τοαυτονοητο: Απάντηση των ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΩΝ Μαρκεζίνη-Καρυώτη, στο άρθρο του υπαλλήλου ιδιωτικού Τούρκικου πανεπιστημίου και συνεργάτη του ΕΛΙΑΜΕΠ Ιωαννη Ν. Γρηγοριαδη (ΕΔΩ και ΕΔΩ). Θυμίζουμε πως κατά τον κύριο αυτό, που συμβάλλει στην εξωτερική πολιτική μας, το Καστελόριζο είναι πολύ μικρό για να έχει υφαλοκρηπίδα!!!!!
Μαρκεζίνης- Καρυώτης: Απαιτείται στιβαρή πολιτική απέναντι στην Τουρκία
Η ομίχλη και ασάφεια που καλύπτει τις κυβερνητικές προθέσεις για το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο αρχίζει να διαλύεται...
εν πολλοίς λόγω της κοινής μας επιστολής για την ΑΟΖ και της δημοσιότητας της οποίας αυτή έτυχε σε ιστολόγια και σε μερικές εφημερίδες. Καθώς όμως η κοινή γνώμη χρειάζεται συνεχώς ενημέρωση, στο παρόν κείμενο θα σχολιάσουμε δύο συγκεκριμένα θέματα.
Εσφαλμένη πληροφόρηση
Νεαρός καθηγητής και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ, σε άρθρο του στην Καθημερινή της 23ης Ιανουαρίου ισχυρίστηκε τα κατωτέρω εσφαλμένα.
Πρώτον: Διερωτήθηκε προς τι το «ξαφνικό» ενδιαφέρον για το Καστελόριζο. Το ενδιαφέρον μας μόνο ξαφνικό δεν είναι, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι ο πρώτος εξ ημών το επισήμανε σαφώς –αναφέροντας μάλιστα και τις κατοικημένες ελληνικές νησίδες της Ρω και της Στρογγύλης– καθ’ όλον το προηγούμενο έτος, σε τηλεοπτικές....... συνεντεύξεις του με τον κ. Μαλούχο (Αθήνα), τον κ. Σαββίδη (Θεσσαλονίκη) και τον κ. Σαχίνη (Κρήτη), ενώ ο δεύτερος έχει επανειλημμένα αναφερθεί συστηματικά στην απολύτως κρίσιμη σημασία που έχει η νήσος αυτή στο θέμα της ελληνικής ΑΟΖ και την επαφή της με την αντίστοιχη της Κύπρου. Λανθασμένη λοιπόν η πρώτη σκέψη.
Δεύτερον: Ο καθηγητής αναφέρεται και σε δύο τουρκικές βραχονησίδες για
να αποδώσει τη μη μνεία τους σε αγραμματοσύνη μας. Οι νησίδες δεν αναφέρθηκαν διότι είναι βραχονησίδες, ακατοίκητες και ανεπίδεκτες κατοικήσεως κατά τρόπο που, ακόμη κι αν οι Τούρκοι πρόχειρα και βιαστικά εγκαθιστούσαν εκεί μερικούς κατοίκους, θα επέσυραν τη μη αναγνώρισή τους από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπως ακριβώς συνέβη στη διένεξη ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Ρουμανία. Λάθος και πάλι!
Τρίτον: Ερωτά ο καθηγητής εάν αναλογιστήκαμε γιατί δεν υπάρχει «ενδιαφέρον εταιρειών» στην περιοχή εάν, όντως, υπάρχει αέριο σε μεγάλες ποσότητες. Μήπως, δηλαδή, κάνουμε πολύ θόρυβο για το τίποτε; Λάθος και πάλι! Πρώτον, διότι οι Τούρκοι είναι αυτοί που επιθυμούν να αφήσουν έξω από τις διαπραγματεύσεις τη συγκεκριμένη περιοχή – γιατί άραγε; Και, δεύτερον, διότι εμείς τουλάχιστον γνωρίζουμε ήδη μια μεγάλη, τεχνικώς και οικονομικώς ικανή, βορειοαμερικανική εταιρεία που έχει δείξει εσπευσμένο ενδιαφέρον. Τούτο έχει ήδη φτάσει στο υπουργείο μας, αλλά, βεβαίως, ουδέν έχει ανακοινωθεί. Μπορεί όμως αυτό να το αγνοεί ο γράφων!
Τέταρτον: Κατηγορούμαστε ότι προσπαθούμε να «εκτροχιάσουμε δύσκολες διαπραγματεύσεις». Ομολογουμένως, αυτό δεν απέχει πολύ από την αλήθεια, δεδομένου ότι τα όσα γνωρίζουμε δεν τα θεωρούμε διόλου συμφέροντα για την πατρίδα μας. Μας λοιδορεί στη συνέχεια διερωτώμενος εάν μόνον εμείς έχουμε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «ελληνόμετρο». Ίσως δεν πρόσεξε ότι τις ανησυχίες μας τις συμμερίζονται μεγάλες προσωπικότητες και ΟΛΑ τα κόμματα του Κοινοβουλίου. Προσωπικά, έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι το ίδιο συμβαίνει Αν και εντός του ΠΑΣΟΚ. Λάθος, λοιπόν, και πάλι!
Πέμπτον: Κατηγορούμαστε ότι, αν γίνουμε εμείς η αιτία ναυαγίου των μυστικών συνομιλιών, η Τουρκία θα καταγγείλει την Ελλάδα ως μη ενδιαφερόμενη για την ειρηνική επίλυση των διαφορών μας μαζί της. Στην ίδια όμως εφημερίδα (της ίδιας ημέρας) ο κ. Σταύρος Λυγερός, σοβαρός αναλυτής και συμμεριζόμενος καταρχάς τις δικές μας ανησυχίες, δίνει σειρά παραδειγμάτων τουρκικών κινήσεων και δηλώσεων που προειδοποιούν ότι η «Ανατολική Μεσόγειος» θα γίνει «εστία προστριβών» επειδή προσεχώς θα αποκτήσει σπουδαιότητα. Λόγω των πετρελαίων που διαθέτει, θα μετατραπεί σ’ έναν «δεύτερο Κόλπο». Δεν θα έπρεπε αυτού του είδους τις απειλές η ελληνική διπλωματία να καυτηριάζει, έστω με τη δέουσα φρασεoλογία;
Έκτον: Διερωτάται –εμμέσως– ο καθηγητής πώς «μία νήσος εκτάσεως 12 τετραγωνικών χιλιομέτρων» μπορεί να διεκδικήσει «δεκάδες χιλιάδες τετραγωνικών χιλιομέτρων ΑΟΖ». Διερωτώμεθα με τη σειρά μας εάν ο προβληματισμός αυτός ανήκει στην ελληνική διαπραγματευτική επιτροπή ή εάν εκφράζει απλώς την τουρκική επιχειρηματολογία; Ελπίζουμε να πρόκειται μόνον περί του τελευταίου.
Πρόσφατες εξελίξεις
Στην ομιλία του στο Ερζερούμ, ο Έλληνας πρωθυπουργός έθεσε το διλημματικό ερώτημα «Ειρήνη ή σύγκρουση;» για να προσθέσει αμέσως: «Εμείς επιλέγουμε την ειρήνη». Ο κατηγορηματικός τόνος του ερωτήματος περιορίζει τις εναλλακτικές επιλογές σε δύο μόνον, η δε τελική, λακωνική απάντηση αποτελεί μιαν άκρως εντυπωσιακή απόφανση.
Εντούτοις, όπως όλες οι εντυπωσιακές φράσεις, έτσι και αυτή εγείρει περισσότερα ερωτήματα. Και το βασικό ερώτημα που πρέπει να εξετάσουμε εν προκειμένω έρχεται να συμπληρώσει την απάντηση του πρωθυπουργού με τη φράση: «…με κάθε κόστος;». Από θεωρητικής και ρητορικής απόψεως, η απάντηση θα μπορούσε και πάλι να είναι: «Ναι». Δεν θα συμφωνούσαν όμως όλοι επ’ αυτού, έστω κι αν κανείς δεν είναι ποτέ υπέρ θερμών επεισοδίων. Είναι, ασφαλώς, απαραίτητες κάποιες διευκρινίσεις στο σημείο αυτό.
Η προφανής πρόκριση της ειρήνης έναντι ενδεχόμενου θερμού επεισοδίου δεν αποκλείει, ούτε ιστορικά ούτε λογικά, την ανάγκη προετοιμασίας για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Χρησιμοποιούμε με τη μέγιστη προσοχή τις λέξεις για να δείξουμε ότι δεν είναι κατ’ ανάγκην βίαιες όλες οι αναμετρήσεις, αν και θα ήταν μάλλον ασύνετο να μην προετοιμάζεται κανείς για παν ενδεχόμενο.
Έτσι, στις πιθανές απαντήσεις περιλαμβάνεται η καλλιέργεια πρόσθετων συμμαχιών εάν η παραδοσιακή στήριξής μας στις ΗΠΑ δεν θεωρείται ως επαρκής.
Η πρόσφατη ελληνοϊσραηλινή προσέγγιση μπορεί κάλλιστα να εκληφθεί ως το είδος τέτοιας κίνησης που θα βοηθούσε ουσιαστικά την Ελλάδα, ιδίως εάν χρησιμοποιούνταν η (ακόμη) ανεπιβεβαίωτη αλλά δελεαστική ισραηλινή πρόταση χαρτογράφησης της ελληνικής ΑΟΖ (στο πλαίσιο της πρόσφατης οριοθέτησης των ΑΟΖ Ισραήλ και Κύπρου), για να δείξει πού ακριβώς τοποθετούνται τα όρια της ελληνικής ΑΟΖ – εφόσον, βεβαίως, είχαμε το θάρρος να επιλύσουμε το όλο ζήτημα απευθείας με την Κύπρο.
Ακόμη πιο σημαντική είναι η ισραηλινή πρόταση να ανατεθεί στην αμερικανική εταιρεία Noble Energy η κατασκευή ενός υποθαλάσσιου αγωγού που θα μετέφερε το φυσικό αέριο από το κοίτασμα «Λεβιάθαν» στα νότια της Κρήτης. Το ότι ο υπουργός Επικρατείας φέρεται να μελετά τέτοια σχέδια συνάδει προς τις ιδέες μας και είναι ενθαρρυντικό.
Επιπλέον τα νερά της νοτίου Κρήτης έχουν αρκετό βάθος ώστε να επιτρέψουν σε μεγάλα πλοία να μεταφέρουν υγροποιημένο φυσικό αέριο από ειδικές εγκαταστάσεις (εκτός της εμβέλειας των πυραύλων της Χεζμπολάχ) που θα μπορούσαν να κατασκευαστούν στην περιοχή.
Προτού προχωρήσουμε αυτή την ανάλυση, ας θέσουμε μερικά ερωτήματα, διατυπωμένα κατά τρόπο που υποδηλώνει και τις απαντήσεις μας.
Πρώτον: Σε πολλούς διαδικτυακούς τόπους γράφονται πολλά για τη φημολογούμενη πρόταση του Ισραήλ προς Ελλάδα. H μόνη έμμεση νύξη που έχουμε είναι οι προαναφερθείσες επαφές του Έλληνα υπουργού που όλοι προφανώς θα ευνοούν.
Δεύτερον: Ελπίζομε να μην συζητείται ενδεχόμενη προσθήκη τουρκικής εταιρείας ή κεφαλαίου σε κάποιο τέτοιο σχέδιο δίδοντας έτσι στη γείτονα μερίδιο στο δικό μας εθνικό πλούτο.
Τρίτον: Η επικείμενη επίσκεψη της κυρίας Κλίντον. Εξυπακούεται ότι πέπλο μυστηρίου θα τυλίξει τη συγκεκριμένη επίσκεψη. Εμείς όμως ευελπιστούμε ότι η κυρία Κλίντον, έχoυσα γνωστές στενές σχέσεις με το ισραηλινό λόμπι, θα δώσει την ευλογία της σε μια ισραηλινή - κυπριακή - ελληνική συνεργασία που θα «κόψει» –όχι «κάψει» – λίγο τα φτερά του βιαζόμενου να αναγεννηθεί τουρκικού φοίνικος.
Ας προχωρήσουμε λοιπόν με τις εικασίες μας –γιατί, τι άλλο μπορούμε να κάνουμε, όταν η κυβέρνηση πιστεύει τόσο ένθερμα ότι το σωστό είναι να μας αφήνει όλους στο σκοτάδι– κι ας υποθέσουμε (α) ότι τα ιστολόγια έχουν δίκιο για τις ισραηλινές προθέσεις και (β) ότι, mirabile dictu, η κυβέρνησή μας δέχεται τη δελεαστική ισραηλινή προσφορά. Κάτι τέτοιο δεν θα μας έβγαζε από τη μέγγενη της νεοοθωμανικής Τουρκίας;
Εκείνοι που έχουν διαφορετική άποψη θα επινοούσαν μια σειρά από τρομακτικά σενάρια. Ας δούμε μερικά τέτοια σενάρια, κατ’ αντιδιαστολή προς τη συλλογιστική μας.
Πρώτον: Η Ελλάδα –σύμφωνα με όσα είπαμε ανωτέρω– κατασκευάζει πλατφόρμες και ξεκινά διερευνητικές γεωτρήσεις στην περιοχή της ελληνικής ΑΟΖ. Θα μπορούσε η Τουρκία να αποφασίσει να επιτεθεί στις πλατφόρμες; να επιτεθεί δηλαδή σε πλατφόρμες στις οποίες έχει (έμμεσο) συμφέρον το Ισραήλ και οι οποίες ανήκουν σε αμερικανική εταιρεία; Για τ’ όνομα του Θεού!
Δεύτερον: Οι Τούρκοι αρχίζουν αυτοί προληπτικά –κι ας μην ξεχνάμε ότι, κατά το μάλλον ή ήττον, το έχουν ήδη κάνει– γεωτρήσεις στην ελληνική ΑΟΖ (εννοείται, μετά τη σχετική ανακήρυξή της από την Ελλάδα). Κάτι τέτοιο θα έδιδε την ευκαιρία στις συνεργαζόμενες χώρες Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδος την τέλεια αφορμή για να επικαλεστούν το Διεθνές Δίκαιο και συστηματικά να κατεδαφίσουν την τουρκική συνθηματολογία, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία είναι «φιλειρηνική» και «νομιμόφρων» χώρα, η οποία «σέβεται το Διεθνές Δίκαιο» και πιστεύει στην πολιτική «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονές της».
Τέλος, υπάρχει το ενδεχόμενο μιας πιο «βίαιης» τουρκικής αντίδρασης, ίσως ενός νέου επεισοδίου σαν τα «Ίμια». Αυτή τη φορά, η Τουρκία θα επιδίωκε να «απομονώσει» –υποθέτουμε, παρά να καταλάβει– το Καστελόριζο από την υπόλοιπη ελληνική επικράτεια, με απώτερο στόχο να μας επιβάλει ένα συμβιβασμό ως προς τη συνεκμετάλλευση της ΑΟΖ μας.
Σε μια τόσο επιθετική κίνηση θα μπορούσαμε, ασφαλώς, να αντιδράσουμε με διάφορους τρόπους με τη βοήθεια όλων των συμμάχων μας, μια και κανείς δεν έχει συμφέρον να αφήσει την Τουρκία να ανοίξει τόσο προκλητικά ακόμη μια εστία συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή. Η προσωπική μας άποψη, εντούτοις, είναι ότι μια τόσο αστόχαστη τουρκική κίνηση θα επέτρεπε στην Ελλάδα, σε επίπεδο δημοσίων σχέσεων, να ανατρέψει ακόμη μια φορά τον ισχυρισμό της Τουρκίας ότι ανήκει στην ευρωπαϊκή οικογένεια και ότι χρησιμοποιεί το επιχείρημα του casus belli κάθε φορά που δεν μπορεί να υποχρεώσει τους συνομιλητές της να τις δώσουν ό,τι θέλει.
Ασφαλώς, θα μπορούσαμε, επίσης, να προετοιμαστούμε για προληπτική δράση στην περιοχή, η οποία δεν θα ήταν απαραιτήτως στρατιωτικής φύσεως αλλά θα μπορούσε να προσλάβει τη μορφή εντατικών οικονομικών και επικοινωνιακών δραστηριοτήτων, που θα καθιστούσαν την πιθανότητα χρήσης ωμής βίας από πλευράς Τουρκίας όχι απλώς παράνομη, αλλά και πιο προβληματική.
Όλα αυτά, ασφαλώς, προϋποθέτουν φαντασία, θάρρος και ισχυρή θέληση δράσης: αυτό που εμείς θα ονομάζαμε «ηγεσία», οι ένθερμοι όμως υποστηρικταί της ελληνο-τουρκικής (αντί της ελληνο-ισραηλινής) συνεργασίας θα χαρακτήριζαν ως «ανεύθυνες», «θερμοκέφαλες» ή ακόμη και «πατριδοκάπηλες» ιδέες!
Η τελική απόφαση, βεβαίως, το πώς θα αντιμετωπίσομε αυτή την κρίση ανήκει στον ελληνικό λαό. Ωστόσο, όσο περισσότερο βοηθηθεί να βγει από τη καλλιεργούμενη από την κυβέρνηση κατάσταση θλίψης και άγνοιας, τόσο πιο σύντομα θα μπορέσει αυτός να επηρεάσει το μέλλον της χώρας του.
Των Βασιλείου Μαρκεζίνη, Ακαδημαϊκού και Θεοδώρου Καρυώτη Καθηγητή Πανεπιστημίου
εν πολλοίς λόγω της κοινής μας επιστολής για την ΑΟΖ και της δημοσιότητας της οποίας αυτή έτυχε σε ιστολόγια και σε μερικές εφημερίδες. Καθώς όμως η κοινή γνώμη χρειάζεται συνεχώς ενημέρωση, στο παρόν κείμενο θα σχολιάσουμε δύο συγκεκριμένα θέματα.
Εσφαλμένη πληροφόρηση
Νεαρός καθηγητής και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ, σε άρθρο του στην Καθημερινή της 23ης Ιανουαρίου ισχυρίστηκε τα κατωτέρω εσφαλμένα.
Πρώτον: Διερωτήθηκε προς τι το «ξαφνικό» ενδιαφέρον για το Καστελόριζο. Το ενδιαφέρον μας μόνο ξαφνικό δεν είναι, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι ο πρώτος εξ ημών το επισήμανε σαφώς –αναφέροντας μάλιστα και τις κατοικημένες ελληνικές νησίδες της Ρω και της Στρογγύλης– καθ’ όλον το προηγούμενο έτος, σε τηλεοπτικές....... συνεντεύξεις του με τον κ. Μαλούχο (Αθήνα), τον κ. Σαββίδη (Θεσσαλονίκη) και τον κ. Σαχίνη (Κρήτη), ενώ ο δεύτερος έχει επανειλημμένα αναφερθεί συστηματικά στην απολύτως κρίσιμη σημασία που έχει η νήσος αυτή στο θέμα της ελληνικής ΑΟΖ και την επαφή της με την αντίστοιχη της Κύπρου. Λανθασμένη λοιπόν η πρώτη σκέψη.
Δεύτερον: Ο καθηγητής αναφέρεται και σε δύο τουρκικές βραχονησίδες για
να αποδώσει τη μη μνεία τους σε αγραμματοσύνη μας. Οι νησίδες δεν αναφέρθηκαν διότι είναι βραχονησίδες, ακατοίκητες και ανεπίδεκτες κατοικήσεως κατά τρόπο που, ακόμη κι αν οι Τούρκοι πρόχειρα και βιαστικά εγκαθιστούσαν εκεί μερικούς κατοίκους, θα επέσυραν τη μη αναγνώρισή τους από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπως ακριβώς συνέβη στη διένεξη ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Ρουμανία. Λάθος και πάλι!
Τρίτον: Ερωτά ο καθηγητής εάν αναλογιστήκαμε γιατί δεν υπάρχει «ενδιαφέρον εταιρειών» στην περιοχή εάν, όντως, υπάρχει αέριο σε μεγάλες ποσότητες. Μήπως, δηλαδή, κάνουμε πολύ θόρυβο για το τίποτε; Λάθος και πάλι! Πρώτον, διότι οι Τούρκοι είναι αυτοί που επιθυμούν να αφήσουν έξω από τις διαπραγματεύσεις τη συγκεκριμένη περιοχή – γιατί άραγε; Και, δεύτερον, διότι εμείς τουλάχιστον γνωρίζουμε ήδη μια μεγάλη, τεχνικώς και οικονομικώς ικανή, βορειοαμερικανική εταιρεία που έχει δείξει εσπευσμένο ενδιαφέρον. Τούτο έχει ήδη φτάσει στο υπουργείο μας, αλλά, βεβαίως, ουδέν έχει ανακοινωθεί. Μπορεί όμως αυτό να το αγνοεί ο γράφων!
Τέταρτον: Κατηγορούμαστε ότι προσπαθούμε να «εκτροχιάσουμε δύσκολες διαπραγματεύσεις». Ομολογουμένως, αυτό δεν απέχει πολύ από την αλήθεια, δεδομένου ότι τα όσα γνωρίζουμε δεν τα θεωρούμε διόλου συμφέροντα για την πατρίδα μας. Μας λοιδορεί στη συνέχεια διερωτώμενος εάν μόνον εμείς έχουμε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «ελληνόμετρο». Ίσως δεν πρόσεξε ότι τις ανησυχίες μας τις συμμερίζονται μεγάλες προσωπικότητες και ΟΛΑ τα κόμματα του Κοινοβουλίου. Προσωπικά, έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι το ίδιο συμβαίνει Αν και εντός του ΠΑΣΟΚ. Λάθος, λοιπόν, και πάλι!
Πέμπτον: Κατηγορούμαστε ότι, αν γίνουμε εμείς η αιτία ναυαγίου των μυστικών συνομιλιών, η Τουρκία θα καταγγείλει την Ελλάδα ως μη ενδιαφερόμενη για την ειρηνική επίλυση των διαφορών μας μαζί της. Στην ίδια όμως εφημερίδα (της ίδιας ημέρας) ο κ. Σταύρος Λυγερός, σοβαρός αναλυτής και συμμεριζόμενος καταρχάς τις δικές μας ανησυχίες, δίνει σειρά παραδειγμάτων τουρκικών κινήσεων και δηλώσεων που προειδοποιούν ότι η «Ανατολική Μεσόγειος» θα γίνει «εστία προστριβών» επειδή προσεχώς θα αποκτήσει σπουδαιότητα. Λόγω των πετρελαίων που διαθέτει, θα μετατραπεί σ’ έναν «δεύτερο Κόλπο». Δεν θα έπρεπε αυτού του είδους τις απειλές η ελληνική διπλωματία να καυτηριάζει, έστω με τη δέουσα φρασεoλογία;
Έκτον: Διερωτάται –εμμέσως– ο καθηγητής πώς «μία νήσος εκτάσεως 12 τετραγωνικών χιλιομέτρων» μπορεί να διεκδικήσει «δεκάδες χιλιάδες τετραγωνικών χιλιομέτρων ΑΟΖ». Διερωτώμεθα με τη σειρά μας εάν ο προβληματισμός αυτός ανήκει στην ελληνική διαπραγματευτική επιτροπή ή εάν εκφράζει απλώς την τουρκική επιχειρηματολογία; Ελπίζουμε να πρόκειται μόνον περί του τελευταίου.
Πρόσφατες εξελίξεις
Στην ομιλία του στο Ερζερούμ, ο Έλληνας πρωθυπουργός έθεσε το διλημματικό ερώτημα «Ειρήνη ή σύγκρουση;» για να προσθέσει αμέσως: «Εμείς επιλέγουμε την ειρήνη». Ο κατηγορηματικός τόνος του ερωτήματος περιορίζει τις εναλλακτικές επιλογές σε δύο μόνον, η δε τελική, λακωνική απάντηση αποτελεί μιαν άκρως εντυπωσιακή απόφανση.
Εντούτοις, όπως όλες οι εντυπωσιακές φράσεις, έτσι και αυτή εγείρει περισσότερα ερωτήματα. Και το βασικό ερώτημα που πρέπει να εξετάσουμε εν προκειμένω έρχεται να συμπληρώσει την απάντηση του πρωθυπουργού με τη φράση: «…με κάθε κόστος;». Από θεωρητικής και ρητορικής απόψεως, η απάντηση θα μπορούσε και πάλι να είναι: «Ναι». Δεν θα συμφωνούσαν όμως όλοι επ’ αυτού, έστω κι αν κανείς δεν είναι ποτέ υπέρ θερμών επεισοδίων. Είναι, ασφαλώς, απαραίτητες κάποιες διευκρινίσεις στο σημείο αυτό.
Η προφανής πρόκριση της ειρήνης έναντι ενδεχόμενου θερμού επεισοδίου δεν αποκλείει, ούτε ιστορικά ούτε λογικά, την ανάγκη προετοιμασίας για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Χρησιμοποιούμε με τη μέγιστη προσοχή τις λέξεις για να δείξουμε ότι δεν είναι κατ’ ανάγκην βίαιες όλες οι αναμετρήσεις, αν και θα ήταν μάλλον ασύνετο να μην προετοιμάζεται κανείς για παν ενδεχόμενο.
Έτσι, στις πιθανές απαντήσεις περιλαμβάνεται η καλλιέργεια πρόσθετων συμμαχιών εάν η παραδοσιακή στήριξής μας στις ΗΠΑ δεν θεωρείται ως επαρκής.
Η πρόσφατη ελληνοϊσραηλινή προσέγγιση μπορεί κάλλιστα να εκληφθεί ως το είδος τέτοιας κίνησης που θα βοηθούσε ουσιαστικά την Ελλάδα, ιδίως εάν χρησιμοποιούνταν η (ακόμη) ανεπιβεβαίωτη αλλά δελεαστική ισραηλινή πρόταση χαρτογράφησης της ελληνικής ΑΟΖ (στο πλαίσιο της πρόσφατης οριοθέτησης των ΑΟΖ Ισραήλ και Κύπρου), για να δείξει πού ακριβώς τοποθετούνται τα όρια της ελληνικής ΑΟΖ – εφόσον, βεβαίως, είχαμε το θάρρος να επιλύσουμε το όλο ζήτημα απευθείας με την Κύπρο.
Ακόμη πιο σημαντική είναι η ισραηλινή πρόταση να ανατεθεί στην αμερικανική εταιρεία Noble Energy η κατασκευή ενός υποθαλάσσιου αγωγού που θα μετέφερε το φυσικό αέριο από το κοίτασμα «Λεβιάθαν» στα νότια της Κρήτης. Το ότι ο υπουργός Επικρατείας φέρεται να μελετά τέτοια σχέδια συνάδει προς τις ιδέες μας και είναι ενθαρρυντικό.
Επιπλέον τα νερά της νοτίου Κρήτης έχουν αρκετό βάθος ώστε να επιτρέψουν σε μεγάλα πλοία να μεταφέρουν υγροποιημένο φυσικό αέριο από ειδικές εγκαταστάσεις (εκτός της εμβέλειας των πυραύλων της Χεζμπολάχ) που θα μπορούσαν να κατασκευαστούν στην περιοχή.
Προτού προχωρήσουμε αυτή την ανάλυση, ας θέσουμε μερικά ερωτήματα, διατυπωμένα κατά τρόπο που υποδηλώνει και τις απαντήσεις μας.
Πρώτον: Σε πολλούς διαδικτυακούς τόπους γράφονται πολλά για τη φημολογούμενη πρόταση του Ισραήλ προς Ελλάδα. H μόνη έμμεση νύξη που έχουμε είναι οι προαναφερθείσες επαφές του Έλληνα υπουργού που όλοι προφανώς θα ευνοούν.
Δεύτερον: Ελπίζομε να μην συζητείται ενδεχόμενη προσθήκη τουρκικής εταιρείας ή κεφαλαίου σε κάποιο τέτοιο σχέδιο δίδοντας έτσι στη γείτονα μερίδιο στο δικό μας εθνικό πλούτο.
Τρίτον: Η επικείμενη επίσκεψη της κυρίας Κλίντον. Εξυπακούεται ότι πέπλο μυστηρίου θα τυλίξει τη συγκεκριμένη επίσκεψη. Εμείς όμως ευελπιστούμε ότι η κυρία Κλίντον, έχoυσα γνωστές στενές σχέσεις με το ισραηλινό λόμπι, θα δώσει την ευλογία της σε μια ισραηλινή - κυπριακή - ελληνική συνεργασία που θα «κόψει» –όχι «κάψει» – λίγο τα φτερά του βιαζόμενου να αναγεννηθεί τουρκικού φοίνικος.
Ας προχωρήσουμε λοιπόν με τις εικασίες μας –γιατί, τι άλλο μπορούμε να κάνουμε, όταν η κυβέρνηση πιστεύει τόσο ένθερμα ότι το σωστό είναι να μας αφήνει όλους στο σκοτάδι– κι ας υποθέσουμε (α) ότι τα ιστολόγια έχουν δίκιο για τις ισραηλινές προθέσεις και (β) ότι, mirabile dictu, η κυβέρνησή μας δέχεται τη δελεαστική ισραηλινή προσφορά. Κάτι τέτοιο δεν θα μας έβγαζε από τη μέγγενη της νεοοθωμανικής Τουρκίας;
Εκείνοι που έχουν διαφορετική άποψη θα επινοούσαν μια σειρά από τρομακτικά σενάρια. Ας δούμε μερικά τέτοια σενάρια, κατ’ αντιδιαστολή προς τη συλλογιστική μας.
Πρώτον: Η Ελλάδα –σύμφωνα με όσα είπαμε ανωτέρω– κατασκευάζει πλατφόρμες και ξεκινά διερευνητικές γεωτρήσεις στην περιοχή της ελληνικής ΑΟΖ. Θα μπορούσε η Τουρκία να αποφασίσει να επιτεθεί στις πλατφόρμες; να επιτεθεί δηλαδή σε πλατφόρμες στις οποίες έχει (έμμεσο) συμφέρον το Ισραήλ και οι οποίες ανήκουν σε αμερικανική εταιρεία; Για τ’ όνομα του Θεού!
Δεύτερον: Οι Τούρκοι αρχίζουν αυτοί προληπτικά –κι ας μην ξεχνάμε ότι, κατά το μάλλον ή ήττον, το έχουν ήδη κάνει– γεωτρήσεις στην ελληνική ΑΟΖ (εννοείται, μετά τη σχετική ανακήρυξή της από την Ελλάδα). Κάτι τέτοιο θα έδιδε την ευκαιρία στις συνεργαζόμενες χώρες Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδος την τέλεια αφορμή για να επικαλεστούν το Διεθνές Δίκαιο και συστηματικά να κατεδαφίσουν την τουρκική συνθηματολογία, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία είναι «φιλειρηνική» και «νομιμόφρων» χώρα, η οποία «σέβεται το Διεθνές Δίκαιο» και πιστεύει στην πολιτική «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονές της».
Τέλος, υπάρχει το ενδεχόμενο μιας πιο «βίαιης» τουρκικής αντίδρασης, ίσως ενός νέου επεισοδίου σαν τα «Ίμια». Αυτή τη φορά, η Τουρκία θα επιδίωκε να «απομονώσει» –υποθέτουμε, παρά να καταλάβει– το Καστελόριζο από την υπόλοιπη ελληνική επικράτεια, με απώτερο στόχο να μας επιβάλει ένα συμβιβασμό ως προς τη συνεκμετάλλευση της ΑΟΖ μας.
Σε μια τόσο επιθετική κίνηση θα μπορούσαμε, ασφαλώς, να αντιδράσουμε με διάφορους τρόπους με τη βοήθεια όλων των συμμάχων μας, μια και κανείς δεν έχει συμφέρον να αφήσει την Τουρκία να ανοίξει τόσο προκλητικά ακόμη μια εστία συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή. Η προσωπική μας άποψη, εντούτοις, είναι ότι μια τόσο αστόχαστη τουρκική κίνηση θα επέτρεπε στην Ελλάδα, σε επίπεδο δημοσίων σχέσεων, να ανατρέψει ακόμη μια φορά τον ισχυρισμό της Τουρκίας ότι ανήκει στην ευρωπαϊκή οικογένεια και ότι χρησιμοποιεί το επιχείρημα του casus belli κάθε φορά που δεν μπορεί να υποχρεώσει τους συνομιλητές της να τις δώσουν ό,τι θέλει.
Ασφαλώς, θα μπορούσαμε, επίσης, να προετοιμαστούμε για προληπτική δράση στην περιοχή, η οποία δεν θα ήταν απαραιτήτως στρατιωτικής φύσεως αλλά θα μπορούσε να προσλάβει τη μορφή εντατικών οικονομικών και επικοινωνιακών δραστηριοτήτων, που θα καθιστούσαν την πιθανότητα χρήσης ωμής βίας από πλευράς Τουρκίας όχι απλώς παράνομη, αλλά και πιο προβληματική.
Όλα αυτά, ασφαλώς, προϋποθέτουν φαντασία, θάρρος και ισχυρή θέληση δράσης: αυτό που εμείς θα ονομάζαμε «ηγεσία», οι ένθερμοι όμως υποστηρικταί της ελληνο-τουρκικής (αντί της ελληνο-ισραηλινής) συνεργασίας θα χαρακτήριζαν ως «ανεύθυνες», «θερμοκέφαλες» ή ακόμη και «πατριδοκάπηλες» ιδέες!
Η τελική απόφαση, βεβαίως, το πώς θα αντιμετωπίσομε αυτή την κρίση ανήκει στον ελληνικό λαό. Ωστόσο, όσο περισσότερο βοηθηθεί να βγει από τη καλλιεργούμενη από την κυβέρνηση κατάσταση θλίψης και άγνοιας, τόσο πιο σύντομα θα μπορέσει αυτός να επηρεάσει το μέλλον της χώρας του.
Των Βασιλείου Μαρκεζίνη, Ακαδημαϊκού και Θεοδώρου Καρυώτη Καθηγητή Πανεπιστημίου
Επίκαιρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου