I. Η πολυεπίπεδη
«προοδευτική» διανόηση, έχοντας ώς στρατηγικό στόχο την αποδόμηση του
επικρατήσαντος προσωρινά ταξικού συστήματος, επιχειρεί μεθοδικά, στο όνομα
πάντα της «επιστήμης», της «προόδου» και
άλλων ηχηρών παρομοίων, την υπονόμευση όλων όσων πιστεύει ότι αποτελούν
πυλώνες του συστήματος αυτού και στυλοβάτες της άρχουσας τάξης. Σ’ αυτούς,
πειθομένη τοις ρήμασι των δυτικών διαφωτιστών και των παλαιοημερολογιτών του μαρξισμού, κατατάσσει συνολικά και την
Όρθόδοξη Εκκλησία, όχι μόνο στην παρούσα άλλά και στη διαχρονική της διάσταση
και πολιτεία.
Αλλά τίνος πυλώνας και στυλοβάτης υπήρξε και είναι
η δική μας Εκκλησία; Του Κράτους ως πολιτειακού-νομικού μορφώματος (οπότε,
εφόσον το τελευταίο θεωρηθεί ως όργανο της άρχουσας καπιταλιστικής τάξης,
ευλόγως βάλλεται και ή Εκκλησία ώς στήριγμα της τάξης αυτής); Η μήπως του
έθνους -του Γένους- των Ελλήνων, ως στοιχείο της ιστορικής του ταυτότητας και
αυτοσυνειδησίας; Και στα δύο αυτά ερωτήματα υφέρπει ένας κοινός παρονονομαστής:
Πρόκειται για την ιδεολογική αφετηρία κάθε συγκεκριμένου κρατικού μορφώματος, για
το κοινό σημείο αναφοράς των ιδρυτών του. Είναι προφανής -καί ιστορικά γνωστή-
ή διάκριση μεταξύ ενός κράτους με έρεισμα το ιδεώδες της αταξικής κοινωνίας
και
του σοσιαλιστικού διεθνισμού και ενός κράτους στηριζόμενου στην κοινή εθνική
συνείδηση των πολιτών του (στό όμαιμον, ομόγλωσσον, ομόθρησκον και ομότροπον).
Για να εντοπιστεί με ιστορικό ρεαλισμό το desideratum των πατέρων του
νεοελληνικού Κράτους και ή συνακόλουθη ιδεολογική του θεμελίωση, δυο δρόμοι
υπάρχουν: Πρώτος εκείνος που μας αποκαλύπτεται από τον πλούτο της λαϊκής
ποίησης, το ζωντανό λαϊκό ήθος, την
οργάνωση και το εθιμικό δίκαιο των κοινοτήτων, τα καταστατικά των (απίστευτης προοδευτικότητας) συνεταιρισμών, μία
πράξη ζωής, ή οποία, χωρίς ιδεολογικά ή φυλετικά κριτήρια, αποτελούσε έκφραση
της κοινής εκκλησιαστικής πίστης που ξεχώριζε τον ορθόδοξο Έλληνα από τον
αλλόθρησκο Τουρκο ή τον ετερόδοξο «Φράγκο». Τα γραφτά των μεγάλων αγωνιστών του
‘21 (Κολοκοτρώνη, Μακρυγιάννη) πιστοποιούν του λόγου το ασφαλές. Ό δεύτερος
αποκαλυπτικός δρόμος, που εκτυλίσσεται ώς απόρροια του πρώτου, είναι τα (υπόπτως παραμελημένα) κείμενα των
Διακηρύξεων και των αληθινά επαναστατικών Συνελεύσεων της περιόδου 1822-1827.
Στην πρώτη ήδη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1822) διακηρύσσεται ότι «ό λαός της Ελλάδος έλαβε τα όπλα και δεν
ζητεί δια των όπλων παρά την δόξαν και την λαμπρότητα της του Χρίστου
Εκκλησίας, ή όποια μετά του ιερού αυτής Κλήρου κατεδιώκετο και κατεφρονείτο υπό
των Τούρκων (ΤΟΑΥΤΟΝΟΗΤΟ: Αλήθεια ποιος εθνικιστής
θρησκόληπτος, φυλετιστής υπαγόρευσε αυτά τα ανιστόρητα στο πολυεθνικό συνοθύλευμα
των επαναστατημένων Βαλκάνιων του 1821; E κυρίες Δραγώνα, Ρεμπούση
κα λοιπές;)». Οι διακηρύξεις
αυτές, δίνοντας εμφαντικά το ιδεολογικό στίγμα της Ελληνικής Πολιτείας,
εκφράστηκαν με χαρακτηριστική λεκτική ταυτότητα όχι μόνο στα επαναστατικά
Συντάγματα των ετών 1822, 1823 και 1827, αλλά και στο λεγόμενο Ηγεμονικό
Σύνταγμα του 1832, καθώς και στα Συντάγματα των ετών 1844, 1864, 1911, 1927,
1952 και 1975/2001. Ειδικότερα: α) Σε
όλα τα Συντάγματα τίθεται ώς επικεφαλίδα ή επίκληση του Ονόματος της Αγίας και
Αδιαρέτου Τριάδος και ορίζεται, μαζί
με την εγγύηση της ανεξιθρησκείας, ότι η επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι
ή της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας. Η διάταξη αύτη δεν
περιέχει απλή διαπίστωση πραγματικού γεγονότος, ότι δηλαδή η ορθόδοξη πίστη
αποτελεί το θρήσκευμα της πλειονότητας των Ελλήνων, όπως υποστηρίζεται από τους
καθ’ ημάς «πεφωτισμένους» συνταγματολόγους. Ό συνταγματικός νομοθέτης δεν εκτελεί
καθήκοντα Στατιστικής Υπηρεσίας. Θέτει αυξημένης ισχύος κανόνες δικαίου και
χαράσσει κατευθυντήριες γραμμές, β) Σε όλα τα Συντάγματα της επαναστατικής
περιόδου (1822, 1823 και 1827), δηλαδή σε εκείνα πού διαμορφώνουν επίσημα την
ταυτότητα του νεογέννητου Κράτους, περιέχεται διάταξη πού ορίζει ότι Έλληνες είναι «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της
Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν», αλλά και «όσοι υπό τον
όθωματικόν ζυγόν, πιστεύοντες εις Χριστόν, ήλθον και θα έλθωσιν εις την
Έλληνικήν Έπικράτειαν διά να συναγωνισθώσιν ή να κατοικήσωσιν εις αυτήν» (Συντ.
Τροιζήνος 1827). Έτσι οί Συντακτικές Συνελεύσεις και οί Αναθεωρητικές
Βουλές των Ελλήνων, με κανόνες πάγιους και διαχρονικούς, επέλεξαν τον
ευαγγελικό λόγο της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας ώς πνευματικό («ιδεολογικό»)
θεμέλιο του σύγχρονου ελληνικού Κράτους, δηλαδή ώς βασικό μέτρο κρίσης για κάθε
ενέργεια των συντεταγμένων πολιτειακών λειτουργιών. Με αυτή την καταστατική
επιλογή του ελληνικού λαού καθένας έχει το απόλυτο δικαίωμα να διαφωνεί και να εκφράζει
παντοιοτρόπως τη διαφωνία του. Δεν
μπορεί, όμως, να την ανατρέψει και να την αντικαταστήσει με άλλη παρά μόνο με
νέα επανάσταση πού θα απορρέει άπό την καθολική συνείδηση και συμμετοχή του
Λαού και όχι μιας μειοψηφιακής μερίδας (αληθινών ή τάχα) διανοουμένων ή
φανατικών έχθρων της Εκκλησίας, στο υποσυνείδητο των οποίων ύφέρπει συνήθως το
βολικό δόγμα «αν ό Θεός δεν υπάρχει, όλα επιτρέπονται».
Η πολεμική κατά της Εκκλησίας και της σχέσης
της με την ελληνική κοινωνία και Πολιτεία γίνεται, κατά κανόνα, στο όνομα και
με την επίκληση των αρχών του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας. Και εδώ
συντρέχει, μάλλον ανεπίγνωστα, μία τραγική παρανόηση. Ή εξέγερση του ευρωπαίου
ανθρώπου, υπό την ώθηση των διαγνώσεων και των ιδεών του Διαφωτισμού,
πρωταρχικό στόχο είχε τη δυτική (ρωμαιοκαθολική και προτεσταντική)
θρησκευτικότητα, ή οποία, όμως, κατά τα κριτήρια της όρθόδοξης εκδοχής του
εκκλησιαστικού γεγονότος, αλλοίωσε και παραβίασε τον τρόπο κατανόησης και
βίωσης του «ευαγγελίου» της Εκκλησίας. Ταύτισε την εικόνα του Θεού με το
ψυχολογικό αρχέτυπο του «σαδιστή πατέρα» που διψάει ακόρεστα την ικανοποίηση
της δικαιοσύνης του και συνεπώς ευφραίνεται από τον βασανισμό των αμαρτωλών
στην κόλαση. Αντικατέστησε έτσι τη σχέση της άγαπητικής κοινωνίας του ανθρώπου
με τον Θεό με την δικανική σχέση του χρέους (poonis injuctis) και της εξαγοράς
(redemtio), υιοθετώντας την ψυχολογική αλλά και τη φυσική βία για τη διάσωση
και τη διάδοση της Πίστης. Κορύφωσε την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και την
άπάρνηση του ευχαριστιακού χαρακτήρα της με την εκτροπή του εκκλησιαστικού
Σώματος σε κοσμικό κράτος με υπουργεία, διπλωματική υπηρεσία, επιχειρηματική
οργάνωση, αστυνομικούς και λογοκριτικούς μηχανισμούς τύπου Ιερής Εξέτασης και
Index librirum prohibitorum. Εναντίον
αυτών ορθώς εξεγέρθηκε ο Διαφωτισμός, κάνοντας όμως το λάθος να τα ταυτίσει με
την ουσία και το αληθινό περιεχόμενο του Ευαγγελίου του Χριστού. Στο ίδιο
ανιστόρητο και άθεολόγητο σφάλμα υποπίπτουν και οί καθ’ ημάς «προοδευτικοί» και
φωταδιστές μη μπορώντας ή μη
θέλοντας να διακρίνουν τις καίριες διαφορές πού χωρίζουν τη θεολογία και ιδίως
την Πράξη της όρθόδοξης και της δυτικής χριστιανοσύνης. Βεβαίως ή επίκριση
είναι ορθή κατά το μέρος πού πλήττει ορισμένα νοσηρά συμπτώματα, τα όποια
ένοφθλαμίσθηκαν και στον οργανισμό της Όρθοδοξίας. Ή διαφορά είναι ότι τα
συμπτώματα αυτά στον ορθόδοξο χώρο αντιμετωπίζονται ώς φαινόμενα νοσηρά, ώς παθολογικές εξαιρέσεις του κανόνα,
και όχι ώς φυσικές και υγιείς εκδηλώσεις του σώματος της Εκκλησίας.
II. Ενόψει των προαναφερθέντων και ειδικότερα της
καταστατικής επιλογής του ελληνικού λαου ως προς την ιδεολογική βάση του
Πολιτεύματος της Χώρας του, παρίσταται
εύλογη αλλά και θεσμικά επιβεβλημένη ή ευνοϊκή νομική μεταχείριση πού
επιφυλάσσει ή ελληνική Πολιτεία στον όλο οργανισμό της Όρθόδοξης Ανατολικής
Εκκλησίας, στον όποιο περιλαμβάνονται και οί Ιερές Μονές. Ιδιαίτερη έκφραση
αυτής της προνομιακής μεταχείρισης (πού
επιδοκιμάζεται ρητώς και από το θεσμικό
καθεστώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης) είναι ή σταθερά επαναλαμβανόμενη ρύθμιση
του άρθρου 105 του Συντάγματος για την έννομη τάξη της Αγιορείτικης Μοναστικής
Πολιτείας. Πρόκειται για έμπρακτη αναγνώριση της συμβολής του αθωνικού
μοναχισμού και στην παγκόσμια ακτινοβολία της ευαγγελικής πρότασης ζωής. Στο
πλαίσιο αυτής της δικαιοπολιτικής αντίληψης ό έλληνας νομοθέτης ανήγαγε τόσο
την Εκκλησίας της Ελλάδος όσο και τις Ιερές Μονές σε νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου (άρθρο 1 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος). Τον
ίδιο νομικό χαρακτήρα έχουν, κατά μείζοντα λόγον, οί Ι. Μονές του Αγίου Όρους,
οί όποιες όχι μόνο μετέχουν στην άσκηση της αυτοδιοίκησης του Άγιωνύμου ‘Όρους,
αλλά είναι εξοπλισμένες και με δικαστική εξουσία (άρθρο 105 παφ. 1, 2 και 5
Συντ.). Ή ιδιότητα ενός υποκειμένου δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ώς νομικού
προσώπου δημοσίου δικαίου είναι άκρως σημαντική μεταξύ άλλων και από την άποψη
της ύπαρξης φοροδοτικής ικανότητας κατά την έννοια των άρθρων 4 παρ. 5 και 78
παρ. 1 του Συντάγματος. Αποτελεί πρωτίστως εφαρμογή της καθ’ ύλην αποκέντρωσης
της κρατικής διοίκησης με την ένννοια ότι, κατά τη βούληση του νομοθέτη,
γίνονται φορείς ορισμένων αρμοδιοτήτων, οί όποιες, αν δεν υπήρχαν τα νομικά
αυτά πρόσωπα, θα άνήκαν στο Κράτος. Τέτοιες αρμοδιότητες, ενόψει των διατάξεων
των άρθρων πού αφορούν α) στην παροχή παιδείας, πού περιλαμβάνει και «τήν
ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης», και β) στην εξειδίκευση της
αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας είναι ή
φροντίδα των από ποικίλες αιτίες ενδεών και πασχόντων ανθρώπων.
Είναι προφανές ότι ή «ύλη» αυτή εμπίπτει στο
κοινωνικό, παιδευτικό και φιλάνθρωπο έργο της Εκκλησίας και των Ιερών Μονών. Ή
συναφής δραστηριότητα των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων ανταποκρίνεται και
στη διέπουσα την ευρωπαϊκή και την εθνική έννομη τάξη «αρχή της επικουρικότητας του κράτους», πού επιδιώκει, μεταξύ άλλων, τη
διαμόρφωση της λεγόμενης «κοινωνίας του εθελοντισμού». Άν, λοιπόν, ό,τι
εισάγεται στο ταμείο ενός νομικού προσώπου δεν διανέμεται στα μέλη του ώς
μέρισμα ή μερίδιο κερδών (όπως συμβαίνει στην περίπτωση των μετόχων ανώνυμης
εταιρίας κ.λπ.), αλλά διατίθεται για την εκπλήρωση σκοπών δημόσιου
ενδιαφέροντος, δηλαδή σκοπών πού αλλιώς θα έπρεπε να εκπληρωθούν από το
«κοινωνικό» Κράτος, ή φορολόγηση του ώς εισοδήματος ή μέρους της περιουσίας του
νομικού προσώπου, δύσκολα συμβιβάζεται με τη ratio των παραπάνω συνταγματικών
διατάξεων και ειδικά εκείνης του άρθρου 4 παρ. 5. Επομένως ό φορολογικός
νομοθέτης, όταν θεσπίζει «απαλλαγές» από τη φορολογία οικονομικών αξιών ή
ωφελημάτων πού δεν επαυξάνουν την προσωπική περιουσία τών μελών της Εκκλησίας ή
των διοικούντων κληρικών (επισκόπων κ.ά.) ή των (κατά την ασκητική επαγγελία
τους ακτημόνων) μοναχών, δεν επιφυλάσσει ανεπίτρεπτη χαριστική μεταχείριση στα
νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας και των Ιερών Μονών. Συμπερασματικά και έν συνόψει
μπορεί να λεχθεί ότι ή ιδιάζουσα φορολογική μεταχείριση της Εκκλησίας και των
Ιερών Μονών, ή ατόπως θεωρούμενη ώς διακριτική, δεν αποτελεί παροχή του Κράτους
εκ χαριστικής αιτίας, ούτε καν έκφραση ευγνωμοσύνης για την ιστορική συμβολή
τους στη διαφύλαξη των «ασημικών» του Έθνους, αλλά συμμόρφωση πρός τό καθοριζόμενο από συνταγματικούς κανόνες μέτρο της
φοροδοτικής ικανότητας.
III. Πρέπει, τέλος, να επισυμανθεί ότι ή διατήρηση
και παραχώρηση στο Άγιον Όρος προνομίων, φορολογικών περιουσιακών και άλλων,
αποτελεί ειδικό ζήτημα πού εντάσσεται στον από της ιδρύσεως του οικουμενικό
χαρακτήρα του Αγίου Όρους και το καθεστώς της έσωτερικής του αυτοδιοικήσεως, το
όποιο ρυθμίσθηκε βάσει Διεθνών Συνθηκών και Συνδιασκέψεων (Βερολινείου του
1878, Σεβρών του 1920, Λοοζάνης του 1923, Λονδίνου του 1913). Τελικά το Άγιον
Όρος έχει υπαχθεί στην Ελληνική κυριαρχία με την προυπόθεση ότι θα κατοχυρωθεί
ή συνέχιση της λειτουργίας του αρχαίου προνομιακού καθεστώτος του, άλλά και με
τη δεσμευτική υποχρέωση της Πολιτείας να αναγνωρίσει και διατηρήσει τα
δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις κτήσεις των ιερών καθιδρυμάτων του εντός και
εκτός της περιοχής του.
Έν όψει των ανωτέρω ή κατάργηση προνομίων,
ελευθεριών και κτήσεων του Αγίου Όρους δεν ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της Πολιτείας, ούτε μπορεί να
έπαφεθεί στον κοινό νομοθέτη. Αντίθετα, παραμένει διαρκής ή μέριμνα των
οργάνων της Πολιτείας, όχι μόνο για την διατήρηση του ειδικού καθεστώτος του
Αγίου Όρους άλλά και για την εφαρμογή της συνταγματικής προβλέψεως για την
ειδική ρύθμιση των θεμάτων πού το αφορούν.
Αθήνα, Ιούλιος 2009 Γεώργιος Θ. Βελης
Αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου έ.τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου