δεν μπορεί να αποδομηθεί στα συστατικά της στοιχεία, να ερμηνευτεί έξω από το ιστορικό και κοινωνικό της πλαίσιο και να χρησιμοποιηθεί κατά προαίρεση. Τα στοιχεία της μπορεί να γίνουν κατανοητά μόνο στο συγκεκριμένο πλαίσιο, να ερμηνευτούν πλήρως μέσα από την παράδοσης της Εκκλησίας.
Δεν υπάρχει πιο αυστηρή φονταμενταλιστική κοινότητα από τη μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους στη Βόρεια Ελλάδα, απ’ όπου γράφω και αυτές τις λέξεις. Ο Άθως αποτελεί μια εξαιρετική δεξαμενή πνεύματος, και πολλοί συρρέουν εδώ για να βουτήξουν σε αυτή. (Ο Κάρολος, Πρίγκιπας της Ουαλίας διαμένει επίσης εδώ, σε ένα μοναστήρι). Οι μοναχοί διατηρούν τη φλόγα της χριστιανικής πίστης τόσο ζωντανή, όπως τους δόθηκε από το Χριστό και τους Αποστόλους. Δεν περιμένουν τη σωτηρία τους να έρθει από τους Εβραίους, καθώς αυτή έχει ήδη έρθει στο πρόσωπο του Χριστού. Δεν αισθάνονται την ανάγκη να επιδιώξουν τη Ρήξη καθώς τους δόθηκε το δικό τους επουράνιο σχέδιο: να επιδιώξουν με τις προσευχές και τη θρησκευτική διαφώτιση τον ερχομό της Δευτέρας Παρουσίας. Για αυτούς η Δευτέρα Παρουσία είναι η μυστικιστική εμπειρία της ψυχικής συμμετοχής στη Δόξα του Χριστού, η οποία πραγματώνεται με τη βοήθεια της Θείας Χάρης. Η εκκλησία είναι το μέσο που βοηθά τους πιστούς να Τον δουν. Φυλάσσει επίσης τους πιστούς από την πλάνη των επικίνδυνων σοφισμάτων και τεχνασμάτων.
Η Ελληνική Εκκλησία δημιουργήθηκε πολύ πριν από την έναρξη του ιεραποστολικού έργου του Αποστόλου Παύλου στην Αθήνα, ο οποίος αναγνώρισε το θρησκευτικό ζήλο των Ελλήνων. Δεν χρειάζονταν να προσηλυτιστούν αλλά να διαφωτιστούν. Στην προαίσθηση των Ελλήνων για τον ερχομό του Χριστού, την τόσο έντονα αντιληπτή στην Ιλιάδα, αναφέρθηκε η Simone Weil[1]. Κατά την άποψή της οι Έλληνες ήταν χριστιανοί πριν από το Χριστό και η επίδρασή τους στο χριστιανισμό ήταν κορυφαία. Ακόμη και σήμερα, οι Έλληνες είναι πιστοί στο Χριστό, τη Θεομήτορα και την επί γης παρουσία της, καθώς στην Πρώτη Εκκλησία που ιδρύθηκε από τους Αποστόλους Ιωάννη και Παύλο.
Η εκκλησία δεν αναμειγνύεται στην πολιτική αλλά ασκεί ηθική επιρροή. Με την καθοδήγηση της Εκκλησίας της, η Ελλάδα απείχε από τον πόλεμο στο Ιράκ και τα παιδιά της δεν άφησαν την τελευταία τους πνοή στους δρόμους της Βαγδάτης. Αυτό το βαθιά θρησκευόμενο έθνος συμμερίζεται τις αντιλήψεις των καλών μουσουλμάνων αλλά και των δικών μας, ότι δηλαδή ο κόσμος, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, δεν απειλείται από τον κίνδυνο της ισλαμικής τρομοκρατίας αλλά από τον αγώνα των Ηνωμένων Πολιτειών κατά της τρομοκρατίας. Η Ελλάδα είναι ένας σπάνιος τόπος όπου το πνεύμα των Δυτικών αντιφρονούντων νιώθει σαν επιστρέφει στο σπίτι του, καθώς ο μέσος Έλληνας είναι σε θέση αναπτύσσει στοχασμούς που αντιλαμβάνονται λίγοι μόνο δυτικοί διανοούμενοι, αναγνώστες του Τσόμσκυ και του Baudriard. Ο εξαιρετικά δημοφιλής αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δήλωσε ορθώς ότι η τρομοκρατία προκαλείται από «την αδικία και την ανισότητα που διαβρώνει τον κόσμο».
Στην εφημερίδα Wall Street, ο Έλληνας σιωνιστής Τάκης Μίχας εκφράζει τη δυσαρέσκειά του (σε ένα άρθρο του με το τίτλο Είναι η Ελλάδα Δυτικό Κράτος;) για το ότι μόλις το 10% των Ελλήνων πιστεύει ότι η Ελλάδα έπρεπε να παρέχει στρατιωτική βοήθεια στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την επίθεση της «ενάντια στα κράτη που υποθάλπουν την τρομοκρατία», ενώ η πλειοψηφία θεωρεί ότι ο Οσάμα Μπιν Λάντεν αποτελεί κατασκεύασμα της προπαγάνδας της CIA. Ο σιωνιστής αυτός καταλήγει με τρόμο: «Τέτοιες απόψεις φαίνεται να έχουν περισσότερα κοινά στοιχεία με την κοινή γνώμη του Καΐρου και της Δαμασκού παρά με αυτή του Βερολίνου ή της Ρώμης». Οι βλακώδεις αυτές απόψεις σχετικά με τη διαμάχη μεταξύ του χριστιανικού και ισλαμικού κόσμου διατυπώνονται και προωθούνται από τις εφημερίδες Wall Street και New York Times, τους φύλακες της χριστιανικής πίστης!
Σε αντίθεση με τη Δύση, οι Έλληνες δεν ένιωσαν ποτέ μίσος ή φόβο για τους Εβραίους. Αντιθέτως, έσωσαν τους Εβραίους κατά τη γερμανική κατοχή και τους φέρθηκαν έντιμα. Καθώς είχαν τη δική τους εθνική Εκκλησία, δεν μετέθεσαν τη διαφύλαξη των θρησκευτικών τους αξιών στους Εβραίους και έτσι δεν είχαν κανένα λόγο να θρηνούν κατόπιν για την απώλειά τους. Και όπου δεν υπάρχουν ενοχές δεν υπάρχει φόβος. Ο διάσημος Έλληνας συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης ερωτήθηκε σαρκαστικά από Ισραηλινό δημοσιογράφο εάν κατά τη γνώμη του οι Εβραίοι κινούν τα νήματα πίσω από τον Τζωρτζ Μπους και εκείνος ζωηρά απάντησε: «Όχι δεν κινούν τα νήματα, βρίσκονται στο προσκήνιο. «Δηλαδή η Αμερική, η μεγάλη αυτή υπερδύναμη, ελέγχεται στην πραγματικότητα σήμερα από του Εβραίους;» επέμεινε ο ανακριτής πριν απαγγείλει την ετυμηγορία του. «Ναι», απάντησε ο Μίκης Θεοδωράκης, ο άνθρωπος που έχει περισσότερους Εβραίους φίλους από έναν μέσο Αμερικανό.
Όπου δεν υπάρχει φόβος για τους Εβραίους, αυτόματα δεν υπάρχει και στήριξη προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Την άποψη του Θεοδωράκη ότι «οι ρίζες του κακού σήμερα βρίσκονται στη πολιτική του Προέδρου Μπους και όχι στο μουσουλμανικό κόσμο» συμμερίζονται και πολλοί Έλληνες. Οι Έλληνες δεν γνωρίζουν τους μουσουλμάνους από τα βιβλία. Έζησαν μαζί για μια χιλιετία. Γνωρίζουν ότι οι μακρές και ταραγμένες σχέσεις τους με τους Τούρκους γείτονές τους έφθασαν στο ναδίρ κατά τη διάρκεια της αντι-ισλαμικής πολιτικής του Κεμάλ Ατατούρκ, ενώ ο ισλαμιστής σουλτάνος Σελίμ ο Άκαμπτος ξόδεψε μια περιουσία για να αναστηλώσει τα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Οι μουσουλμανικές κοινότητες έχουν αφομοιωθεί στο ελληνικό κράτος, καθώς η εθνική εκκλησία είναι πολύ ανεκτική προς τις θρησκευτικές μειονότητες αλλά και προς το μεγάλο μη-θρησκευόμενο τμήμα του πληθυσμού.
Σήμερα, σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδας αποδοκιμάζει την αμερικανική εκστρατεία κατάκτησης της Ανατολής, επιβολής της διαπολιτισμικότητας και διαχωρισμού του Κράτους από την Εκκλησία. Υποστηρίζουν τους Παλαιστινίους και ελπίζουν ότι οι Εβραίοι θα λογικευτούν. Αποτελούν ένα εξαιρετικό παράδειγμα για τους Αμερικανούς φονταμενταλιστές. Πράγματι, η Ελλάδα είναι η απόδειξη ότι ο φονταμενταλιστικός χριστιανισμός δεν ταυτίζεται με την πολιτική του Τζωρτζ Μπους ούτε και η πρώτη Λεσβιακή Συναγωγή της Νέας Υόρκης αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική λύση απέναντι στην πολιτική αυτή.
Στην «αστυνομική του αναφορά» στην εφημερίδα Wall Street, ο Τάκης Μίχας περιγράφει τα παραπτώματα των Ελλήνων: «τη δεκαετία του ογδόντα, παρείχαν άσυλο σε οργανώσεις που η Δύση χαρακτήριζε ως τρομοκρατικές και αντιτάχθηκαν στην πρόθεση ανάπτυξης πυραύλων Κρούζ και βαλλιστικών πυραύλων στην Ευρώπη της κυβέρνησης Ρήγκαν. Μετά από την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη, οι αντιαμερικανικές αντιλήψεις κατέληξαν να υιοθετηθούν από τη Δεξιά.
Η αμερικανική πολιτική στη Βοσνία και το Κόσοβο θεωρήθηκε ευρέως ως προσπάθεια καταστροφής της Εκκλησίας, ενώ η ανατροπή του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς –η οποία πανηγυρίστηκε σε όλο τον κόσμο- ως σκευωρία της CIA».
Το άρθρο του Μίχα για τους Έλληνες δημοσιεύτηκε λίγο μετά την έκδοση του πολυαναμενόμενου βιβλίου της Diane Johnson στο οποίο καταρριπτόταν ο μύθος των «αποδείξεων» της θηριωδίας των Σέρβων στο Κόσοβο. Σήμερα, γνωρίζουμε ότι ο κόσμος δεν είχε κανένα λόγο να πανηγυρίσει την ανατροπή του Μιλόσεβιτς –ή βέβαια του Σαντάμ Χουσεΐν.
Αλλά οι Έλληνες το αντιλήφθηκαν νωρίτερα, όταν η γνώμη τους συμβάδιζε μόνο με τις απόψεις μιας μικρής φωτισμένης κοινότητας στη Δύση. Πως συνέβη αυτό, γιατί οι Έλληνες μπόρεσαν πιο εύκολα από τους δυτικούς διανοούμενους να αναγνωρίσουν τα ψεύδη των μέσων μαζικής ενημέρωσης
Ό λόγος, κατά την άποψή μου, είναι ο εθνικός και παραδοσιακός χαρακτήρας της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και η στενή της σχέση με τους ανθρώπους και το κράτος. Ο διαχωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος, είναι το ματαιόδοξο επίτευγμα της Γαλλικής Επανάστασης και πολύ περισσότερο των ιδρυτών των Ηνωμένων Πολιτειών οι οποίο αποκόπτοντας τους δεσμούς της Δυτικής Κοινωνίας με την Εκκλησία, την παρέσυραν στην καταστροφή. Ενώ στη Γαλλία η εθνική Καθολική εκκλησία καταλαμβάνει ακόμη μια σημαντική και αποκλειστική θέση, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το κράτος χωρίς επίσημη εκκλησία, έγινε θύμα και υπηρέτης του Μάμμωνα. Οι μικρές ανεξάρτητες εκκλησίες της χώρας δεν είχαν την ικανότητα να διαμορφώσουν το πνεύμα του λαού, ανταγωνίστηκαν απλά για μια διέξοδο στα εβραϊκά μέσα μαζικής ενημέρωσης, και με τη διαρκή απειλή των φορολογικών αρχών, ήρθαν σε ρήξη με την παράδοση και έγιναν βορά στα σαρκοβόρα θηρία.
Αυτή η απουσία της εκκλησίας υπονομεύει περαιτέρω τη θεμελιώδη έννοια της Μέθεξης με το Θεό την οποία αναλύει ο T S Elliot στο έργο του Η Χριστιανική Αντίληψη της Κοινωνίας (The Christian Idea of Society, 1939). Οι άνθρωποι ζουν μαζί ενωμένοι με μια ιδέα. Η ιδέα αυτή μπορεί (ή βέβαια θα έπρεπε) να είναι η κοινή τους πίστη και θρησκεία. Δεν είναι τυχαίο ότι από την ίδρυση της Ιεριχώς, πριν από δέκα χιλιάδες χρόνια, ένας ναός ή μια εκκλησία αποτελεί το κεντρικό κτίσμα κάθε ανθρώπινου καταυλισμού. Αυτή η ανάγκη για μια επίσημη εκκλησία η οποία να ενώνει τους ανθρώπους με μια θρησκεία έγινε φανερή μέσα από την απόφαση του T S Elliot να παραμείνει Αγγλο–Καθολικός, όντας μέλος της Αγγλικανικής Εκκλησίας και προσχωρώντας παράλληλα και στο καθολικό δόγμα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το πρώτο ευρείας κλίμακας πείραμα που απέδειξε τι θα συμβεί σε μια κοινωνία η οποία βασίζεται στο κέρδος, αντί στα θεμέλια της πίστης. Οι ιδρυτές της Αμερικής θα μπορούσαν να διαβάσουν την ιστορία του Κινέζου σοφού Mencius (372-289 π.Χ). Πήγε κάποτε να επισκεφτεί το βασιλιά Hui ο οποίος του είπε: «Γέροντα, αφού αψήφησες την απόσταση των 500 χιλιομέτρων για να έρθεις εδώ, ίσως γνωρίζεις και τον τρόπο για να αποκομίσω κέρδη για τη χώρα μου». Ο Mencius απάντησε: «Γιατί άραγε πρέπει να αναφέρεις τη λέξη «κέρδος»; Αυτό που μετράει είναι η φιλανθρωπία και η αρετή. Εάν ο Βασιλιάς λέει «Πως μπορώ να αποκομίσω κέρδη για τη χώρα μου» οι αξιωματικοί του θα λένε «Πώς μπορούμε να αποκομίσουμε κέρδη για τα φέουδά μας» και οι σοφοί και οι κοινοί άνθρωποι θα λένε «πώς μπορούμε να αποκομίσουμε κέρδη για τον εαυτό μας;» Εάν οι ανώτερες και οι κατώτερες τάξεις ανταγωνίζονται να αρπάξουν το κέρδος η μια από την άλλη, η χώρα θα κινδυνεύσει».
Πράγματι, αυτό συνέβη και στις Ηνωμένες Πολιτείες και κάτω από την επιρροή της το φαινόμενο αυτό εξαπλώνεται και σε άλλες χώρες. Αν και τα εθνικιστικά και κοινωνικά μορφώματα δεν ήταν σε καμιά περίπτωση τέλεια, παρείχαν μια φαινομενική αλληλεγγύη, την οποία αποκήρυτταν οι κυνηγοί του κέρδους. Αλλά κανείς από αυτούς δεν θα μπορούσε να αποκομίσει κέρδος σε βάρος των άλλων εάν υπήρχε μια επίσημη εκκλησία, μια απόλυτα εθνική και ενσωματωμένη στην αλυσίδα των εκκλησιών.
[1] Simone Weil, 1909-1943. Γαλλίδα φιλόσοφος.
ΠΗΓΗ: olympia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου