατημένους Έλληνες. Άρχισαν οι εχθροπραξίες στο Αίγιο και την Αγία Τριάδα Πατρών, ενώ έγινε επίθεση κατά της οικίας Παπαδιαμαντοπούλου, με αντεπίθεση των Ελλήνων, η συμπλοκή στο Τάσι και ο φόνος του επτανησίου Β. Ορκουλάτου.
Την 22α Μαρτίου 1821 κηρύχθηκε η επανάσταση των Πατρών, έγινε η είσοδος στην πόλη του Παπαδιαμαντόπουλου με τους Κουμανιωταίους και τον Ανδρέα Λόντο μετά 300 ανδρών υπό ερυθρές σημαίας με μέλανα σταυρό. Ομοίως έγινε και η είσοδος του Π,Πατρών Γερμανού, του Προκοπίου, των Αν, Ζαΐμη και Βεν. Ρούφου στην πλατεία Αγ. Γεωργίου, όπου υψώθηκε η σημαία του Α. Λόντου,
Στις 23 και 24 Μαρτίου 1821 έγινε η σύσταση του Αχαϊκού Διευθυντηρίου στην Πάτρα, στην δε Καλαμάτα πραγματοποιήθηκε είσοδος ( 22.03.1821 ) των Ελληνικών σωμάτων με Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα και Μαυρομιχαλαίους που είχαν ξεκινήσει από την Αρεόπολη της Μάνης συμπτωματικά και αυτοί στις 17 Μαρτίου 1821 όπως προαναφέρθηκε. Τότε συνεστήθη και η Μεσσηνιακή Γερουσία.
Στις 24 και 26 Μαρτίου 1821, αντιστοίχως κοινοποιήθηκε στα Προξενεία των χριστιανικών Ευρωπαϊκών δυνάμεων που βρίσκονταν στην Καλαμάτα και την Πάτρα η προκήρυξη (declaratίon) της επαναστάσεως, με περισσότερο σημαντική αυτή που κοινοποιήθηκε στον Πρόξενο της Αγγλίας Green ( Γκρήν) , όπου ξεκάθαρα αποσαφηνίζεται ο Εθνικός χαρακτήρας της επανάστασης ( self determination αυτοδιάθεση ).
Τέλος μία εξ αυτών των διακηρύξεων εδημοσιεύθη και στην Γαλλική εφημερίδα Le Constitutionnel την 6η Ιουνίου 1821, αναφέροντας την αγία Λαύρα και τον Π.Π.Γερμανό οπότε η εθνεγερσία έλαβε και διεθνή πολιτικό χαρακτήρα.
Αυτή λοιπόν η ημερομηνία της 25ης Μαρτίου ( ημέρα θρησκευτική λόγω του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, της επιθυμίας της Φιλικής εταιρείας, αλλά και συμβολική που συγκεντρώνει όλα τα προγενέστερα αυτής περιστατικά ) , με την σύμφωνη γνώμη των αγωνιστών και πρωταγωνιστών της επανάστασης, το 1838 έγινε Βασιλικό διάταγμα του Όθωνα και καθιερώθηκε ως εθνική εορτή ( σημ.: ως εθνική επέτειος καθιερώθηκε μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα, με βασιλικό διάταγμα του Γεωργίου Α' ) μένοντας έτσι ως ορόσημο της Ελληνικής πανεθνικής παλιγγενεσίας.
Ομοίως με την σύμφωνη γνώμη των αγωνιστών, οι Καλαβρυτινοί και η πόλη τους, λόγω του ρόλου της Αγ. Λαύρας ως σημείου επαναστατικών συνελεύσεων, αναγνωρίστηκαν ως οι πρώτοι μεταξύ ίσων, αφού ουδείς υποβάθμισε τον ρόλο και την σημασία των λοιπών Ελλήνων, Μανιατών, Υδραίων, Σπετσιωτών, Ψαρριανών, Ρουμελιωτών, Σουλιωτών κλπ.
Ας μείνουμε λοιπόν πιστοί σ' αυτό που οι πρωταγωνιστές του αγώνα συναποφάσισαν και μην δημιουργούμε ανούσιες συγχύσεις. Τέλος ας δούμε την ουσία χωρίς να υποβαθμίζουμε την πανελλήνια σημασία του αγώνα σε μόνον τοπικής σημασίας γεγονός, για να μην καταντήσουμε σαν τους Ποσειδωνιάτες του Καβαφικού ποιήματος που:
«Την γλώσσα την Ελληνική οι Ποσειδωνιάται εξέχασαν τόσους
αιώνες ανακατεμένοι με Τυρρηνούς και με Λατίνους και άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμεινε προγονικό ήταν μιά Ελληνική γιορτή με
τελετές ωραίες με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κι είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής τα παλαιά έθιμα να διηγούνται και τα Ελληνικά ονόματα να ξαναλένε, που μόλις πιά τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων' η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνται που κι' αυτοί ήσαν Έλληνες - Ιταλιώται ένα καιρό και αυτοί.
Και τώρα πώς ξέπεσαν, πώς έγιναν, να ζούν και να ομιλούν
βαρβαρικά, βγαλμένοι - ώ συμφορά - από τον Ελληνισμό..».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου