Γράφει ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Ὁμότιμος Καθηγητὴς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Τό αἴτημα «νά ξαναγραφῆ ἡ ἱστορία» κυριαρχεῖ σήμερα σέ κύκλους διανοουμένων καί πολιτικῶν καί γι᾽ αὐτούς σημαίνει προσφορά -ἰδιαίτερα στήν ἐκπαίδευση- μιᾶς κολοβωμένης ἱστορίας γιά τήν ἐπίτευξη πολιτικῶν σκοπιμοτήτων.
1. Τό πρόβλημα ἐμφανίσθηκε πρίν ἀπό μερικές δεκαετίες, ἀρχίζοντας μέ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν.
Τό 1962 ξέσπασε ὁ μεγάλος πράγματι ἀγώνας τῶν Φοιτητῶν τῆς Θεολογίας, Ἀθηνῶν Θεσσαλονίκης, πού ἐκράτησε ἐπί ἕνα ἑπτάμηνο (27.2-27.9) κλειστές τίς δύο Θεολογικές Σχολές, ὅταν καί μειώσεως τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν μέ τόν -κατ' ἀρχάς- ἐπιλεκτικό περιορισμό τῶν ὡρῶν διδασκαλίας ἀπό δίωρο σέ μονόωρο σέ κάποιους τύπους σχολείων.
Τό πρόσχημα: ἡ ἔνταξή μας στήν Εὐρώπη (Ε.Ο.Κ., τότε), πού ἐκφραζόταν μέ τήν «ἐκσυγχρονιστική» κορώνα τοῦ τότε Πρωθυπουργοῦ, κατόχου «Βραβείου Καρλομάγνου», τοῦ μεγαλύτερου ἐχθροῦ τῆς Ρωμιοσύνης: «Δέν χρειαζόμαστε θεολόγους, ἀλλά γεωπόνους καί μηχανικούς»!
Ὀρθότατα ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Παναγιώτης Μπρατσιώτης, μέλος τοῦ ΑΣΕΠ (ἦταν τό Παιδ. Ἰνστιτοῦτο τῆς ἐποχῆς), τοῦ ἀπηύθυνε τό ἐρώτημα: «Ἄν σεῖς λέγετε αὐτά, τί θά πεῖ καί τί θά πράξει αὔριο μία ἀριστερωτέρα ὑμῶν κυβέρνησις;».
Σ' αὐτό τόν προβληματισμό ζοῦμε μέχρι σήμερα. Σημαντικό ὅμως εἶναι, ὅτι ἡ φοιτητική ἡγεσία αὐτοῦ
τοῦ ἀγώνα διαπιστώσαμε ὅτι δέν ἦταν μόνο τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, πού ἔπρεπε νά πέσει θῦμα τῆς μανίας τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ καί τῆς παγκοσμιοποίησης, ἄλλα γρήγορα θά ἐπεκτεινόταν ἡ πολεμική αὐτή καί στό μάθημα τῆς Ἱστορίας καί τῆς Γλώσσας μας.
Διότι τά τρία αὐτά μαθήματα, τό καθένα μέ τόν τρόπο του, συνιστοῦν τά ἑρμηνευτικά κλειδιά κατανοήσεως καί ἑρμηνείας τοῦ πολιτισμοῦ μας, συμβάλλοντας συνάμα στήν διατήρηση τῆς ἱστορικῆς μας συνέχειας καί κοινωνικῆς συνοχῆς.
Ἀλλʼ αὐτά τά δύο μεγέθη εἶναι σήμερα τό «κόκκινο πανί» γιά τούς «ἐκσυγχρονιστές» ὅλων τῶν παρατάξεων, πού προσπαθοῦν, μέ τήν παρουσία τους στόν χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης, νά τά διαστρέψουν μέχρι νά τά καταστρέψουν.
Ἡ πορεία αὐτή, πού ὁδηγεῖ σταθερά στήν διάλυση τοῦ Ἔθνους μας, μέσα στήν ἐπίσης προωθούμενη ἀντιεθνική ἰδέα τῆς Νέας Ἐποχῆς, μόνον ἐκ τῶν ἔνδον μπορεῖ νά ἔχει ἀποτελεσματικότητα, καί αὐτό τό ἔχουν συνειδητοποιήσει ὅλοι οἱ ἐξωτερικοί ἐχθροί τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Αὐτό εἶχε διατυπώσει τόν 19ον αἰώνα ὁ Jakob Philip Fallmerayer (1790-1861) ἐκθέτοντας τίς «Ἀναμνήσεις ἀπό τό ἅγιον Ὄρος καί τήν Θεσσαλονίκην», πού πρόσφατα παρουσίασε ὁ συνάδελφος κ. Ἀθανάσιος Καραθανάσης, στήν Ἐπετηρίδα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης. Κάνοντας λόγο ὁ γερμανός ἱστορικός γιά τήν νοερά εὐχή, τόν φιλοδυτικό Βαρλαάμ, τόν Ἡσυχασμό τοῦ 14ου αἰ., ἀλλά καί τήν Ἀθωνιάδα καί τόνΕὐγένιο Βούλγαρη, πού ἐκτιμᾶ ἰδιαίτερα, προχωρεῖ στήν ταύτιση Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας:
«Ἀπ' ἔξω, ἄς τό θυμοῦνται αὐτό στήν Εὐρώπη -παρατηρεῖ- ὅλες οἱ ἐπιθέσεις κατά τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, πού εἶναι ταυτόσημο μέ τό ἀνατολικό χριστιανικό δόγμα, εἶναι μάταιη προσπάθεια. Ὁ κίνδυνος μπορεῖ νά εἶναι μόνον ἐσωτερικός»!
Τήν ἐκτίμηση αὐτή τοῦ Fallmerayer, προϋποθέτουν ὅσα γράφησαν κατά καιρούς ἄπο τόν Kissinger, τόν Χομπσμπάουμ κ.ἄ. τῆς ἴδιας νοοτροπίας, ὅπως οἱ συνεργαζόμενοι μέ τό Ἵδρυμα Soros τῶν ΗΠΑ.
2. Τήν σκοπιμότητα τῶν νεοποχιτῶν συγγραφέων Ἱστορίας ὑποστυλώνει ἕνας «παγκόσμιος εἰρηνισμός», πού ὑποστασιώνει τήν ἄποψη, ὅτι ἀρκεῖ ἡ ἀπάλειψη τῶν διαιρούντων καί ὁ τονισμός τῶν ἑνούντων, γιά νά ἀρθεῖ τό «μεσότειχον» (Ἐφ. 2,14) μεταξύ ἐθνῶν καί ἀνθρώπων, γιά τήν προώθηση τοῦ πλανητικοῦ ἀνθρώπου καί τῆς πλανητικῆς κοινωνίας, ὑπό τήν «προστασία» καί τόν «ἔλεγχο» τοῦ Πλανητάρχη τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Προωθεῖται, συνεπῶς, ἀντιευαγγελικά ἡ «μία ποίμνη» μέ ποιμένα ὄχι τόν Χριστό, ἀλλά τόν Ἀντίχριστο, γιά νά μιλήσω ἐσχατολογικά
Ἡ μέθοδος αὐτή, τῆς προβολῆς τῶν ἑνούντων καί ὄχι τῶν διαιρούντων, ἐφαρμόζεται καί στήν ἄλλη ὄψι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στόν θρησκευτικό-θεολογικό, τόν διαχριστιανικό διάλογο.
Εἶναι γεγονός, ὅτι ὄχι μόνον οἱ ἴδιες ἐξουσιαστικές δυνάμεις, ἄλλα καί τό ἴδιο πνεῦμα διέπει καί τίς δύο πλευρές τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά καί ὁ ἴδιος στόχος, ἡ ἐξυπηρέτηση τῶν σχεδίων τῆς Ὑπερδύναμης καί τῆς Νέας Τάξης.
Σ᾽ αὐτό τό κλίμα «συνωστίζονται» τά σχολικά μαθήματα, πού σχετίζονται ἄμεσα μέ τήν ταυτότητά μας. Τό περιεχόμενο, ἄλλωστε, αὐτῶν τῶν μαθημάτων εἶναι τό κύ- ριο διαφοροποιητικό στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ μας ἀπό τόν πολιτισμό τῆς Φραγκοτευτονικῆς Δύσης.
Δέν θέλουν κάποιοι Ἱστορικοί μας -καί ἴσως καί δέν μποροῦν- νά κατανοήσουν, ὅτι γιά τίς διχοστασίες καί διαιρέσεις δέν πταίουν τά θρησκευτικά καί ἡ ἱστορία (τό παρελθόν δηλαδή), ἄλλα ἡ πολιτική, οἱ προκλήσεις καί τά ἀνοσιουργήματα τῆς Ὑπερδύναμης καί τῶν συνεργῶν της.
Οἱ ἁλώσεις τοῦ 1204 καί τοῦ 1453, οἱ ἐθνικοί διχασμοί μας ὡς τόν 20όν αἰώνα, τό δράμα τῆς Κύπρου καί τό Σκοπιανό, δέν λύνονται μέ τό ξαναγράψιμο τῆς ἱστορίας, ἄλλα μέ τήν ὀρθή κατανόηση τῶν μηνυμάτων της.
Ἐδῶ ὅμως γίνεται ἀλη- θινή «γενοκτονία», μέ τήν προσπάθεια γιά τήν διάλυση τῶν ἐθνικῶν ταυτοτήτων, μέσα ἀπό τήν λοβοτόμηση τῆς ἐθνικῆς μνήμης καί τήν διάσπαση τῆς ἐθνικῆς μας συνέχειας. Ἔτσι ὅμως δέν ξαναγράφεται ἡ ἱστορία, ἄλλα φιμώνονται οἱ πηγές, χωρίς τίς ὁποῖες δέν γράφεται ἀληθινή ἱστορία, ἄλλα μία ἀνύπαρκτη-κατασκευασμένη παρα-ἱστορία.
Ἡ ἐπιστήμη τότε δίνει τήν θέση της στήν πολιτική. Τό σημαντικότερο ὅμως καί ἐπικίνδυνο εἶναι, ὅτι δέν πρόκειται γιά ἰδιοτροπίες μεμονωμένων προσώπων, ἄλλα γιά ὀργανωμένη καί συστηματικά μεθοδευμένη ἀναθεώρηση τῆς ἱστορίας, στά ὅρια εἰδικῆς γι᾽ αὐτό «σχολῆς».
Τά ἄρθρα τοῦ περιοδικοῦ ΑΡΔΗΝ (τ. 62/2006) ἀναλύουν πειστικότατα τό ζήτημα αὐτό, χωρίς μάλιστα κενό. Τό προϊόν αὐτῆς τῆς κίνησης εἶναι πραγματικά «ἱστορία τοῦ σωλήνα» ὡς «Κοινή ἱστορία τῶν Βαλκανίων». Ἐνδιαφέρον ὅμως εἶναι, ὅτι ἀνάλογες προσπάθειες στήν ἄλλη Εὐρώπη δέν μποροῦν νά γίνουν δεκτές. Ἡ Γαλλία, ἄλλωστε, δέν μπορεῖ νά ἀπορρίψει τόν Ναπολέοντα καί ἡ Γερμανία ἀδυνατεῖ νά ἀπαγγιστρωθεῖ ἀπό τό φάντασμα τοῦ Βίσμαρκ.
Εἶναι δέ γεγονός, ὅτι ἡ ἀπώθηση τοῦ κακοῦ στή λήθη μᾶς καταδικάζει νά ξαναζήσουμε τίς ἴδιες συμφορές. Ἀντίθετα, ἡ πλήρης γνώση του ὁδηγεῖ στήν ἐμπέδωση τῆς γνώσης ὡς ὕλης γιά τήν δημιουργία ἑνιαίας συνείδησης.
Ἡ μέθοδος καί στοχοθεσία τῶν «ἐκσυγχρονιστῶν» τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἱστορίας θυμίζει ἕναν προφητικό λόγο, πρίν ἀπό ἀρκετά χρόνια, τοῦ μεγάλου μας φιλοσόφου τῆς γελοιογραφίας κ. Κυριακόπουλου= ΚΥΡ:«Ἕλληνες καί Τοῦρκοι ἔκαμαν τσιμπούσι στήν Ἀλαμάνα. Ἔψησαν καί ἔφαγαν σουβλάκια. Συμμετεῖχε καί ὁ Ἀθανάσιος Διάκος»!
Αὐτή τήν ἱστορία θέλουν, βασιζόμενη σέ εὐνουχισμένους στήν μνήμη πολίτες, μέ βάση τήν ἀρχή (τήν εἶπε σέ μιά στιγμή ἡ πρωταγωνίστρια τῆς ὁμάδος): «ὅποιος ἐλέγχει τό παρελθόν, ἐλέγχει καί τό μέλλον»!
3. Τήν κατεδάφιση αὐτή καί «ἀνοικοδόμηση» μέ τά ὑλικά τῆς Νέας Ἐποχῆς ἐπιχειροῦν ἄνθρωποι, πού ὄχι μόνον ἐνισχύονται, ἀλλά εἶναι τραγικά κατευθυνόμενα θύματα τῆς ἐκσυγχρονιστικῆς πολιτικῆς καί διακονοῦν τίς στοχοθεσίες της. Εἶναι δέ ὀρθό αὐτό, πού ἔλεγαν οἱ Βυζαντινορωμηοί πρόγονοί μας: «ὅποιος ἔχει τήν Κωνσταντινούπολη εἶναι αὐτοκράτορας»!
Ὅποιος ἔχει σήμερα τό Ὑπουργεῖο Παιδείας, πλάθει γενιές ἀνθρώπων, ὡς θλιβερά ρομπότ. Χρηστούς, δηλαδή εὔχρηστους, πολίτες. Ὁπότε γεννιέται τό ἐρώτημα: ἐμεῖς τί μποροῦμε νά κάμουμε; Θά δεχθοῦμε παθητικά τά τεκταινόμενα μέ τό ἰησουίτικο πρόσχημα «non possumus»;
Ὄχι βέβαια! Στήν ἀντίσταση- ἀντίδραση σ᾽ αὐτά τά ἐγχειρήματα, σέ μιά χώρα πού ἀκόμη ἡ πλειονοψηφία τοῦ Λαοῦ μας δηλώνει τήν ὀρθόδοξη ταυτότητά της, ἡ πρώτη κινητοποίηση ἀνήκει στούς Ἰδίους τούς δασκάλους καί καθηγητές. Τί διδάσκουν; Τό βιβλίο ἔχει δευτερεύουσα σημασία. Πρωτεύουσα σημασία ἔχει ὁδάσκαλος.
Ἔτσι: α) Τά ἐλλείποντα, διεστραμμένα ἤ καί ἀσαφῆ στό διδακτικό ἐγχειρίδιο συμπληρώνονται καί διορθώνονται ἀπό τόν ἕλληνα καί ὀρθόδοξο δάσκαλο. Τό ἐπιχείρημα τῶν συγγραφέων τῆς ἐξαμβλωματικῆς Ἱστορίας, ὅτι «τό μάθημα εἶναι Ἱστορία καί ὄχι Θρησκευτικά» ἀγνοεῖ τόν μέχρι σήμερα διφυῆ χαρακτήρα τοῦ Γένους μας, στήν ἱστορία τοῦ ὁποίου πολιτική καί θεολογία συμπλέκονται ὡς δύο ὄψεις τῆς ἰδίας πραγματικότητας, συνεπῶς ὅτι αὐτό πού εἶναι ἐκτός πραγματικότητας γιά τή μία πλευρά, εἶναι καί γιά τήν ἄλλη.
β) Χρειάζεται ἐσωτερική διεργασία, ἐκστρατεία διαφώτισης τοῦ Ποιμνίου. Καί αὐτό εἶναι εὐκολότερο στήν Κύπρο ἀπ' ὅσο στήν ἑλλαδική ἐπικράτεια. Διαφώτιση μέ κάθε προσφερόμενο ἐκκλη- σιαστικό μέσο.
γ) Χρειάζεται προώθηση στήν δημοσιότητα ἱστορικῶν ἔργων, πού ἐκθέτουν τήν Ἱστορία μας καί ὄχι τήν νεοεποχίτικη διαστροφή της. Περιοδικά, ὅπως τό Ἄρδην καί τό Ρεσάλτο, προσφέρουν μεγάλη βοήθεια καί εἶναι δυνατόν νά ἀξιοποιηθοῦν. Καί τό τελευταῖο:
δ) Εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νά διακρατηθεῖ ἡ σύνδεση Ἱστορίας, Θρησκείας καί Γλώσσας, διότι ἡ ὅποια ἀποσύνδεσή τους θά προσφέρει μεμονωμένους στόχους, πού εἶναι εὔκολο νά κτυπηθοῦν καί νά ἐξουδετερωθοῦν μέ τήν μέθοδο τοῦ σαλαμιοῦ.
Ορθόδοξος Τύπος 22 Οκτωβρίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου