Ετεροχρονισμένα έφθασαν στην Ελλάδα οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929. Η οικονομία της χώρας μόλις ένα χρόνο νωρίτερα, κατά το 1928, είχε καταφέρει να αφήσει προσωρινά πίσω της τη νομισματική αστάθεια. Το θετικό αυτό αποτέλεσμα ήταν καρπός της εμμονής της κυβέρνησης Bενιζέλου στην πολιτική υπεράσπισης της δραχμής, που οδήγησε στη νομισματική σταθεροποίηση μέχρι τη στιγμή της αποχώρησης της Βρετανίας από το σύστημα της χρυσής βάσης (gold standard), οπότε έντονος προβληματισμός προκλήθηκε στη χώρα για την πιθανότητα υποτροπής και της ελληνικής οικονομίας.
Παραδόξως, η εικόνα που παρουσίαζε τότε η οικονομική ζωή της χώρας, έδινε την εντύπωση ότι ξεχείλιζε από "ευζωία", καλοπέραση και οικονομική “ευπραγία". Χαρακτηριστικά, η εφημερίδα Πρωία έδινε την εικόνα της εποχής: "…ταβέρνες γεμάτες, κουρεία γεμάτα, τεχνίτες που δεν ευκαιρούσαν να επιδιορθώσουν ζημιές, χοροί, πανηγύρια, κέφι παντού». Όλα αυτά έδειχναν, προφανώς, τη δυσανάλογη κατάσταση μιας κοινωνίας, που παρέσυρε την οικονομία της πάνω από τις δυνατότητές της.
Χρηματιστές σε ταβέρνα της εποχής
Απόρροια του χρηματιστηριακού «κραχ» της Αμερικής, υπήρξε η ραγδαία επιδείνωση των οικονομικών ολόκληρης της διεθνούς κοινότητα. Στη χώρα μας, αρχικά, προκλήθηκε μία παρατεταμένη πίεση στις τιμές των βιομηχανικών και γεωργικών αξιών. Στο χρηματιστηριακό χώρο, όταν η κατάσταση επιδεινώθηκε, συγκρατήθηκαν προσωρινά τα πράγματα, μόνο χάρη στην απόφαση του Συνδικάτου των Τραπεζώνγια χορήγηση (αλληλέγγυου) δανείου 70 εκατομμυρίων σε τριάντα επτά μέλη του Χρηματιστηρίου, ώστε να προκύψει ανακούφιση της αγοράς. Συγχρόνως, απαγορεύτηκαν εκ νέου οι προθεσμιακές συναλλαγές.
Τα μέτρα αυτά δεν στάθηκαν ικανά για τη συγκράτηση της κατάρρευσης του Χ.Α.Α. Η Επιτροπή σε έκτακτη επίσκεψή της στον υπουργό Οικονομικών ζήτησε τη σοβαρή, αγοραστική παρέμβαση του κράτους, για την έκτακτη αντιμετώπιση της κατάστασης. Άλλωστε, εκτός από την παγκόσμια οικονομική κρίση, βασικοί λόγοι της κατακρήμνισης των τιμών στην Ελλάδα θεωρούνταν και οι ακόλουθοι:
― η αθρόα έκδοση κρατικών ομολογιών με υψηλό τόκο, που επέφερε παραγκωνισμό των εταιρικών αξιών,
― η στενότητα του χρήματος και
― η βαριά φορολογία των Ανωνύμων Εταιριών.
Τίτλος 25 μετοχών ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΩΡΥΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ,
έκδοσης 1927
Τα μέτρα αυτά δεν στάθηκαν ικανά για τη συγκράτηση της κατάρρευσης του Χ.Α.Α. Η Επιτροπή σε έκτακτη επίσκεψή της στον υπουργό Οικονομικών ζήτησε τη σοβαρή, αγοραστική παρέμβαση του κράτους, για την έκτακτη αντιμετώπιση της κατάστασης. Άλλωστε, εκτός από την παγκόσμια οικονομική κρίση, βασικοί λόγοι της κατακρήμνισης των τιμών στην Ελλάδα θεωρούνταν και οι ακόλουθοι:
― η αθρόα έκδοση κρατικών ομολογιών με υψηλό τόκο, που επέφερε παραγκωνισμό των εταιρικών αξιών,
― η στενότητα του χρήματος και
― η βαριά φορολογία των Ανωνύμων Εταιριών.
Τίτλος 25 μετοχών ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΩΡΥΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ,
έκδοσης 1927
Πράγματι, η κυβέρνηση, ανησυχώντας σοβαρά για την πτώση του Χ.Α.Α., αποφάσισε τη μείωση της φορολογίας των εταιριών και την ενίσχυση των βιομηχανιών με δάνεια. Στις αρχές του 1930, η μετοχή της Εταιρίας Λιπασμάτων σημείωσε κάθετη και παρατεταμένη πτώση. Για να αποτραπεί τότε η γενίκευση του κακού παρενέβη η Εθνική Τράπεζα με αγορές μεγάλου αριθμού μετοχών, ενέργεια που ανακούφισε την αγορά για λίγες μόνο μέρες.
Στις 22 Ιανουαρίου, σημειώθηκε μεγάλη υποτίμηση σε όλα τα χρεόγραφα. Τα μέλη του χρηματιστηρίου δεν έκρυψαν τους φόβους τους για επικείμενη καταστροφή. Η Εθνική Τράπεζα ήταν αυτή που κλήθηκε και πάλι από την Επιτροπή σε ρόλο σωτήρα για να προλάβει το κακό και τα κατάφερε τελικά προβαίνοντας σε σημαντικές αγορές χρεογράφων. Με αυτό τον τρόπο επήλθε κάποια σταθερότητα, ώστε η Επιτροπή ζήτησε κι επανέφερε τις συναλλαγές μετοχών με προθεσμία. Όμως, οι ανεπανόρθωτες ζημιές, η απραξία που επικρατούσε στις συναλλαγές και ο δυσανάλογα μεγάλος αριθμός χρηματιστών σε σχέση με τις ανάγκες του χρηματιστηρίου ώθησαν την Επιτροπή να μελετήσει τρόπο«εθελουσίας εξόδου κάποιων χρηματιστών» από το επάγγελμα για την αποσυμφόρηση του χώρου. Άλλοι τέσσερις χρηματιστές που πτώχευσαν, έχασαν τις θέσεις τους.
Συμπερασματικά, η Ελλάδα πρόσκαιρα κατάφερε να αποφύγει το δραματικό κόστος της κρίσης που γνώρισαν άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ύφεση και στην Ελλάδα ασφαλώς ήταν αναπότρεπτη αφού η κρίση σοβούσε σε όλη την Ευρώπη Οι διεθνείς εξελίξεις και η σοβαρή διαταραχή του παγκόσμιου, οικονομικού συστήματος τροφοδότησαν έντονες ανησυχίες για τον αντίκτυπο της ύφεσης και στην Ελλάδα, όπου το χρηματιστήριο βίωσε έντονα τις οδυνηρές συνέπειες, στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του Μεσοπολέμου.
Η ανατολή του 1931, βρήκε, κατ΄ αρχήν, τις τιμές των μετοχικών αξιών σε σταθερότητα και βελτίωση. Η μετοχή της Εθνικής είχε ήδη ανέβει στις 80.000 δραχμές. Παρά ταύτα, η αυξημένη ανεργία φαινόταν να ευθύνεται για τη νέα κάμψη του δείκτη. Αρκετά μέλη του Χ.Α.Α. τότε, βρέθηκαν στη σκληρή ανάγκη να ζητήσουν προσωρινή, οικονομική ενίσχυση από τη Διοικούσα Επιτροπή. Κατόπιν, επακολούθησε αθρόα και γενικευμένη πτώση των τιμών, που κυριολεκτικά οδήγησε σε ιδιαίτερα κρίσιμη κατάσταση το χρηματιστήριο. Οι αρχές αναγκαστικά επέβαλαν και πάλι αναστολή στις προθεσμιακές συναλλαγές (με εξαίρεση τα χρεόγραφα του Δημοσίου).
Την ίδια στιγμή, η Επιτροπή επιδόθηκε σ΄ έναν εξαντλητικό αγώνα ενημέρωσης όλων των φορέων. Με αλλεπάλληλες επισκέψεις σε τραπεζίτες, υπουργεία και αυτόν ακόμη τον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, ζητούσε την άμεση επέμβαση του κράτους διεκτραγωδώντας την κατάσταση. Ο πρωθυπουργός, ωστόσο, αντί για άλλη ενίσχυση, αρκέστηκε μόνο να αναφερθεί στην άριστη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας.
Συνακόλουθα, τα θύματα της ιστορικής αυτής κρίσης πληθύνονταν και σύντομα δύο ακόμη χρηματιστές περιήλθαν σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους. Δυσεπίλυτα, επίσης, προβλήματα προέκυψαν με τις εκκαθαρίσεις των συναλλαγών. Οι χρηματιστές, αδυνατώντας να καλύψουν ακόμη και τις στοιχειώδεις, βιοτικές τους ανάγκες, αναγκάστηκαν να ζητήσουν δάνειο από τη Διοίκηση, που θα το εξοφλούσαν με τη μελλοντική εργασία τους.
Η υποτίμηση των αξιών συνεχίστηκε και κατά τον Αύγουστο του 1931, οπότε και επικρατούσε σοβαρά η άποψη για κλείσιμο του Χρηματιστηρίου ως μέτρο έσχατης ανάγκης. Η κυβέρνηση έχοντας στραμμένη την προσοχή της στο νομισματικό πρόβλημα, που προκλήθηκε με την πτώση της χρυσής λίρας, αγωνιζόταν να επιτύχει κάποια νομισματική σταθεροποίηση. Η επιδεινούμενη κρίση οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στο κλείσιμο του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Το τελευταίο λάκτισμα, μάλιστα, έδωσαν τα τηλεγραφήματα που ήρθαν από το Λονδίνο, τη νύχτα της 19ης Σεπτεμβρίου «περί εγκαταλείψεως υπό της Αγγλίας της χρυσής βάσεως», ενώ, συγχρόνως «αι δοθείσαι εκ Λονδίνου τιμές των ελληνικών αξιών ήσαν πολύ χαμηλαί».
Μετά από κοινή σύσκεψη του προέδρου του χρηματιστηρίου Γεωργίου Σωτηρόπουλου, του πρωθυπουργού, Ελευθέριου Βενιζέλου, των υπουργών Οικονομικών και των διοικητών των τραπεζών Εθνικής και Ελλάδος, συμφωνήθηκε, περισσότερο για λόγους εντυπώσεων στο εξωτερικό, η απόφαση για το κλείσιμο του χρηματιστηρίου να ληφθεί από την Επιτροπή του και μόνο.
Αμέσως, επιβλήθηκε αναστολή της λειτουργίας του Χ.Α.Α. επ΄ αόριστον, αφού όλοι, ήδη, είχαν αντιληφθεί πως κάθε επέμβαση για τη συγκράτηση των τιμών και την αντιμετώπιση της καταιγίδας ήταν μάταιη. Ακολούθως, το Χρηματιστήριο παρέμεινε κλειστό για το μακρό διάστημα των δεκαπέντε μηνών, από τις 20 Σεπτεμβρίου 1931 μέχρι τις 16 Δεκεμβρίου, παραμονές Χριστουγέννων του 1932.
Πρώτη στέγη του Χρηματιστηρίου Αθηνών, στη δυτική πλευρά της οικίας Μελά,
όπου λειτουργούσε το Κεντρικό Ταχυδρομείο
ΠΗΓΗ
www.capital.gr
Στις 22 Ιανουαρίου, σημειώθηκε μεγάλη υποτίμηση σε όλα τα χρεόγραφα. Τα μέλη του χρηματιστηρίου δεν έκρυψαν τους φόβους τους για επικείμενη καταστροφή. Η Εθνική Τράπεζα ήταν αυτή που κλήθηκε και πάλι από την Επιτροπή σε ρόλο σωτήρα για να προλάβει το κακό και τα κατάφερε τελικά προβαίνοντας σε σημαντικές αγορές χρεογράφων. Με αυτό τον τρόπο επήλθε κάποια σταθερότητα, ώστε η Επιτροπή ζήτησε κι επανέφερε τις συναλλαγές μετοχών με προθεσμία. Όμως, οι ανεπανόρθωτες ζημιές, η απραξία που επικρατούσε στις συναλλαγές και ο δυσανάλογα μεγάλος αριθμός χρηματιστών σε σχέση με τις ανάγκες του χρηματιστηρίου ώθησαν την Επιτροπή να μελετήσει τρόπο«εθελουσίας εξόδου κάποιων χρηματιστών» από το επάγγελμα για την αποσυμφόρηση του χώρου. Άλλοι τέσσερις χρηματιστές που πτώχευσαν, έχασαν τις θέσεις τους.
Συμπερασματικά, η Ελλάδα πρόσκαιρα κατάφερε να αποφύγει το δραματικό κόστος της κρίσης που γνώρισαν άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ύφεση και στην Ελλάδα ασφαλώς ήταν αναπότρεπτη αφού η κρίση σοβούσε σε όλη την Ευρώπη Οι διεθνείς εξελίξεις και η σοβαρή διαταραχή του παγκόσμιου, οικονομικού συστήματος τροφοδότησαν έντονες ανησυχίες για τον αντίκτυπο της ύφεσης και στην Ελλάδα, όπου το χρηματιστήριο βίωσε έντονα τις οδυνηρές συνέπειες, στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του Μεσοπολέμου.
Δεκαπεντάμηνο κλείσιμο του Χρηματιστηρίου
Η ανατολή του 1931, βρήκε, κατ΄ αρχήν, τις τιμές των μετοχικών αξιών σε σταθερότητα και βελτίωση. Η μετοχή της Εθνικής είχε ήδη ανέβει στις 80.000 δραχμές. Παρά ταύτα, η αυξημένη ανεργία φαινόταν να ευθύνεται για τη νέα κάμψη του δείκτη. Αρκετά μέλη του Χ.Α.Α. τότε, βρέθηκαν στη σκληρή ανάγκη να ζητήσουν προσωρινή, οικονομική ενίσχυση από τη Διοικούσα Επιτροπή. Κατόπιν, επακολούθησε αθρόα και γενικευμένη πτώση των τιμών, που κυριολεκτικά οδήγησε σε ιδιαίτερα κρίσιμη κατάσταση το χρηματιστήριο. Οι αρχές αναγκαστικά επέβαλαν και πάλι αναστολή στις προθεσμιακές συναλλαγές (με εξαίρεση τα χρεόγραφα του Δημοσίου).
Την ίδια στιγμή, η Επιτροπή επιδόθηκε σ΄ έναν εξαντλητικό αγώνα ενημέρωσης όλων των φορέων. Με αλλεπάλληλες επισκέψεις σε τραπεζίτες, υπουργεία και αυτόν ακόμη τον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, ζητούσε την άμεση επέμβαση του κράτους διεκτραγωδώντας την κατάσταση. Ο πρωθυπουργός, ωστόσο, αντί για άλλη ενίσχυση, αρκέστηκε μόνο να αναφερθεί στην άριστη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας.
Συνακόλουθα, τα θύματα της ιστορικής αυτής κρίσης πληθύνονταν και σύντομα δύο ακόμη χρηματιστές περιήλθαν σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους. Δυσεπίλυτα, επίσης, προβλήματα προέκυψαν με τις εκκαθαρίσεις των συναλλαγών. Οι χρηματιστές, αδυνατώντας να καλύψουν ακόμη και τις στοιχειώδεις, βιοτικές τους ανάγκες, αναγκάστηκαν να ζητήσουν δάνειο από τη Διοίκηση, που θα το εξοφλούσαν με τη μελλοντική εργασία τους.
Η υποτίμηση των αξιών συνεχίστηκε και κατά τον Αύγουστο του 1931, οπότε και επικρατούσε σοβαρά η άποψη για κλείσιμο του Χρηματιστηρίου ως μέτρο έσχατης ανάγκης. Η κυβέρνηση έχοντας στραμμένη την προσοχή της στο νομισματικό πρόβλημα, που προκλήθηκε με την πτώση της χρυσής λίρας, αγωνιζόταν να επιτύχει κάποια νομισματική σταθεροποίηση. Η επιδεινούμενη κρίση οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στο κλείσιμο του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Το τελευταίο λάκτισμα, μάλιστα, έδωσαν τα τηλεγραφήματα που ήρθαν από το Λονδίνο, τη νύχτα της 19ης Σεπτεμβρίου «περί εγκαταλείψεως υπό της Αγγλίας της χρυσής βάσεως», ενώ, συγχρόνως «αι δοθείσαι εκ Λονδίνου τιμές των ελληνικών αξιών ήσαν πολύ χαμηλαί».
Μετά από κοινή σύσκεψη του προέδρου του χρηματιστηρίου Γεωργίου Σωτηρόπουλου, του πρωθυπουργού, Ελευθέριου Βενιζέλου, των υπουργών Οικονομικών και των διοικητών των τραπεζών Εθνικής και Ελλάδος, συμφωνήθηκε, περισσότερο για λόγους εντυπώσεων στο εξωτερικό, η απόφαση για το κλείσιμο του χρηματιστηρίου να ληφθεί από την Επιτροπή του και μόνο.
Αμέσως, επιβλήθηκε αναστολή της λειτουργίας του Χ.Α.Α. επ΄ αόριστον, αφού όλοι, ήδη, είχαν αντιληφθεί πως κάθε επέμβαση για τη συγκράτηση των τιμών και την αντιμετώπιση της καταιγίδας ήταν μάταιη. Ακολούθως, το Χρηματιστήριο παρέμεινε κλειστό για το μακρό διάστημα των δεκαπέντε μηνών, από τις 20 Σεπτεμβρίου 1931 μέχρι τις 16 Δεκεμβρίου, παραμονές Χριστουγέννων του 1932.
Πρώτη στέγη του Χρηματιστηρίου Αθηνών, στη δυτική πλευρά της οικίας Μελά,
όπου λειτουργούσε το Κεντρικό Ταχυδρομείο
ΠΗΓΗ
www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου