«Το Γιάννη το Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς τους έκλεισε το χιόνι απάν στὸ Κάστρο, τ΄ν πέρα πάντα, στο Στοιβωτό τον ανήφορο, τ’ ακούσατε;»
Ούτως ωμίλησεν ο παπα-Φραγκούλης ο Σακελλάριος, αφού έκαμε την ευχαριστίαν του εξ οσπρίων και ελαιών οικογενειακού δείπνου, την εσπέραν της 23ης Δεκεμβρίου του έτους 186... Παρόντες ήσαν, πλην της παπαδιάς, των δυό αγάμων θυγατέρων και του δωδεκαετούς υιού, ο γείτονας ο Πανάγος ο μαραγκός, πεντηκοντούτης, οικογενειάρχης, αναβάς δια να είπη μίαν καλησπέραν και να πιή μίαν ρακιά, κατά το σύνηθες, εις το
παπαδόσπιτο· κι η θεια το Μαλαμώ η Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ελθούσα δια να φέρη την προσφοράν της, χήρα εξηκοντούτις, ευλαβής, πρόθυμος να τρέχη εις όλας τας λειτουργίας και να υπηρετή δωρεάν εις τους ναούς και τα εξωκκλήσια.
«Τ ακούσαμε κι ημείς, παπά» απήντησεν ο γείτονας ο Πανάγος, «έτσ εἴπανε».
«Τι είπανε; Είναι σίγουρο, σας λέω» επανέλαβεν ο παπα-Φραγκούλης. «Οι βλοημένοι, δε θα βάλουν ποτέ γνώση. Επήγαν με τέτοιον καιρό να κατεβάσουν ξύλα, απάν ἀπ τοῦ Κουρουπή τα κατσάβραχα, στο Στοιβωτό, εκεί που δεν μπορεί γίδι να πατήση. Καλά να τα παθαίνουν!»
«Μυαλό δεν έχουν αυτός ου κόσμους, θα πω» είπεν η θεια το Μαλαμώ. «Τώρα οι αθρώποι γινήκαν αποκότοι».
«Να είχανε τάχα τίποτα κ μπάνια μαζί τ΄ς;» είπεν η παπαδιά.
«Ποιός του ξερ΄ ;» είπεν η θεια το Μαλαμώ.
«Θα είχανε, θα είχανε κουμπάνια» υπέλαβεν ο Πανάγος ο μαραγκός. «Αλλοιώς δε γενεται. Πήγανε με τα ζεμπίλια τους γεμάτα. Και τουφέκι θα είχαν, και θηλειές να σταίνουν για τα κοτσύφια. Είχαν πάρει κι αλάτι μπόλικο μαζί τους, για να τ΄ αλατίσουν για τα Χριστούγεννα».
«Τώρα, Χριστούγεννα θα κάμουν απάν στὸ Στοιβωτό τάχα;» είπε μετ οἴκτου η παπαδιά.
«Να μπορούσε κανείς να τους έφερνε βοήθεια...» εψιθυρισεν ο ιερεύς, όστις εφαίνετο κάτι μελετών μέσα του.
Ήτον έως πενήντα πέντε ετών ο ιερεύς, μεσαιπολιος, υψηλός, ακμαίος και με αγαθωτάτην φυσιογνωμίαν. Εις την νεότητά του υπήρξε ναυτικός, κι εφαίνετο διατηρών ακόμη λανθανούσας δυνάμεις, ήτο δε τολμηρός και ακάματος.
Ο Πανάγος ωνόμαζε τεσσάρας απεχούσας αλλήλων κορυφάς της νήσου. Ο παπα-Φραγκούλης επανέλαβεν ερωτηματικώς:
«Κι απ΄ τὴ θάλασσα, μαστροΠανάγο;» «Απ΄ τη θάλασσα, παπά, τα ίδια και χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, κιαμέτ. Όλο και φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Που μπορείς να ξεμυτίσης οξ ἀπ τὸ λιμάνι, κατά τ Ασπρόνησο!»
«Από σοφραν το ξέρω, Πανάγο, μα από στχβετ;» Ο ιερεύς επροφερεν ούτω τους όρους 8θρΓ3 νβηίο και 8θιιθ νθπιο, ήτοι το υπερήνεμον και υπήνεμον, εννοών ειδικώτερον το βορειοανατολικόν και το μεσημβρινοδυτικόν.
«Από στχβετ, παπά, μα είναι φόβος μην τόνε γυρίση στο μαΐστρο».
«Μα τότε, πρέπει να πέσουμε να πεθάνουμε» είπεν ως εν συμπερασματι ο ιερεύς. «Δεν είναι λόγια αυτά, Πανάγο».
«Ε, παπά μ΄ , ο καθένας τώρα έχει το λογαριασμό τ΄. Δεν πάει άλλος να βάλη το κεφάλι του στον τρουβά, κατάλαβες, για να γλυτώσ ἐσένα».
Ο παπα-Φραγκούλης εστεναξεν, ως να ωκτειρε την ιδιοτέλειαν και μικροψυχίαν, ης ζώσα ηχώ εγίνετο ο Πανάγος.
«Και τι θα πάθουνε, το κάτω κάτω;» επανελαβεν, ως δια ν ἀνάπαυση την συνείδησίν του, ο μαραγκός. «Να, θα είναι χωμένοι σε καμμία σπηλιά, τσακμάκι θα χουν μαζί τους, ξύλα μπόλικα. Μακάρι να μου χε κι εμέ η Παναγαινα απόψε στην παραστιά μου τη φωτιά που θεν έχουν αυτοί. Για μία βδομάδα πάντα, θα είχανε κουμπάνια, και δεν είναι παραπαν από πέντε μέρες που αγρίεψε ο χειμώνας».
«Να πήγαινε τώρα κανένας να λειτουργήση το Χριστό στο Κάστρο» επανελαβεν ο ιερεύς, «θα είχε διπλό μισθό, που θα τους εφερνε κι αυτούς βοήθεια. Πέρσυ που ήταν ελαφροτερος ο χειμώνας, δεν πήγαμε. Φέτος που είναι βαρύς...»
Και διεκοπη, ως να είπε πολλά. Ο αγαθός ιερεύς ειχεν ήθος ανθρώπου λέγοντος οιονει κατά δόσεις δ,τι είχε να είπη. Εκ των υστέρων θα φανή ότι είχε την απόφασίν του και ότι όλα τα προοίμια ταύτα ησαν μεμελετημενα.
«Και γιατί δεν κάνει κάλον καιρό ο Χριστός, παπά, αν θέλη να πάνε να τον λειτουργήσουνε στην εορτή του;» είπεν αυθαδώς ο μαστρο Πανάγος.
Ο ιερεύς τον εκοίταξε με λοξόν βλέμμα και ειτα ηπίως του είπε:
«Ε, Πανάγο γείτονα, δεν ξέρουμε, βλέπω, τι λέμε... Που είμαστε ημείς ικανοί να τα καταλάβουμε αυτά! Άλλο το γενικό και άλλο το μερικό και το τοπικό, Πανάγο. Η βαρυχειμωνιά γίνεται για κάλο, και για την ευφορίαν της γης και για την υγειαν ακόμα. Ανάγκη ο Χριστός δεν έχει να πάνε να τον λειτουργήσουνε... Μα όπου είναι μία μερική προαίρεσις καλή κι έχει κανείς και χρέος να πληρώση, ας είναι και τόλμη ακόμα, και όπου πρόκειται να βοηθήση κανείς ανθρώπους, καθώς εδώ, εκεί ο Θεός έρχεται βοηθός, και εναντίον του καιρού, και με χίλια εμπόδια. Εκεί ο Θεός συντρέχει και με ευκολίας πολλας και με θαύμα ακόμα, τι νομίζεις, Πανάγο; Έπειτα, πως θέλεις να κάμη ο Χριστός καλόν καιρό, αφού άλλες χρονιές έκαμε και ημείς από αμέλεια δεν πήγαμε να τον λειτουργήσουμε;»
Όλοι οι παρόντες ηκροασθησαν εν σιωπή την σύντομον και αυτοσχέδιον ταύτην διδαχήν του παπά. Η θεια το Μαλαμώ έσπευσε να είπη:
«Αλήθεια, παπά μ , δεν είναι κάλο πράμα αυτοδά, θα πω, ν αφήνουν τόσα χρόνια τώρα το Χριστό αλειτούργητο την ημέρα της Γέννας του... Για τούτο θα μας χαλάσ΄ κι ου Θεός!»
«Κι είχαμε κάμει κι ένα τάξιμο πέρυσι το Δωδεκαμερο — αλήθεια, παπαδιά;» είπεν αίφνης στραφείς προς την συμβίαν του ο ιερεύς.
Η παπαδιά τον εκοίταξεν ως να μην ενόει.
«Όπου ήταν άρρωστος αυτός ο Λαμπράκης» επανελαβεν ο ιερεύς, δεικνύων τον δωδεκαετή υιόν του. «Θυμάσαι το τάμα που κάμαμε;»
Η παπαδιά εσιωπα.
«Έταξες, αν γλυτώση, να πάμε σα μπροστά να λειτουργήσουμε το Χριστό, την ημέρα της εορτής του».
«Το θυμούμαι» είπε σείουσα την κεφαλήν η παπαδιά.
Τω όντι, ο μόνος υιός του παπά, ο δωδεκαετής Σπύρος, ον αυτός απεκαλει ειρωνικώς και θωπευτικως Λαμπράκην, ένεκα της άκρας ισχνότητος και αδυναμίας, εξ ης εφεγγεν οιονεί το προσωπάκι του, είχε κινδυνεύσει ν αποθάνη πέρυσι τας ημέρας των Χριστουγέννων. Η παπαδιά, ήτις ήγγιζεν ήδη το πεντηκοστόν και τον είχε μόνον και υστερόγονον, κατόπιν τεσσάρων επιζώντων κορασιών, ων αι δυό πρώται ήσαν υπανδρευμέναι ήδη, και μετά οκτώ γέννας, ων αι δυό δίδυμων, και πέντε θανάτους, η παπαδιά είχε τάξει, αν εγλύτωνε το αγόρι της, να υπάγη του χρόνου να λειτουργήση τον Χριστόν.
Το ενθυμείτο και το εσυλλογίζετο προ ημερών, και απ΄ αρχής της ομιλίας του παπά αυτό μόνον εσκέπτετο. Αλλ έβλεπεν ότι εφέτος θα ήτο δυσκολωτατον, φοβερόν, ανήκουστον τόλμημα, ένεκα του βαρέος χειμώνος, και εφρόνει ότι ο Χριστός θα ήτο συγγνωμων και θα παρεχώρει νέαν προθεσμίαν.
Εν τούτοις, γνωρίζουσα την συνήθη τακτικήν του παπά, ως και την ισχυρογνωμοσύνήν του, απεφάσισεν ενδομυχως να μη αντιλέξη. Και ου μόνον τούτο, αλλά και άλλο τι ηρωϊκώτερον και εις πολλούς απίστευτον όπου αποφασίση να υπάγη ο παπάς, να υπάγη κι αύτη μαζί του.
Ήτο γυνή δειλοτάτη, αλλά μόνον ενόσω ευρίσκετο μακράν του παπά. Όταν ήτο πλησίον του παπά της, ελάμβανε θάρρος, η καρδία της εζεσταίνετο και δεν εφοβείτο τους κινδύνους. Εάν τυχόν ανεχώρει ο παπάς χωρίς αυτής, να υπάγη εις το Κάστρον, η καρδούλα της θα έτρεμεν ως το πουλάκι το κυνηγημένον. Αλλ εάν την έπαιρνε μαζί του, θα ήτο ησυχωτάτη.
Η μεγάλη κόρη, η εικοσαέτις το Μυγδαλιώ, ενόησεν αμέσως τα τρέχοντα, και ήρχισε, παρά το πλευρόν της μητρός της καθημένη, πλησίον της εστίας, να ολολύζη ταπεινή τη φωνή εις το ους της μητρός της:
«Που θα πάτε, θα πω; Παλαβώσατε, θα πω; Με τέτοιον καιρό! να πάτε στο Κάστρο; Ωχ, καημένη... Τι να γίνω;»
Η νεώτερα κόρη, η δεκαεξαέτις το Βασώ, αρχίσασα και αύτη να εννοή, υπεψιθύρισε:
«Τι λέει; Θα πάνε στο Κάστρο; Κι άρχισες τα κλάματα! Μουρλάθηκες; Σιώπα, θα με πάρουν κι εμέ μαζί. Θα με πάρετε, μα;»
«Σουτ! Λ φάξτε!» είπεν αυστηρώς η παπαδιά. «Τι τρέχει;» είπεν η θεια το Μαλαμώ, ακούσασα τους ψιθυρισμούς εκείθεν της εστίας.
«Τίποτε, Μαλαμώ» είπε με αυστηρόν βλέμμα ο παπάς. «Ησύχασε, Πανάγο» είπε, στραφείς προς τον γείτονα τον μαραγκόν, ευρών εύσχημον τρόπον να τον αποπέμψη, «δεν πας, να χης την ευχή, να πης του μπαρμπα-Στεφανή του Μπέρκα να ρθη από δω; Τόνε θέλω να τ΄ πω».
Ο Πανάγος ο μαραγκός ηγέρθη, υψηλός, μεγαλόσωμος, ολίγον κυρτός, τινάξας τα σκέλη του.
«Πηγαίνω, παπά» είπε. «Θέλω κι εγώ να πάω να ιδώ μη μο ᾿χη τίποτα η Παναγαινα για να φαμ’ απόψε».
«Πήγαινε να του πης πρώτα, κι ύστερα γυρίζεις και τρώτε».
«Η ευχή σας. Καληνυχτά, παπαδιά». Και εξήλθε.
«Τι λέει, θα πω» είπεν η θεια το Μαλαμώ μετά την αναχώρησιν του Πανάγου, «θα πας στο Κάστρο, παπά;»
«Να ιδούμε τι θα μας πη κι ο μπάρμπα-Στεφανής ο Μπέρκας».
«Ιγω, εναςιμ» είπεν η θεια το Μαλαμώ, «α θε πας, έρχουμι».
«Κι ιγώ» είπεν η παπαδιά.
«Δεν είναι για να ρθης εσύ, παπαδιά» είπεν ο ιερεύς. «Φτάνει που θα κακοπαθήσω εγώ. Δεν πρέπει να λείψουμε κι οι δυό απ’ το σπίτι».
«Ιγω το καμα του τάμα» είπεν η παπαδιά.
«Μα αν πάω εγώ, το ίδιο είναι».
«Δεν είμαι ήσυχη, αν δεν είμαι κουντά σου, παπά μ » είπεν η παπαδιά.
«Κι ημας, που θα μας αφήσετε!» έκραξε με δάκρυα εις τους οφθαλμούς το Μυγδαλιώ.
«Σιωπά, καημένη» είπε το Βάσω. «Θα με παρ΄νε κι εμένα μαζί, σιωπά!»
«Ναι, εσενά σ΄ φαίνεται πως εισ’ ακόμα μικρή, χαδούλα μ΄ ! Γιατί ετσ’ σ’ εμάθανε. Δε φταις εσύ!» είπε το Μυγδαλιω, εκχυνουσα την ενδόμυχον ζηλειαν της επί τη τύχη της αδελφής της, ήτις, ως μικρότερα, δεν είχε κρυφθή ακόμη, ήτοι δεν απείργετο της κοινωνίας ως αι προς γάμον ώριμοι, και απέλαυε σχετικής τίνος ελευθερίας.
Ο μικρός Λαμπράκης είχε πέσει επί τον τράχηλον της μητρός του.
«Θα με πάρετε κι έμενα μαζί, μάννα;» εψιθύρισε περιπτυσσόμενος τον λαιμόν της.
«Τι λες, χαδούλη μ΄ ! Τι λες, πιδι μ΄ » απήντησε φιλούσα αυτόν η παπαδιά. «Εγώ, αν πάω, για σενα θα πάω, γυιέ μ΄ , κι αν απομείνω, για σενα θ΄ απομείνω, γυιοκα μ΄ , για να μην κρυώσης. Όπως αποφασίση ο παππας σ΄ , μικρό μ΄ . Τώρα, συρ΄ νά πης την προσευχή σ΄ καὶ να κάμης μετάνοια τ΄ παππάς , να πλαγιάσης, για να μη μαργώνης, κανάρι μ΄ !» «Ναι, θα πας, αμ δέ θα πας!» έκραξε το Μυγδαλιώ, απαντώσα εις εν ρήμα της μητρός της.
«Σιωπάτε! Ακόμα δεν αποφασίσαμε τίποτε, κι εσηκωσατ’ ἐπανάσταση» είπεν ο παπάς. «Να ιδούμε τι θα μας πη κι ο μπαρμπα-Στεφανής».
Ειτα στραφείς προς την παπαδιά: «Μας φέρανε τίποτε λειτουργίες, μπαριμ’» Η παπαδιά έδειξε δια του βλέμματος, σκεπασμενας με ραβδωτήν διχρουν σινδονα, τας ολιγας προσφοράς, όσας ειχαν φέρει εις την οικίαν του ιερέως τινές των ενοριτισσών, μελλουσαι να μεταλαβωσι τη επαύριον, παραμονή των Χριστουγέννων. Η θεια το Μαλαμώ τας ειχεν ιδεί προ πολλού, και προσεπαθει να τας ξεσκεπάση οιονει με τας ακτίνας του βλέμματος, να μαντευση ως ποσαι να ησαν.
«Μας βρίσκεται και τίποτε παξιμάδι;» ηρωτησε πάλιν ο ιερεύς.
«Θα έμεινε κάτι ολίγο απ της Παναγίας. Όλο το Σαρανταήμερο ζυμώνομε κι τρώμε απ τα βλογούδια» είπεν η πρεσβύτερα.
Βλογούδια ησαν οι μικροί σταυροσφραγιστοι αρτισκοι, οι προσφερόμενοι υπό των ενοριτών εις τους οίκους των ιερέων κατά το Σαρανταήμερον. Αντί όμως αρτισκων, αι περισσοτεραι ενοριτισσαι κατά τους τελευταίους χρόνους επροτιμων να προσφερωσιν απλουν άλευρον, και δια τούτο η παπαδιά είπεν ότι «εζυμωναν απ τ’ βλογούδια».
Βήμα ηκουσθη εις τον πρόδομον. Ηνοιχθη η θύρα και εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπέρκας, υψηλός, στιβαρός, σχεδόν εξηκοντούτης, με παχύν φαιόν μύστακα, με σκληρόν και ηλιοκαές δέρμα, φορών πλατύν κούκκον και καμιζόλαν μάλλινην βαθυκύανον, με το ζωνάρι κόκκινον, δυό πιθαμές πλατύ. Κατόπιν τούτου εφανη και άλλη μορφή, ορθή ιστάμενη παρά την θύραν. Ητο ο Πανάγος ο μαραγκός, όστις, αν και ειχεν αφήσει την καλήν νύκτα, ειπών ότι θα μετέβαινεν οίκαδε να δειπνήση, ουχ ήττον, κεντηθείσης, φαίνεται, της περιεργείας του να μάθη τι τον ήθελαν τον μπαρμπα-Στεφανή τον Μπέρκαν, ανέβη και πάλιν εις την οικίαν του παπά.
«Καπετάν Στεφανή» είπεν ο ιερεύς, «τι λες, μ’ αυτόν τον καιρό μπορεί κανείς να πάη στο Κάστρο με τ βάρκα, από στχβετ;»
«Από στχβετ; Με τ’ βάρκα; Στο Κάστρο;» ηκούσθη από της θύρας ως καινή τις πρωθύστερος και ανάστροφος ερωτηματική ηχώ.
Ητο ο μαστρο-Πανάγος ο μαραγκός, με την κεφαλήν προέχουσαν εις το ανώφλιον, με την μίαν πλευρά οιονεί κολλημένην επί του παραστάτου.
Αλλ ο μπαρμπα-Στεφανης, μόλις ηκουσε την ερώτησιν του ιερέως, και χωρίς να σκεφθή πλέον του δευτερολέπτου, με την χονδρήν, ταχείαν κι εμπερδεμενην προφοράν του, ανέκραξε:
«Μπράβο, μπράβο! Ακούς, ακούς! Στο Κάστρο; μετά χαράς! Όρεξη να ΄χης, όρεξη να χης, παπά!»
«Να άνθρωπος!» είπεν ο παπάς. «Έτσι σε θέλω, Στεφάνη! Τι λες, είναι κίνδυνος;»
«Κίντυνος, λέει; Ντιπ καταντίπ, καθολ’ ! Εγώ σας παίρνω απάνου μ , παπά. Μοναχά πως μπορεί να κρυώσετε, τίποτε άλλο. Θα ρθ’ κι η παπαδιά, θα ρθ’ κι άλλος κόσμος, πολύς κόσμος; Η βάρκα είναι μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει κι τριάντα νοματοι, κι σαράντα νοματοι, κι μ’ όλες τις κουμπχνιές σας, με τα σεγίχ σας, με τα πράματά σας. Κι η φουρτούνα τώρα, κατάλαβες, όσο πάει κι πεφτ . Ταχιά θα χουμε καλωσύνη, μπονάτσα, κάλμα. Όλο κι καλωσ’νεύει, να, τώρα καλωσύνεψε!»
Ως δια να ψεύση την διαβεβαίωσιν του γέροντος πορθμέως, οξύς συρριγμός παγερού βορρά ηκουσθη, σείων τα δένδρα του κήπου και τους ξυλοτοίχους του μαγειρείου επί του σκεπαστού εξωστου της οικίας, αι ύελοι δε και τα παράθυρα απήντησαν δια γοερού στεναγμού.
«Να, ακούς; Καλωσύνεψε!» είπε καγχάζων θριαμβευτικως ο μαστροΠανάγος.
«Σιωπά εσύ, δεν ξερ’ς εσύ» ανεκραξεν ο Στεφάνης. «Εσύ ξερ’ς να πελεκάς στραβόξυλα και να καρφώνης μαδέρια. Αύτη είναι η στερνή δύναμη της φουρτούνας, είναι αέρας που ψ’χομαχαει. Αύριο θα μαλακωσ’ ο καιρός, σας λέω εγώ. Μπορεί να χουμε ακόμα και καμμία μικρή χιόνια, δε σας λέω, μα ημεις, από στχβετ, ανάγκη δεν έχουμε».
«Και σαν τόνε γυρίση στο μαΐστρο;» επέμεινεν ο μαραγκός.
«Κι χωρίς να τόνε γυρίση στο μαΐστρο, εγώ σ λέω πως απ τον Κεχριά κι εκεί θεν ‘χουμε θχλχσσιτσχ» είπε τριβών τας χείρας ο Στεφάνης. «Αυτά είναι χποθσχλχσιες και δε λείπουν, κατάλαβες, κι ο κόρφος μπουκάρει ολοένα, κι ούλο στρίβει. Μα δε μας πειραζ’ ΄μας αυτό. Εγώ σας παίρνω απάνου μ’ , ο Στεφάνης σας παίρνει απαν’ τ’ !»
«Μπράβο, Στεφανή, τώρα μ ΄καμες ν ‘ποφασίσω. Ήπιες ρακί; Τράβα κι άλλο ένα» είπεν ο παπάς.
«Έχω πιεί πεντ ΄ξ ως τώρα, έτσι να χω την ευχή σ , παπά».·
«Πιέ κι άλλο ένα να γίνουν εφτά».
Ο μπαρμπα-Στεφανής ερρόφησε γενναίαν δόσιν εκ της μικράς φιάλης, της πάντοτε κενουμένης και ουδέποτε στειρευούσης, του ιερατικού μελάθρου.
«Είσαστ έτοιμοι, είσαστ’ έτοιμοι;» είπεν ακολούθως. «Πήρες τα ιερά σ, παπά, τα χαρτιά σ’ οὖλα, τα ΄χεις έτοιμα; Έχετε τίποτε πράματα να σας κουβαλήσω, για να μαστ’ ἀσένιο;»
«Από τώρα;» είπεν ο παπα-Φραγκούλης. «Από τώρα! Τι λες; Να είμαστ΄ ἀπρόντο, παπά. Εγώ στες δυό θα ΄ρθω να σας φωνάξω, κι εσείς να είσαστ΄ ἀλέστα. Διάβασε τι θα διαβάσης, παπά, κι στες τρεις να μπαρκάρουμε».
«Εγώ θα είμαι ξυπνητός απ΄ τὴ μία» είπεν ο ιερεύς, «γιατί έχω το ξυπνητήρι μου... Κι έπειτα, είμαι μοναχός μου ξυπνητήρι. Μα στες τρεις, είναι πολύ νωρίς. Να χαράξη, Στεφάνη, και να μπαρκάρουμε».
«Στες τρεις, στες τεσσερες, παπά, για να μην πέση ο αέρας, να τον έχουμε πρύμα ως τες Κουκ’ναριές, να χουμε μέρα μπροστά μας. Από κεῖ ως το Μανδράκι κι ως τον Ασέληνο, τραβούμε σιγά σιγά με το κουπί. Από κεί ως τις Κεχρεές κι ως την Άγια Ελένη, θα μας παίρνη αγάλι αγάλια με το πανάκι. Κι απ τὴν Άγια Ελένη κι εκεί, αν δεν μπορέσουμε να μ΄ ντάρουμε...»
«Ε, ύστερα;»
«Εγώ θαλασσώνω και βγαίνω στη στεριά, και σας τραβώ με την μπαρούμα ως τον Άη Σώστη».
Εκάγχασαν όλοι προς τον αστεϊσμόν του απλοϊκού ναύτου, ο δε παπάς, όστις εφοβείτο και αυτός την τροπήν του ανέμου εις το μέρος περί ου ο λόγος, παρετηρησε προς παραμυθίαν των ακροατών:
«Μα εγώ λέω ότι θα μπορέσουμε στεριά να τραβήξουμε στην ακρογιάλια, τον κρεμνα τον ανήφορο. Όσο ψηλά κι αν το στοίβαξε το χιόνι στα βουνά, στες ακρογιαλιές ο τόπος πατιέται».
Έμειναν σύμφωνοι, να έλθη ο λεμβούχος να τους δώση είδησιν εις τας τρεις δια να ετοιμασθούν, και εις τας τεσσάρας να εκκινήσωσιν. Ο παπά Φραγκούλης διέταξε να τεθώσιν εις σάκκους αι προσφοραί, όσας είχε, και τινά δίπυρα, και εις δυό μεγάλα κλειδοπινάκια εθεσεν ελαίας και χαβιάρι. Εγέμισε δυό επταοκαδους φλάσκας με οίνον από την εσοδείαν του. Ετυλιξεν εις χαρτιά δυό η τρία ξηροχταποδα, και μικρόν κυτίον το εγεμισεν ίσχαδας και μεγαλορραγας σταφίδας. Τα δυό παπαδοκοριτσα, με τα παράπονα και τους γογγυσμούς της η μία, με τους κρύφιους γελωτας και την ελπίδα της συμμετοχής του ταξιδιού η άλλη, έβρασαν όσα αυγά είχαν, έως τεσσάρας δωδεκάδας, και τα έθεσαν εις τον πάτον ενός καλαθιού, το οποίον απεγέμισαν είτα με δυό προσφορά τυλιγμένα εις οθονας, με κηρία και με λίβανον. Προσέτι ο παπα-Φραγκούλης είχε παρακαλέσει τον μπαρμπα-Στεφανην να περάση από τα σπίτια δυό εμποροπλοιάρχων φίλων του, εκ των παραχειμαζόντων με τα πλοία των εις τον λιμένα, να τους παρακαλέση εκ μέρους του να του στείλουν, αν τους ευρισκετο, ολίγον κρέας σάλαθο, εξ εκεινού το οποίον μαγειρεύουν εις τα πλοία τα εκτελούντα μάκρους πλους. Εκείνοι φιλοτιμηθέντες έστειλαν δυό μεγάλα τεμάχια, έως πέντε οκαδας τα δυό.
Ολας ταυτας τας προμήθειας εκαμνεν ο παπάς προβλεπτικως δια τους αποκλεισθέντας εις το βουνόν από την χιονα, περί ων έγινε λόγος εν άρχη, καθώς και δι ἑαυτὸν και τους μεθ΄ εαυτού συνεκδημήσοντας προσκυνητάς, καθ ὅσον ενδεχόμενον ήτο να θυμώση και πάλιν ο καιρός και να τους κλείση ο χειμών εις το Κάστρον, αν εν τοσούτω εμελλον να φθάσωσιν εις το Κάστρον σώοι και υγιείς.
Πριν κατακλιθή, ο παπα-Φραγκούλης έστειλε μήνυμα εις τον συνεφημέριόν του τον παπα-Αλέξην, όστις άλλως ήτο και ο εφημέριος της εβδομάδος, ότι δεν θα ήτο συλλειτουργός την επιούσαν, παραμονήν των Χριστουγέννων, εν τω ενοριακώ ναώ, καθ ὅσον απεφασισε, συν Θεώ βοηθώ, να υπάγη να λειτουργήση τον ναόν του Χριστού εις το Κάστρον.
Είχαν πάρει είδησιν αφ΄ ἑσπέρας δυό τρεις ενοριτισσαι, γειτόνισσαι του παπά, διότι ο Πανάγος εξελθων ανεκοινωσε το πράγμα εις την γυναίκα του, και αύτη το διηγηθή εις τας γειτόνισσας. Επίσης και η θεια το Μαλαμώ εστάλη να φέρη είδησιν εις τον κυρ Αλεξανδρην τον ψαλτην, μεθ΄ ο εξελθούσα έσπευσε να προσηλύτιση δυό η τρεις πανηγυριστας και αλλας τοσας προσκυνήτριας.
Όταν εμελλον να επιβιβασθωσιν, ευρέθησαν δεκαπέντε άτομα. Η απόφασις του παπά και η γενναιότης του μπαρμπα-Στεφανη, μετά την πρώτην έκπληξιν, ενέβαλε θάρρος εις άνδρας και γυναίκας. Ησαν δε όλοι εξ εκεινών, οίτινες συχνά τρεχουσιν, άρρητον ευρίσκοντες ηδονήν, εις πανηγύρια και εις εξωκκλησια. Ησαν ο παπα-Φραγκούλης μετά της παπαδιάς, της Βάσως και του Σπυρου, ο μπαρμπα-Στεφανης μετά του δεκαεπταετούς υιού, όστις ήτο και ο ναύτης του, η θεια το Μαλαμώ, ο κυρ Αλεξανδρης ο ψάλτης, τρεις άλλοι πανηγυρισται και τεσσάρες προσκυνητριαι. Την τελευταίαν στιγμήν προσετέθη και δέκατος εκτός.
Ούτος ήτο ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο αδελφός του Αργυρή, του αποκλεισμένου από τας χιονας. Ήλθεν εις την αποβάθραν με σακκον πλήρη τροφίμων και με αλλά τίνα εφόδια δια την εκδρομήν. Ιδών αυτόν ο ιερεύς:
«Πως το έμαθες, Βασίλη;» του λέγει.
«Το έμαθα, παπά, απ΄ το μαστρο Πανάγο το μαραγκό».
«Τι ώρα και που τον είδες;»
«Κατά τας δέκα τον ηυρα εις το καπηλειό του Γιάννη του Μπουμπούνα. Είχε φάει ψωμί κι εβγηκε να πιή δυό τρία κρασιά με το ισναφι. Έλεγε πως αποφασίσατε να πάτε στο Κάστρο, και σας εκατακρινε γιὰ την τόλμη. Μα εγώ το χάρηκα, γιατί ανησυχώ για κείνον τον αδερφό μου, και θέλω να ρθω μαζί σας, αν με παίρνετε».
«Ας είναι, καλώς να ρθης» είπεν ο ιερεύς.
Εξέπλευσαν. Εστράφησαν προς το μεσημβρινοδυτικον του λιμένος, κι έβαλαν πλώρη το ακρωτήριον Καλαμάκι. Ο άνεμος ήτο βοηθητικός και ο πλους ευοίωνος ηρχιζε. Ναι μεν εκρυωναν πολύ, αλλ ήσαν όλοι βαρεως ενδεδυμένοι. Ο παπάς εκαθισεν εις το πηδάλιον φορών την γουνάν του. Η πρεσβύτερα είχε το σάλι της το διπλό, η θεια το Μαλαμώ είχε το βαρύ γουνάκι και την κουζουκά της. Ο μπαρμπα-Στεφανης ήτο με την νιτσεράδα του, με τον κηρωτον πίλον του, με τον ιμάντα δεδεμενον υπό τον πώγωνα, με τα μακρά πτερύγια σκεπαζοντα τα ώτα, και ο υιός του Σπύρος, ο καλούμενος κοινώς το Μπερκάκι, με τας πρεκνάδας και με τας βούλλας εις το πρόσωπον, ήτο με τα μανίκια της μάλλινης καμιζόλας του ανασφουγγωμένος ως τους αγκώνας.
Ευτυχώς δεν εχιονιζεν, αλλ ὁ άνεμος ήτο παγερός. Αίθριος ο ουρανός, σταυρωμένος από τον βορράν. Η σελήνη ήτο εις το πρώτον τέταρτον και είχε δύσει προ πολλού. Τα άστρα έτρεμαν εις το στερέωμα, η πουλιά εμεσουρανει, ο γαλαξίας έζωνε τον ουρανόν. Ο πήχυς και η άρκτος και ο αστήρ του πόλου έλαμπαν με βαθείαν λάμψιν εκεί επάνω. Η θάλασσα εφρισσεν υπό την πνοήν του βορρά, και ηκουοντο τα κύματα πλήττοντα μετά ρόχθου την ακτήν, εις ην μελαγχολικως απηντα ο φλοίσβος του ύδατος περί την πρώραν της μεγάλης και δυνατής βάρκας.
Έκαμψαν το Καλαμάκι και ακόμη δεν είχε χαράξει. Ἠρχισε μόλις να γλυκοχαράζη πέραν της αγκάλης του Πλατάνια. Έφεξαν εις τον Στρουφλια, αντίκρυ του τερπνού και συνηρεφούς δάσους των πιτυων, εξ ου η θέσις ονομάζεται Κουκ΄ναριες. Τότε οι επιβαται ειδον αλληλους υπό το πρώτον λυκόφως της ημέρας, ως να έβλεπαν αλληλους πρώτην φοράν. Πρόσωπα ώχρα και χείλη μελανά, ρίνες ερυθραι και χείρες κοκκαλιασμεναι. Η θεια το Μαλαμώ ειχεν αποκοιμηθή δις ήδη υπό την πρύμνην, όπου εσκεπε το πρόσωπόν της με την μαύρην μανδηλαν ως την ρίνα, με την ρίνα σχεδόν ως τα γόνατα. Ο κυρ Αλεξανδρής είχε πάρει δυό τροπάρια παραπλεύρως αυτής, ονειρευόμενος ότι ήτο ακόμη εις την κλίνην του και απορών πως, αύτη εκινείτο ευρυθμως ως βρεφικόν λίκνον. Ο υιός του παπά, ο Σπυρος, έκαμνε συχνές μετάνοιες, και όσον αίμα είχεν, είχε συρρεύσει όλον εις την ρίνα του, ήτις ήτο και το μόνον όρατον μέλος του σώματός του. Η παπαδιά, εν τη ευσεβεί φιλοστοργία της, είχε κρίνει ότι ωφειλε να τον πάρη μαζί, αφού δι αυτὸν ήτο το ταξιμον. Τον απεσπασεν αποτομως της κλίνης, τον ένιψε και τον ενέδυσε με δίπλα υποκάμισα, δυό φανελλας, χονδρόν μάλλινον γελεκιον, διπλούν σακκακι κι επανωφόρι, και περιετυλιξε τον λαιμόν του με χνοωδες όλομαλλινον μανδήλιον, ποικιλοχρουν και ραβδωτόν, μακρόν καταπίπτον επί το στερνόν και τα νώτα. Τώρα, παρά την πρύμνην, αριστεροθεν του παπά καθημενη, αριστερά της είχε τον Σπυρον, και ζητούσα αυτομάτως να ψηλαφήση τους βραχίονας και το στήθος του, δεν εύρισκε σχεδόν σάρκα υπό την βαρείαν σκευήν, δι ἧς είχε περιχαρακώσει τον υιόν της. Ο παπάς, όστις δεν είχεν αποβάλει την φαιδρότητά του, ουδ΄ έπαυε ν΄ ανταλλάσσῃ αστείσμους και σκώμματα με τον μπαρμπα-Στεφανήν, στρεφόμενος προς αυτήν ενίοτε της έλεγε:
«Να, γι αυτονε το Λαμπράκη, το γυιό σου, τα παθαίνουμε αυτά, παπαδιά».
«Και τι πάθαμε, με τ δυναμ΄ τ΄ Θεοῦ;» απηντα η παπαδιά, ήτις, κατά βάθος, πολύ ανησυχεί με αυτό το παράτολμον ταξιδιον. Ευτυχώς, η παρουσία του παπά της έδιδε θάρρος.
«Δε μ΄ λές, παπαδιά» είπε με την τραχείαν φωνήν του ο μπαρμπα-Στεφανης, θελησας ν΄ ἀστείσθη και με την πρεσβυτέραν, «δε μ΄ λές, γιατί λένε : Κυρι ἐλέησον, παπαδιά! πέντε μήνες δυό παιδιά»;
«Γιατί, μαθές, το λένε;» απήντησε χωρίς να πειραχθή η πρεσβύτερα. «Πάρε παράδειγμα από μενα. Οχτώ γέννες, δέκα παιδιά».
«Θα πη, το λοιπόν, πως οι παπαδιές είναι πολύ καρπερές. Μα γιατί;»
«Γιατί οι παπάδες δε λείπουν χρονοχρονικης από κοντά τους» είπεν η θεια το Μαλαμώ.
«Να, το Μαλαμώ πάλι το κατάλαβε» είπεν ο παπάς, «δεν σας το λεγα εγώ; Εσύ κι ο εξάδερφός σου ο Αλεξανδρής» — εννοών τον ψαλτην — «έχετε μεγάλον νου».
Ο παπάς δεν έπαυε ν αστεΐζεται με όλας τας εν τω πλοιαρίου ενορίτισσάς του. Εις την μίαν έλεγε: «Μα κείνος ο Θοδωρής» —εννοών τον άνδρα της— «κοιμάται όταν τα φτιάνη αυτά τα παιδιά;» Εις την άλλην: «Μα δεν είναι καμμία που να μη θέλη παντρειά! Εγώ έχω στεφανωμένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπαν ἀπὸ διακόσια ανδρόγυνα, και καμμία δεν ευρεθή να πη πως δεν θέλει!»
Αλλά το κυριωτερον θύμα του παπα-Φραγκούλη ήτον ο Αλεξανδρής ο ψάλτης. Έξαφνα τον ηρώτα:
«Δε μου λες, Αλεξανδρή, τι θα πη, τώρα, στην καταβασία των Χριστουγέννων, ο ανυψώσας το κέρας ημών; Ποιός ειν΄ αὐτὸς ο ανυψώσας;»
«Να, ο ανιψιός σας» απήντα ο κυρ Αλεξανδρής, μη εννοών άλλως την λέξιν.
«Και τι θα πη σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών;» ηρωτα πάλιν ο παπάς.
«Να, σκύλα Βαβυλών» απήντα ο ψάλτης, νομίζων ότι περί σκύλας πράγματι επρόκειτο.
Ταύτα ελεγοντο ενόσω ήτο υπήνεμος η βάρκα, με τας κώπας βραδυπορούσα, δεξιόθεν παραπλέουσα τον Αναγυρον και τον Ασέληνον, αριστεροθεν πελαγωμένη αντίκρυ των Τρίκερων και του Αρτεμισίου. Ο παπα-Φραγκούλης εκάθητο κυβερνών εις το πηδάλιον, οι άλλοι εβοήθουν εις την κωπηλασίαν. Και αυτός ο κυρ Αλεξανδρής, αν και ατζαμής περί τα ναυτικά πράγματα, ησθάνθη την ανάγκην να κωπηλατήση δια να ζεσταθή. Κι η θεια το Μαλαμώ εκωπηλατησε σχεδόν επί ημισείαν ώραν. Ευτυχώς, αν και εκρύωναν όλοι, και αι ψυχραί ριπαί αι κατερχομεναι από των χιονοφορτων ορεων εξυριζον τα ώτα και τους λαιμούς των, ειχον όμως τους πόδας θερμούς, το ευεργετικόν τούτο αποτέλεσμα της γειτνιάσεως του πόντου. Ο ήλιος είχε προβάλει από τα σύννεφα επ ολιγας στιγμας («ήλιος με τα δόντια γρια με τα χταπόδια!» ανεκραξεν ο Λαμπράκης) διότι, ενώ την νύκτα ηθρίαζε κι εγίνετο «ο ουρανός καντήλι», την ημέραν συνηγοντο πάλιν τα νέφη, και ο βορράς εφαινετο υποχωρών εις τον απηλιωτην, ως να ηπειλείτο βροχη· αλλά μόλις επροβαλε, κι εφανη ως να έβλεπε ποιά ήτο η υψηλότερα και εγγύτερα κορυφή εκ των κατάλευκων ορεων ολόγυρα, η του Πηλίου ή η του Όθρυος, δια να σπεύση το ταχύτερον να κρυφθή. Αλλά τα νέφη σωρευθέντα πάλιν τον απήλλαξαν του κόπου τούτου.
Η ακριβής απόστασις από του μεσηβρινου λιμένος έως το βορεινοτερον άκρον της νήσου, όπου επλεον, θα ήτο ως δέκα ναυτικών μιλιών. Ο παπάς εβλεπεν ότι ηθελον νυκτώσει, πριν φθασωσιν εις το Κάστρον. Ήτο μεσημβρία ήδη, και δεν έφθασαν ακόμη εις την Κεχρεαν, την ωραίαν μελαγχολικήν κοιλάδα με τας ελαιοφύτους κλιτύς, με τον Αραδιαν, τον πυκνόν όρυμωνά της, με το ρεύμα και τας πλάτανους και τους νερόμυλούς της. Όταν έφθασαν εις την Κεχρεαν, συνέβη εκείνο το όποιον ο μεν κακομαντις Πανάγος προελεγεν, ο δε Στεφάνης δεν ηγνοει, και ο παπα-Φραγκούλης προεβλεπεν. Είτε τροπή εις τον μαίστρον ήτο, είτε αποθαλασσια και μπουκάρισμα του κόρφου, τα κύματα ηρχισαν να ογκούνται καταπρωρα του μικρού σκάφους, και η βάρκα με το λευκόν πανιόν της, και με τον φλοκκον και την αντεννά της, ηρχισε να σκιρτά επί των κυμάτων, όμοια με Ελληναλβανον χορευοντα ηρωικούς χορούς, με τον λευκόν χιτώνα ανεμίζοντα, με τον ένα βραχίονα τριγωνοειδή εις την μέσην, με τον άλλον υψιτενή και παίζοντα τα δάκτυλα. Αι γυναίκες ηρχισαν να δειλιώσιν. Η θεια το Μαλαμώ ηρώτα τον παπά αν δεν ήτο καλόν ν΄ ἀποβιβασθώσι και ανελθωσιν εις την Παναγίαν την Κεχρεαν να λειτουργησωσιν, όπως εορτασωσιν εκεί τα Χριστούγεννα. Ο κυρ Αλεξανδρης, ζαλισθείς, εζαρωσεν εις μίαν γωνιάν, και οι άλλοι επιβαται μεγάλως ανησυχούν. Μόνον δυό άνδρες δεν εδειλίασαν, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο παπα-Φραγκούλης.
Εις των επιβατών επροτεινε ν ἀραξωσι προσωρινώς εις την Κεχρεάν, έως ότου κοπάση ο άνεμος. Ο Στεφάνης και ο ιερεύς συνεννοούντο δια νευμάτων. Απείχον ακόμη από το Κάστρον υπέρ τα τρία μίλια. Δυό μέσα ηδυναντο να δοκιμασωσιν, αν τα εύρισκον τελεσφόρα· η να συστειλωσι τα ιστία και να προχωρησωσι με τας κωπας, καταφρονούντες τον αφόρητον, δια τας γυναίκας μάλιστα, σάλον, περιβρεχόμενοι από τα θραυόμενα και εισπηδωντα εις το σκάφος κύματα, ριγούντες και δεινως πάσχοντες, η ν αποβιβασθώσιν εις την ξηράν και να δοκιμασωσιν αν θα εύρισκον όρομισκον τινά, όχι πολύ πλακωμένον από την χιονα, ώστε να είναι βατός εις ανθρώπους. Πτυαρια και αξίνας δυό τρεις είχε πάρει μαζί του ο Βασίλης της Μυλωνούς, προβλέπων ότι ίσως θα εχρησιμευον δια ν ἄνοιξη δρομον προς ανεύρεσιν του αποκλεισμένου αδελφού του. Ο παπα-Φραγκούλης απεφανθη ότι, αφού εξ άπαντος θα ενυχτωναν, καλλιον θα ήτο να δοκιμασωσι το πρώτον, διότι κέρδος θα ήτο, είπεν, όσον ολίγον και αν ηδυναντο να προχωρησωσι δια θαλασσής, και ύστερον θα ειχον καιρόν να καταφυγωσι και εις την δευτεραν μέθοδον.
Ήδη ο ήλιος, επιφανείς ακόμη μίαν φοράν, έκλινε προς την δύσιν. Ητο τρίτη και ημισεια ώρα. Και ο ήλιος εχαμηλωνεν, εχαμηλωνε. Και η βαρκούλα του μπαρμπα-Στεφανη, με το ανθρώπινον φορτίον της, εχορευεν, εχορευεν επάνω εις το κύμα, πότε ανερχόμενη εις υγρά όρη, πότε κατερχόμενη εις ρευστας κοιλάδας, νυν μεν εις την ακμήν να καταποντισθή εις την άβυσσον, νυν δε ετοίμη να κατασυντριβή κατά της κρημνώδους ακτής. Και ο ιερεύς έλεγε μέσα του την παράκλησιν όλην, από το «Πολλοις συνεχόμενος» έως το «Πάντων προστατεύεις». Κι ο μπαρμπα-Στεφανης εστενοχωρείτο, μη δυνάμενος επί παρουσία του παπά να έκχυση ελευθερως τας αφελείς βλασφημίας του, τας οποίας έμασα κι έπνιγε μέσα του, υποτονθορυζων: «Σκύλιασε ο διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο! Το Μουχαμετή σου, μέσα!» Κι η θεια το Μαλαμώ, ποιούσα το σημείον του Σταυρού, έλεγε το «Θεοτόκε Παρθένε», κι επανελαμβανεν: «Έλα, Κ΄στὲ μ΄ ! Βοήθα, Παναΐα μ΄ !» Και τα κύματα επληττον την πρώραν, επληττον τα πλευρά του σκάφους, και εισορμωντα εις το κύτος έκτυπων τα νώτα, έκτυπών τους βραχίονας των επιβατών. Και ο ήλιος εχαμηλωνεν, εχαμηλωνε. Και η βαρκούλα εκινδύνευε ν ἀφανισθῇ. Και η απόρρωξ βραχώδης ακτή εφαινετο διαφιλονεικούσα την λείαν προς τον βυθόν της θαλάσσης.
Τέλος, ηρχισε να σκοτεινιάζη. Ενυκτωσεν ακριβώς την στιγμήν καθ΄ ην θα έβλεπον αντίκρυ το Κάστρον, ου απείχον τώρα δυό ακόμη μίλια. Νέφη συσσωρευμένα προς ανατολας ημπόδιζον να φανή το παρήγορον φέγγος της σελήνης. Αλλ ὁ άνεμος, αντί να πέση, εδυνάμωνε και αγρίευε και εθεριευε, και ο πλους κατέστη αδύνατός του λοιπού. Δεν έβλεπον πλέον ούτε εμπρός ούτε δεξιά τίποτε, ειμη δυό όγκους φαιούς, αμαυρούς. Ευτυχώς, ο μπαρμπα-Στεφανης εγνώριζε καλά το μέρος.
«Εδώ, εδώ ειν΄ ένα λιμανάκι, παπά, κατ΄ ἀπ τὸ Πρυΐ, αποκατ΄ ἀπ΄ τὴν Άγια Αναστασία, στα Μποστάνια».
«Θυμάσαι καλά, Στεφανή;»
«Όπως ξερ΄ς η αγιωσύνη σ΄ τὰ γράμματα τς΄ εκκλησιάς απ΄ όξου, παπά, έτσι κι εγώ τα ξέρω απ΄ όξου όλα τα λιμανάκια, τους κάβους, κι τ΄ς αμμουδιές, όλες τις ξέρες κι τα γκριφια κι τα θαλάμια».
Και προσηγγισαν με πολύν κόπον και αγώνα και βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι. «Εκεί, εκεί διανασταει».
Υπήρχεν εν θαλάσσιον μάρμαρον, ως φυσική αποβάθρα, πότε καλυπτόμενον από το κύμα, πότε ανέχον υπεράνω της θαλάσσης. Την φοράν ταύτην το εκάλυπτε και δεν το εκάλυπτε το κύμα. Επλησίασαν και ησθανθησαν πάραυτα το ευάρεστον αίσθημα της παύσεως του σάλου και της προσεγγίσεως εις σκεπαστόν και ευλίμενον μέρος.
«Πάντα κατευόδιο!» είπε ποιών το σημείον του Σταυρού ο κυρ Αλεξανδρης, όστις τότε εξεζαλίσθη κι εσταθη εις τους πόδας του.
Επηδησαν εις εις εξω· εξεφορτωσαν τας αποσκευάς και ηλάφρυναν την βαρκαν. Ανάμεσα εις το μάρμαρον και εις την κρημνώδη ακτήν εσχηματιζετο μικρά αμμουδιά, όση θα ηρκει δια να σύρη αλιεύς την ψαροπουλάν του, γυρμενην από την μίαν πλευράν επί της άμμου, και να εξαπλωθή και αυτός υπό την άλλην πλευράν να κοιμηθή θεωρών τους αστέρας.
«Τώρα να σύρουμε τη βάρκα, παπά» είπεν ο μπαρμπα-Στεφανής, «κι ύστερα οι άνδρες να φορτωθούμε όλα τα πράγματα και ν ἀρχίσουμε σιγά σιγά ν΄ ανεβαίνουμε. Ας πάρουν κι οι.γυναίκες ό,τι μπορούν».
«Να τώρα τι άξιζε να χα το μ΄λαρι μαζί μ΄ » είπεν ο Βασίλης της Μυλωνούς. «Σου είπα, μπαρμπα-Στεφανη, να το μπαρκάρουμε, δε θέλησες».
Έσυραν την λέμβον. Ήναψαν τα δυό φανάρια που είχαν. Ο Βασίλης έλαβε τα πτυάρια και τας αξίνας του, και απομακρυνθείς προσωρινώς ηρχισε να κατοπτεύη που θα εύρισκε μονοπάτι όχι πολύ πατημένον από την χιονα, ώστε να δύνανται άνθρωποι να βαδισωσιν. Από το μέρος εκείνο ως το Κάστρον, το οποίον διεκρινετο ως πελώριος αμαυρός όγκος υψηλά προς βορράν, η οδός δεν θα ήτο πλέον της ώρας, αλλ εις ην κατάστασιν ήτο τώρα ο δρομος από τας χιονας, τις οίδεν αν θα ηρκει και το τριπλάσιον του χρόνου όπως φθασωσιν. Εδείπνησαν όλοι επί ποδός με διπυρα και με ελαίας και επιον ολίγον οίνον η ρακήν.
Ο Βασίλης επανελθών ανηγγειλεν ότι άνευρε το μονοπάτι, πλακωμένον πολύ από την χιονα, αλλ ὅτι με πολύν κόπον, αν προπορευωνται δυό άνθρωποι και ξεχιονιζουν, ελπίζει να φθάσουν εις το Κάστρον το γρηγορωτερον... έως τα μεσανυκτα. Εφορτωθησαν τας αποσκευας. Ο κυρ Αλεξανδρής έλαβε το ένα φανάρι και μία των γυναικών το άλλο. Ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του ελαβον τα πτυάρια και τας αξίνας και προπορευόμενοι ηρχισαν να ξεχιονιζωσιν. Ο όρομισκος ανηρχετο έρπων εις τον κρημνόν κατ ἀρχάς, ειτα κατηρχετο εις εν παραθαλάσσιον κοίλωμα. Επατουν προσεκτικως, ως να εμετρούσαν τα βήματα των. Η σελήνη ειχεν απαλλαγή των νεφών και προσεπαθει να φέξη τον δρομον με το κρυερον φως της. Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του όρομου, απεπλανωντο κι ευρισκοντο αίφνης επί της κορυφής πελώριων βράχων, κάτω των οποίων άβυσσος ηνοιγε το στόμα της, και πάλιν κατεβαίνον με τρεμουλιαστά γόνατα, κρατούμενοι εκ των πετρών και των θάμνων. Ανείρπον εις τον κρημνόν ως μικρόν κοπαδιον αιγών αποπλανηθέν και απαγόμενον οπίσω εις την μάνδραν από τους δυό βοσκούς του, οίτινες το ανεζητησαν κρατούντες φανάρια, και μακροθεν αν τους έβλεπε τις, ηδυνατο να τους εκλάβη ως συστρεφόμενον κρικωτον τέρας, φωσφορίζον την κεφαλήν και την ουράν, με τους δυό φανούς. Με όλον το ξεχιονισμα, το οποίον εννοεί τις ποσόν ατελώς ενηργείτο, επατουν ενίοτε σφαλερώς κι εχωνοντο ως το γόνυ και ως τον μηρόν εις την χιονα.
Επλησίαζε μεσάνυκτα όταν έφθασαν υπό την γέφυραν του Κάστρου, μισοπνιγμενοι, παγωμένοι, αλμυροί από θάλασσαν και λευκοί από χιονα, μελανιασμένοι τα χείλη, αλλά θερμοί την καρδίαν.
Εκεί επάνω, πριν διελθωσι την γέφυραν, από την σιδερόπορταν του Κάστρου ηκουσθησαν φωναί:
«Ποιοί είστε; Ποιοί είστε;»
Και αντήχησε βαρύς ο τριγμός των εσκωριασμενων στροφέων, ως να εδοκίμαζε τις να κλείση έσωθεν την σιδηράν πύλην. Ηκουσθη δε και μικρός κρότος, ως ο της υψώσεως σκανδάλης τουφεκιού.
«Καλοί! Καλοί! Πατριώτες!» απηντησεν ο μπαρμπα-Στεφανής. «Μα εσείς ποιοί είστε;»
«Πέστε μας τα ονόματά σας!»
«Ημείς είμαστε...» ήρχισεν ο μπαρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως δια του βλέμματος εσυμβουλευετο τον παπάν.
«Μπα! αυτή είναι η φωνή τ΄ ἀδερφοῦ μου» ανεκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς.
Και είτα εντεινας την φωνήν:
«Αργύρη, εγώ είμαι!» εφώναξε.
«Τόσο καλύτερα... μας έβγαλαν κι από έναν κόπο» εψιθυρισεν ο ιερεύς.
Ανέβησαν εις το Κάστρον, όπου συνηντησαν τον Αργυρήν της Μυλωνούς και τον σύντροφόν του, τον Γιαννην τον Νυφιωτην. Ούτοι εν ολιγοις διηγηθησαν πως τους είχε κλείσει το χιόνι επάνω στο Στοιβωτο, όπου ετρυπωσαν δυό νύκτας εις μίαν σπηλιάν, και πως την προχθές, ήτοι εις τας 22 του μηνός, ελθόντες τους απηλευθερωσαν εκείθεν, εκτοπισαντες μεγάλους όγκους χιόνος, δυό αιγοβοσκοί, ο Γιαλής ο Κονιζάς και ο Γιώργης ο Μπάντας, οίτινες και ευρισκοντο την στιγμήν ταύτην με όλον το αιπολιον των εις το φρούριον.
Το φρούριον τούτο, όπερ αλλαχού περιεγραψαμεν, ήτο γιγαντιαίος βράχος, φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γης προς τον πόντον, ως να εδειχνεν η ξηρά τον γρόνθον εις την θάλασσαν και να την προεκαλει· φοβερός, μονοκόμματος γρανίτης, αλίκτυπος, όπου γλαύκες και λάροι ηριζον περί κατοχής, διαφιλονεικουντες που αρχίζει η κυριότης του ενός και που σταματά η δικαιοδοσία του άλλου. Προσφιλής σκοπός του βορρά και των γειτόνων του, του καικιου και του αργεστου, ων το στάδιον ευρύ εκτείνεται αναμεσον της Χαλκιδικης, του Θερμαίκου, του Ολύμπου και του Πηλιου μεμονωμένος υψιτενης βράχος, εφ οὗ οι κάτοικοι εξ ανάγκης ειχον κλεισθή δια φύλαξιν κατά των πειρατών και των βάρβαρων, εγκαταλιποντες αυτόν έρημον μετά το 1821, ότε εκτίσθη η σημερινή μεσημβρινή πολίχνη. Μέχρι προ ολίγων ετών εσωζοντο ακόμη οικιαι τινές με τας στεγας και τα πατωματά των εντός του φρουρίου, αλλά τελευταίον, η ολιγωρία των δημοτικών άρχων, ο οκνός των ανθρώπων εις το να επισκεπτωνται το Κάστρον συχνοτερα, και η ασυνειδησία ολίγων τίνων συλαγωγων, πλεονεκτών η οικοδομών, είχε καταστήσει ερειπιών σωρόν το Κάστρον. Εντεύθεν αμελησαντες και οι εφημέριοί της σημερινής πολίχνης, άφηναν από ετών ήδη αλειτούργητον τον ναόν της Χριστού Γεννήσεως, κατ΄ αυτὴν την ημέραν της εορτής.
Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου. Ο ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και δχι πολύ εφθαρμένος. Ο παπα-Φραγκούλης και η συνοδεία του φθασαντες εισηλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού, και η καρδία των ησθανθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. Ο ιερεύς εψιθυρισε μετ΄ ἐνδομύχου συγκινήσεως το «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου», κι η θεια το Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ΄στάνα της την βρεγμενην κι εφόρεσεν άλλην, στεγνήν, και το γ΄νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς ειχεν εις αβασταγήν καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα σάρωθρον εκ στοιβών και χαμόκλαδων και ηρχισε να σαρώνη το έδαφος του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν επιμελώς τα κανδηλια, και ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δυό μανουάλια, και παρεσκεύασαν μεγάλην πυράν με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού, όπου εσχηματίζετο μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού τοίχου, κλειόμενον υπό σωζόμενου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής, κι εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον, το σωζόμενον εντός του Ιερού Βήματος, και έθεσαν το πύραυνον εν τω μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον λίβανον εις τους άνθρακας. Και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας.
Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην κι επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημενον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τας περικαλλείς της αρίστης Βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ μιμουμένη», όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του Θείου Βρέφους και της αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναι παρίστανται αι όψεις των αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στιλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική ελαλει, φαντάζεται τις επί μίαν στιγμήν ότι ακούει το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»!
Εν τω μέσω δε κρεμαται ο μέγας ορειχάλκινος και πολυκλαδος πολυέλεος, και ολόγυρα ο κρεμαστός χορός, με τας εικόνας των Προφητών και Αποστόλων, υφ΄ ον ετελούντο το πάλαι οι σεμνοί γάμοι των χριστιανών ανδρογύνων. Και ολόγυρα αι μορφαί των Μαρτύρων, Οσιων και Ομολογητών. Ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς, οποίοι εν τω Παραδείσω, ευθύ και κατά πρόσωπον βλέποντες, ως βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα. Μόνος ο Άγιος Μερκούριος, με την βαρείαν περικεφαλαίαν του, με τον θώρακα, τας περικνημίδας και την ασπίδα, φαίνεται ολίγόν τι εγκαρσίως βλέπων και κινούμενος και ορών, εις τα δεξιά του ναού, εκεί όπου διατρυπά με το δόρυ του τον επί θρόνου καθήμενον ωχρόν Παραβάτην. Πελιδνός ο παράφρων τύραννος, με το βλέμμα σβήνον, με το στήθος αιμάσσον, μάτην προσπαθεί ν ἀποσπάσῃ από το στέρνον του τον οξύν σίδηρον, και εξεμεί μετά της τελευταίας βλασφημίας και την μιαράν ψυχήν του. Γείτων της τρομακτικής ταύτης σκηνής παρίσταται γλυκεία και συμπαθεστάτη εικών, ο Άγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδιον, κρατούμενον εκ της χειρός υπό της μητρός του, της Άγιας Ιουλιττης. Δία δώρων και θυσιών εζητει ο διώκτης Αλέξανδρος να ελκύση το παιδιον, και δια του παιδιού την μητέρα. Αλλ ὁ παις, καλών την μητέρα του και υποψελλίζων του Χριστού το όνομα, έπτυσε τον τύραννον κατά πρόσωπον, και εκείνος εξαγριωθείς εκρήμνισε το παιδίον από της μαρμαρίνης κλίμακος, όπου συνέτριψε το τρυφερόν και δια στεφάνους πλασθέν κρανίον.
Και εις την χηβαδα του Ιερού Βήματος, υψηλά, εφαινετο στεφανουμενη υπό αγγέλων η των Ουρανών Πλατυτέρα. Και κατωτερω, περί το θυσιαστήριον, ίσταντο, άρρητον σεμνότητα αποπνεουσαι, αι μορφαι των μεγάλων Πατέρων, του Αδελφοθεου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου και του Θεολόγου, και εφαινοντο ως να εχαιρον διότι εμελλον ν ἀκουσωσι και πάλιν τας ευχας και τους ύμνους της Ευχαριστίας, ους αυτοί εν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δε, και εντός και εκτός, εικονιζετο περιτεχνως όλον το Δωδεκαορτον και τα τάγματα των αγγέλων, και η βρεφοκτονία, και οι κόλποι του Αβραάμ και ο ληστής ο επί του σταυρού ομολογήσας.
Όταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισηλθον εις τον ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν των, ώστε, αν και ησαν κατάκοποι, αν και ενυσταζον τινές αυτών, ησθανθησαν τόσον την χαράν του να ζωσι και του να εχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον ναόν του Κύριου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις. Οι αιπόλοι, ευρόντες ενασχόλησιν και πρόφασιν όπως καπνιζωσι καθήμενοι, και ενίοτε όπως εξαπλωνωνται και κλεπτωσιν από κανέναν ύπνον τυλιγμένοι με τες καππες των παρά το πυρ, είχον ανάψει έξω δυό πυρσούς, τον ένα έμπροσθεν του Ιερού Βήματος, τον άλλον προς το βόρειον μέρος. Εντός του ναού η θερμότης ήτο λίαν ευάρεστος, τη βοήθεια των έσωθεν και έξωθεν πυρών. Και είχον σωρεύσει πάμπολλας δέσμας ξηρών ξύλων και κλάδων οι εκεί καταφυγοντες αιπόλοι, με τας ολιγας αίγας και τα ερίφια των, όσα δεν είχον ψοφήσει ακόμη από τον βαρύν χειμώνα του έτους εκεινού, οι τραχείς αιπόλοι, οίτινες είχον σώσει και τους δυό υλοτόμους εκ του αποκλεισμού της χιονος. Και ειτα ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και εψαλη η λιτή της μεγαλοπρεπούς εορτής, μεθ ὃο κυρ Αλεξανδρής ήρχισε τας αναγνώσεις, και όσοι ήσαν νυστασμένοι, απεκοιμηθησαν σιγά εις τα στασίδια των (α! εμελλον άρα του Προφητάνακτος οι θεσπέσιοι ύμνοι από ψαλμών να καταντήσωσιν ανάγνωσις νυστακτική, και ως ανάγνωσις να παραλειπωνται όλως, ως φορτικόν τι και παρέλκον!), βαυκαλιζόμενοι από την έρρινον και μονότονον απαγγελίαν του κυρ Αλεξανδρή. Ο αγαθός γέρων ήτο εκ του αμίμητου εκείνου τύπου των ψαλτών, ων το γένος εξελιπε δυστυχώς σήμερον. Έψαλλε κακώς μεν, αλλ ευλαβώς και μετ΄ αισθήματος. Κανέν σχεδόν κώλον δεν έλεγεν ορθώς, ούτε μουσικώς, ούτε γραμματικώς. Πότε εν και ήμισυ κώλον τα ήνου εις εν, πότε δυό και ήμισυ τα διήρει εις τέσσαρα. Αλλά προκριτωτέρα η αμάθεια της δοκησισοφίας...
Αλλ΄ ότε ο ιερεύς εξελθών έψαλε το «Δεύτε ίδωμεν, πιστοί, που εγεννηθη ο Χριστός», τότε αι μορφαί των Άγίων εφανησαν ως να εφαιδρυνθησαν εις τους τοίχους. «Ακολουθησωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ», και ο κυρ Αλεξανδρής ενθουσιών έλαβε την υψηλήν καλάμην και έσεισε τον πολυέλεον με τας λαμπάδας όλας ανημμένας. «Άγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί», και εσεισθη ο ναός όλος από την βροντώδη φωνήν του παπα-Φραγκούλη μετά πάθους ψάλλοντος: «Δόξα εν υψιστοις λέγοντες τω σήμερον εν σπηλαιω τεχθεντι», και οι άγγελοι οι ζωγραφιστοί, οι περικυκλούντες τον Παντοκράτορα άνω εις τον θόλον, έτειναν το ους, αναγνωρισαντες οικείον αυτοίς τον ύμνον.
Και ειτα ο ιερεύς επήρε καιρόν και ήρχισε να προσφέρη τω Θεώ θυσίαν αινέσεως.
Αίφνης ηκούσθησαν φωναί εξωθέν του ναού. Εξηλθον τινές των ανδρών να ίδωσι τι τρέχει. Εξήλθε κι η θεια το Μαλαμώ, κι ο κυρ Αλεξανδρης έμεινε με τα γυαλιά εις τα όμματα, βλέπων προς την θύραν αριστερά του, και διέκοψε την ψαλμωδίαν του. Ο παπάς ερριψεν αυστηρόν βλέμμα προς τον ψαλτην και τον εκαρφωσεν εις την θέσιν του.
τας φωνας ειχον ρηξει ο εις των αιπόλων και ο εις των υλοτόμων, οίτινες ετυχον καθημενοι παρά τον πυρσόν, ανατολικως του ναισκου. Δία των φωνών τούτων ειχον απαντήσει εις τίνας κραυγας ελθουσας απ΄ ἀντίκρυ, εκ της θαλάσσης.
Εκεί, εν μέσω του Κάστρου και της βραχώδους ακτής του Κουρουπη, εσχηματίζετο επισφαλής όρμος, ο Μικρός Γιαλός. Αι κραυγαι ηρχοντο ακριβώς εκ της γειτονιάς των απεσπασμένων βράχων και σκοπέλων, υπό την φοβεράν ακτήν του Κουρουπή.
Παρήλθε πολλή ώρα έως ου εννοησωσι τι τρέχει. Όλοι σχεδόν οι εκκλησιαζόμενοι ειχον εξέλθει του ναού. Έμειναν μόνοι ο ιερεύς, όστις εκρατείτο ακλόνητος εις το χρέος του, φορεμενος ήδη τα ιερά άμφια, ετοιμαζόμενος να προσέλθη εις την προσκομιδήν, και ο κυρ Αλεξανδρης, τον οποίον εκρατει το βλέμμα του ιερέως.
Εν τουτοις, κατ΄ εικασίαν μάλλον η εκ βεβαιας πληροφορίας, ενοησαν ότι εκεί, υπό τον Κουρουπη, είχε προσαράξει πλοίον από του πελάγους ερχόμενον. Η σελήνη είχε δύσει και ο πυρσός δεν ερριπτε πόρρω το φως. Εβλεπον αμυδρώς εκεί απέναντι, εις απόστασιν μιλιού σχεδόν, επί του μαυρισμένου όγκου των αλικτυπων βράχων, εβλεπον σώμα τι αμυδρώς κινούμενον, μελανωτερον των βράχων. Αντηχούν εν τη σιγή της νυκτός, μεγεθυνομεναι από τας ηχούς, κραυγαι αγωνιάς και ταραχής, όμοιαι μ΄ εκείνας τας οποίας εκχυνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι η ναυαγοί σαστισμένοι.
Οι άνδρες έσπευσαν να ρίψωσιν επί της πυράς όσα κλαδιά ειχον πρόχειρα ακόμη, σχηματίζοντες ογκωδεστέραν την φλόγα. Άλλο μέσον βοήθειας δεν είχον ταχύ.
Εν τουτοις, ο Στεφάνης ο πορθμεύς και ο Μπάντας και ο Νυφιωτης ο Γιάννης και ο Αργυρής και ο αδελφός του ελαβον ανά ένα δαυλόν και τα δυό φανάρια, και απεφασισαν να κατελθωσι τρέχοντες εις τον Μικρόν Γιαλόν. Αλλ΄ εὰν ο κρημνώδης ορμίσκος δεν ήτο χιονισμένος, θα εχρειαζετο σχεδόν ημίσεια ώρα δια να κατέλθη τις εκεί από το Κάστρον, και τώρα όπου ήτο χιονισμένος, και ήτο νυξ, τρίτη ώρα μετά τα μεσανυκτα, ούτε μία ώρα δεν θα ήρκει. Εις μίαν δε ώραν ηδύναντο να κατασυντριβώσι δεκάδες πλοίων και να πνιγώσιν εκατοντάδες ανθρώπων.
Ουχ ήττον οι άξεστοι εκείνοι άνθρωποι, εκ της αυθορμήτου εκεινής φιλανθρωπίας, ήτις είναι οιονεί φυσική ορμή, ως συμπάθεια της σαρκός προς την σάρκα, και είναι το πρώτον και τελευταίον αίσθημα το συγκινούν την καρδίαν, μετά την πρώτην έκπληξιν, και πριν προφθασασα πνεύση η παγερά πνοή της φιλαυτίας και αδιαφορίας, οι άνθρωποι, λέγω, εκείνοι ελαβον τους δαυλούς των και έτρεξαν έξω της πύλης και της γέφυρας, και ηρχισαν να τρεχωσι τον κατήφορον.
Οι λοιποί, μειναντες επάνω, ησχολούντο ν΄ ανανέωσιν ολονεν την φλόγα, μη παύοντες να ριπτωσι ξηρά κλαδιά εις το πυρ.
Ο ιερεύς εβραδυνεν επίτηδες εις την πρόθεσιν, κι εμνημόνευσε την πρωίαν εκείνην όσα ονόματα είχεν ααθαμένα, ου μόνον τα ιδικά του και των ελθόντων πανηγυριστών, αλλά και όλων των ενοριτών του, ου μόνον όσα είχε γραπτά, αλλά και όσα εκ μνήμης εγνωριζεν εγνώριζε δ΄ ἐκ μνήμης όλα τα ονόματα της πολίχνης, ααθαμένα και ζωντανά. Εδεήθη και υπέρ διασώσεως του κινδυνεύοντος πλοίου, περί ου, χωρίς να ζητήση εξήγησιν, αμέσως είχεν εννοήσει τα συμβάντα.
Τέλος, αι κραυγαι μικρόν κατά μικρόν έπαυσαν, ησυχία επήλθεν. Εφάνη ότι βωβή συμφορά είχεν ενσκήψει ή ότι η δυσχέρεια έλαβε πέρας. Δυό άλλοι άνδρες ανησυχήσαντες εξηλθον έως την Άγιαν Κυριακήν, πέραν της ξύλινης γέφυρας, με δυό πυρσούς εις τας χείρας.
Παρηλθεν ολίγη ωρα· ο ιερεύς αργά αργά εμβηκεν εις την λειτουργίαν, ελπίζων να ηρχοντο εν τω μεταξύ και οι απόντες. Αλλ΄ ἡ λειτουργία προυχωρει και ψύχη δεν εφαινετο. Τέλος, εις το «Μετά φόβου Θεού», επέστρεψαν πρώτοι οι τελευταίοι εξελθοντες προς επισκόπησιν, ειτα εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανης και οι μετ΄ αυτού καταβαντες εις τον αιγιαλόν, και μετ΄ αὐτὸν τρεις άγνωστοι με ναυτικά ενδύματα και με κηρωτούς επενδύτας. Έφθασαν όλοι ακριβώς όπως ασπασθώσι τας εικόνας και λαβωσι το αντίδωρον.
Ενώ ο κυρ Αλεξανδρης ανεγίνωσκε το «Ευλογήσω τον Κύριον», οι άνδρες εξηγούντο ταπεινή τη φωνή τα συμβάντα. Το εξόκειλαν πλοίον ήτο το γολεττι του καπετάν Κωσταντη του Λημνιαραιου, αυτοπροσώπως παρόντος εκεί. Ο ίδιος, ανήρ μεσήλιξ, βραχύς το σώμα, με αδρόν μύστακα, διηγείτο τα έξης: Προ δυό ημερών ήτο προσορμισμένος εις την Δάφνην, τον μεσημβρινόν όρμον του Αγιου Όρους, αλλ΄ ὁ βορειάς τον εζουριασε, αι αλυσίδες των αγκυρών του εκοπησαν υπό της βίας του ανέμου, και παρεσύρθη δια μιας δέκα μίλια μακράν. Μάτην προσεπάθησε με όλας τας δυνάμεις του να προσεγγίση εις τον Κωφόν, τον γνωστόν όρμον της Συκιάς, του μεσαίου λαιμού της Χαλκιδικης, όπου άμα εισπλεύση τις, δεν βλέπει πλέον πόθεν εισεπλευσεν, αλλ΄ όπου δυσκολως εισπλέει τις. Ο όρμος ομοιάζει με λίμνην μεσόγειον, μη έχουσαν ορατόν στόμιον, τόσον είναι ασφαλής. Και το γολεττι, ζυλαρμενον, μετά ματαιας προσπαθείας, παρεσύρθη υπό της τρικυμίας προς τας νήσους, όπου, την νύκτα εκείνην των Χριστουγέννων, οι αγωνιωντες ναυβαται είδον έξαφνα φως, ως φάρον οδηγούντα αυτούς, τους πυρσούς, ους είχον ανάψει έμπροσθεν του ναΐσκου του Χριστού οι τραχείς αιπόλοι. Ο πυρσός εκείνος εφανη προς αυτούς ως θείον πράγματι θαύμα, ως να εθερμαινοντο περί αυτόν αγραυλούντες οι ποιμένες εκείνοι, οι ακούσαντες το «Δόξα εν υψιστοις». Επλησίασαν, φερόμενοι μάλλον η πλέοντες, προς το μέρος τούτο, και τότε εκινδύνευσαν να κατασυντριβωσιν εις τους βράχους του Κουρουπη. Ευτυχώς, δι επιτήδειου χειρισμού απεφυγον την καταστροφήν κι εκαθισαν το σκάφος εις τα ρηχά, επί της άμμου, όπου τόσον καλά ήτο εξησφαλισμενον, όσον δεν ηδυνατο να είναι με τας δυό άγκυράς του, τας μεινασας ως ομήρους εις τον βυθόν του όρμου της Δάφνης.
Εφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτιμηθησαν να σφαξωσι και ψησωσι δυό τρυφερά ερίφια, ενώ οι δυό υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα· και ο καπετάν Κωσταντής ανεβίβασεν από το γολεττί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διετρεχεν όπως ήτο καθισμένον, αν δεν έπνεε νότος από της ξηράς να το απώθηση προς το πέλαγος, ανεβιβασε δυό ασκούς γενναίου οίνου και εν καλαθών με αυγά και κχσκχβαλι της Αίνου, και ημισειαν δωδεκάδα Όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρια. Και εφαγον πάντες και ηυφρανθησαν, εορτασαντες τα Χριστούγεννα μετά σπάνιας μεγαλοπρέπειας επί του έρημου εκεινού βράχου. Την νύκτα εκοιμηθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπποτες, όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισται είχαν φέρει μεθ ἑαυτῶν, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκομισεν από το πλοίον του.
Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ, και επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος, απεφασισαν ν ἀπέλθωσιν. Ο μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του μετά δυό άλλων βοηθών επανήλθον εις την μικράν αμμουδιάν υπό τα Μποστάνια, καθείλκυσαν την λέμβον, επέβησαν αυτής, και κάμψαντες το Κάστρον, την έφεραν από σοφράν εις το βορειοανατολικόν μέρος. Τη βοήθεια της δυνατής βάρκας του μπαρμπα-Στεφανή και της μικράς φελούκας του Λήμνιου κυβερνήτου, τόσοι βραχίονες συμπονήσαντες, δεν εβραδυναν να ξεκαθισωσιν από την άμμον το γολέττι, το οποίον δεν είχε πάθει τίποτε, αλλ ἐφαινετο ως μαλακώς πλαγιασμένον και αναπαυόμενον κατόπιν πολλών κοπών. Και αποχαιρετισαντες τους αιπόλους, επεβιβάσθησαν οι μεν εις το γολεττι, οι δε εις την βαρκαν, πότε ρυμουλκούμενην, πότε ρυμουλκούσαν, και με ιστία και με κωπας πλέοντες, δια της βορειανατολικης οδού την φοράν ταύτην, ως συντομωτερας και ευπλοώτερας εις την κάθοδον, έφθασαν αισίως εις την πολίχνην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου