Νικήτας Αλιπράντης,
Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου Θράκης και Στρασβούργου
Πηγή: «Συνήγορος» Τεύχος 76. 2009, σελ. 42-44.
Ο μεγάλος γάλλος νομικός Jean Carbonnier έγραψε προ ετών την όχι άμεσα κατανοητή φράση: «Μετά τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους το τρίτο δράμα του 20ού αιώνα είναι η Ευρώπη». Εισηγητής τής κοινωνιολογίας του δικαίου στη Γαλλία και βαθύς γνώστης της ευρωπαϊκής πραγματικότητος ήθελε να επισημάνει ότι η ιστορία, η πολιτιστική ταυτότητα και νοοτροπία των Ευρωπαϊκών λαών είναι τόσο πολυσύνθετη ώστε η οικοδόμηση μιας ενιαίας Ευρώπης
είναι εγχείρημα εξόχως δυσχερές, που περικλείει πολλαπλούς σκοπέλους και υφάλους.
Η επισήμανση αυτή του Carbonnier βρίσκει την πιο καίρια έκφρασή της στον χώρο των κοσμοθεωριακών και υπαρξιακών αντιλήψεων και ειδικά αυτών που σχετίζονται με τη θρησκεία. Από την άποψη αυτή, οι εξελίξεις που σημάδεψαν τη δυτική Ευρώπη από τον Μεσαίωνα μέχρι σήμερα τη διαφοροποιούν θεμελιακά από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και δη τις Ορθόδοξες, όσο κι αν αυτό δεν τονίζεται όσο πρέπει συχνά.
Α. θρησκευτικές διαφοροποιήσεις Δυτικής και Ανατολικής (Ορθόδοξης) Ευρώπης
Οι λαοί της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης έζησαν επί αιώνες την πνευματική απολυταρχία του ρωμαιοκαθολικισμού που μετέτρεψε τη Χριστιανική πίστη σε κοσμοθεωρία, σε πολιτική εξουσία και ιδεολογία και σε ένα νομικό-ηθικιστικό οικοδόμημα με ψευδοϊδεαλιστική υποτίμηση της σεξουαλικότητας. Οι τραγικές αυτές αλλοιώσεις της χριστιανικής πίστης δημιούργησαν μοιραία αντιδράσεις, αρχικά έμμεσες με την Αναγέννηση, αργότερα άμεσες με την προτεσταντική μεταρρύθμιση και τελικά οδήγησαν στον Διαφωτισμό και προοδευτικά το μεγαλύτερο μέρος τών δυτικοευρωπαϊκών λαών στην άρνηση κάθε σχέσης με την εκδοχή της χριστιανικής πίστης που τους ήταν γνωστή, στην αθεΐα ή αδιαφορία και το πολύ σε έναν αόριστο θεϊσμό ή κάποια ηθική. Όλα αυτά πέρασαν, όπως είναι γνωστό, από φοβερά διχαστικά μίση, αιματηρές συρράξεις και διώξεις και πρωτοφανείς αρνήσεις της θρησκευτικής ελευθερίας όπως η αρχή cujus regio, ejus religio (που υποχρέωνε ολόκληρους πληθυσμούς μιας περιοχής να ακολουθούν την «πίστη» του άρχοντα τους!).
Στον αντίποδα των εξελίξεων αυτών βρίσκεται η Ορθόδοξη ανατολή. Μετά τη διαμάχη της εικονομαχίας, που έληξε τον 9ο αιώνα, εδραιώθηκε ομοιογενώς η χριστιανική πίστη χωρίς τις δυτικές, θεσμικές και θεολογικές, αλλοιώσεις και βιώθηκε έκτοτε ειρηνικά ως ενοποιητικό στοιχείο, κοινής κατά βάση αποδοχής, ολοκλήρων λαών.
Οι καίριες αυτές διαφορές προεκτείνονται στο σήμερα και έχουν άμεσες κοινωνιολογικές και νομικές επιπτώσεις στην αντίληψη της θρησκευτικής ελευθερίας και στις επί μέρους εκδηλώσεις και διαστάσεις της. Η πρόσφατη απόφαση Lautsi εναντίον Ιταλίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής, ΕΔΔΑ)2 δίνει μια εξαίρετη ευκαιρία να αναδειχθούν οι επισημανθείσες διαφορές και οι επιπτώσεις τους, αλλά και να φανεί η δυσκολία (ή αδυναμία) να γίνουν όλες σεβαστές υποτασσόμενες σε έναν αφηρημένο και γενικό κανόνα θρησκευτικής ελευθερίας.
Β. Νομικές διαφοροποιήσεις, ιδίως σε σχέση με την απόφαση για τον Εσταυρωμένο
1. Η πρώτη βασική διαφορά έγκειται στο ότι στην Ιταλία υπάρχει εκ του νόμου υποχρέωση να εκτίθεται ο Εσταυρωμένος στις σχολικές τάξεις. Αυτή επιβλήθηκε με κρατική πράξη ήδη από το 19ο αιώνα. Και επειδή η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει από αιώνων και κρατική υπόσταση, το ζήτημα συνδέθηκε με τις σχέσεις της με το Ιταλικό κράτος, που την αναγνώρισε ως τη μόνη επίσημη θρησκεία. Μετά την επέμβαση των Ιταλών επαναστατών έγινε ένα διάλειμμα (1071-1929), αλλ' επί φασισμού ο επίσημος χαρακτήρας της ανανεώθηκε και διατηρήθηκε μέχρι το κονκορδάτο του 1984 που τον κατήργησε, χωρίς πάντως να καταργήσει τους κρατικούς κανόνες που επέβαλλαν τη σχετική υποχρέωση. Επομένως το πρώτο και βασικό νομικό στοιχείο στο οποίο στηρίχθηκε η απόφαση ήταν η προβλεπόμενη από κρατικούς κανόνες υποχρεωτική έκθεση του Εσταυρωμένου στις σχολικές τάξεις.
Αντιθέτως στην Ελλάδα, εκτός τού ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε διανοήθηκε να αυτοανακηρυχθεί σε κρατική εξουσία, ουδέποτε χρειάσθηκε να αξιώσει από το Κρότος την υποχρεωτική ανάρτηση εικόνων οπουδήποτε. Η ύπαρξη των εικόνων σε κάθε είδους εσωτερικούς χώρους και γραφεία, δημόσιο και ιδιωτικά, δεν επιβλήθηκε από το κράτος, πρόκειται για έθιμο που έχει δημιουργηθεί εδώ και αιώνες από τον σεβασμό προς τις εικόνες της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων της Ελλάδας. Όπως είναι γνωστό για κάθε έθιμο3 αρκεί -και είναι αναγκαίο- να έχει μετάσχει στη διαμόρφωσή του η μεγάλη πλειοψηφία των ατόμων που διέπονται από αυτό μετά τη δημιουργία του. Είναι λοιπόν δημιούργημα της κοινωνίας και όχι του κράτους. Με τη βούληση της κοινωνίας τέθηκαν οι εικόνες στους δημόσιους χώρους της Ελλάδας και άλλων Ορθοδόξων χωρών και όχι με κρατική επιταγή. Άρα δεν θρησκεύεται το ελληνικό κράτος με την έκθεση των εικόνων. Η κοινωνία θρησκεύεται και, όπως γράφει και ο καθηγητής Μ. Σταθόπουλος, η κοινωνία δικαιούται να έχει θρησκευτικές απόψεις.4
2. Ένα δεύτερο διαφοροποιητικό στοιχείο σε σχέση με τη δυτική Ευρώπη είναι ότι στην Ελλάδα αναρτώνται εικόνες, δηλαδή τα πρόσωπο του Χριστού ή αγίων, και όχι ο Εσταυρωμένος5 ή κάποιο άλλο θρησκευτικό σύμβολο. Η απόφαση κάνει λόγο για θρησκευτικά σύμβολα. Όμως οι εικόνες δεν είναι σύμβολα, διότι δεν παραπέμπουν, όπως κάθε σύμβολο, σε κάτι αφηρημένο, αλλά παριστάνουν συγκεκριμένα ιστορικά πρόσωπα, απλώς και μόνο. Άρα και απ' αυτήν την άποψη η απόφαση δεν «αφορά» την Ελλάδα. Ως απλή έκφραση ευλάβειας, η ύπαρξη εικόνων στα σχολεία δεν υποβάλλει ούτε έμμεσα, στους μαθητές, οποιαδήποτε υποκίνηση αποδοχής της χριστιανικής πίστης ή οποιαδήποτε ιδέα προτίμησής της έναντι άλλων θρησκειών ή έναντι έλλειψης θρησκευτικής πίστης. Έτσι, γενικά, και οι μη χριστιανοί ή αδιάφοροι γονείς και μαθητές ούτε ενοχλούνται ούτε θεωρούν ότι προσβάλλεται η ελευθερία συνείδησής τους ή οποιαδήποτε άλλη πίστη τους, πράγμα που θα συνέβαινε και θα προκαλούσε την αντίδραση και οργή μεγάλου μέρους του πληθυσμού σε χώρες όπως η Γαλλία. Αν υπάρξουν κάποιοι στην Ελλάδα που ενοχλούνται ιδιαίτερα ή οργίζονται από τη θέα των εικάνων, απλώς δείχνουν ότι εμφορούνται από ένα είδος μισαλλοδοξίας, αντίστοιχης με εκείνης ορισμένων φανατικών θρησκευόμενων, στάση που, για αυτόν τον λόγο, δεν προστατεύεται από την εσωτερική ή τη διεθνή έννομη τάξη. Και ναι μεν προστατεύεται και η αρνητική -θρησκευτική και κάθε άλλη- ελευθερία αλλά το ζήτημα είναι υπό ποιες προϋποθέσεις αυτή προσβάλλεται.
Γ. Προϋποθέσεις προσβολής της αρνητική & (θρησκευτικής και άλλης) ελευθερίας
Δύο στοιχεία πρέπει να ληφθούν υπόψη, προκειμένου να προσδιορισθούν οι προϋποθέσεις της αρνητικής πλευράς κάθε ελευθερίας (της ελευθερίας να μην πράττει κάποιας κάτι):
1. Εν πρώτοις -και αυτά δεν επισημαίνεται όσο πρέπει συχνά- δεν υπάρχει απόλυτη αντιστοιχία μεταξύ της θετικής και της αρνητικής πλευράς μιας ελευθερίας. Η πρώτη (η ελευθερία του πράττειν) έχει κατά κανόνα μεγαλύτερο νομικό βάρος από την αρνητική της διάσταση. Στην ελευθερία τής έκφρασης π.χ. το κέντρο βάρους βρίσκεται στο δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης ενώ το δικαίωμα να μην εκφρασθεί κανείς προσβάλλεται υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις δηλαδή μόνον όταν θίγεται ο πυρήνας της ελευθερίας.
Χαρακτηριστική εφαρμογή αυτής της νομικής διαπίστωσης έχει κάνει το ΕΔΔΑ στην αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία. Στην απόφαση Young, James and Webster6 το Δικαστήριο του Στρασβούργου είχε απαιτήσει να ασκείται σοβαρή εξαναγκαστική πίεση (contrainte grave) στους εργαζομένους προκειμένου να συνδικαλιστούν. Μόνο υπ' αυτήν την προϋπόθεση έκρινε –και έκτοτε θεωρείται - ότι θίγεται ο πυρήνας της συνδικαλιστικής ελευθερίας και επομένως ότι υπάρχει προσβολή τής αρνητικής της διάστασης7.
2. Ένας δεύτερος παράγων που επηρεάζει τη συγκριτική θέση της μιας πλευράς της ελευθερίας έναντι τής άλλης είναι το νομικό καθεστώς που υπήρχε πριν από την καθιέρωση της κάθε ελευθερίας. Αν το προϊσχύον καθεστώς απαγόρευε την άσκησή της, το κέντρο βάρους της θα βρίσκεται στην ελευθερία άσκησής της (στη θετική της πλευρά). Αν αντιθέτως το προϊσχύον καθεστώς υποχρέωνε σε κάποια εκδήλωση (όπως στις περιβόητες συλλογικές «ομολογίες πίστεως» μετά την επικράτηση μιας χριστιανικής ομολογίας ή στην υποχρεωτική εγγραφή στο μοναδικό επίσημο συνδικάτο την περίοδο του ιταλικού ή ισπανικού φασισμού), είναι φανερό ότι θα αντιμετωπισθεί, και ερμηνευτικά, με ιδιαίτερη ευαισθησία και βαρύτητα η αρνητική πλευρά της ελευθερίας. Το ίδιο ισχύει, mutatis mutandis και με την κρατούσα στη δυτική Ευρώπη στάση αθεΐας, αγνωστικισμού ή θρησκευτικής αδιαφορίας: οι αντιλήψεις αυτές δεν αποκλείεται να οδηγούν, μέσω της ερμηνείας του δικαίου, στο να γίνεται δεκτή προσβολή της αρνητικής θρησκευτικής ελευθερίας χωρίς τις γενικά απαιτούμενες αυστηρές προϋποθέσεις.
Δ. Νομικά δυνατή η κατάργηση των εικόνων μετά την απόφαση για τον Εσταυρωμένο;
Όπως ήδη σημειώθηκε, η ίδια η απόφαση αυτή παραπέμπει στην υπόθεση Young, ]ames and Webster. Με βάση τις επισημανθείσες αυστηρές προϋποθέσεις προσβολής της αρνητικής ελευθερίας, που έχουν νομολογηθεί, ερωτάται: ασκείται στους μοθητές των ιταλικών σχολείων σοβαρή εξαναγκαστική πίεση ούτως ώστε να προσβάλλεται η αρνητική θρησκευτική ελευθερία; Είναι φανερό ότι μόνο ρητορική μπορεί να είναι η ερώτηση γιατί είναι πλέον ή βέβαιο ότι ιδιαίτερα στην Ελλάδα αυτό δεν συμβαίνει. Άρα η απόφαση αυτοϋπονομεύεται από την ίδια τη θεμελίωσή της. Άσχετα απ' αυτό, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι, όπως έλεγε ο καθηγητής Α. Μάνεσης, οι συνταγματικοί ή οι διεθνείς κανόνες που θεσπίζουν τη θρησκευτική ελευθερία δεν είναι δυνατό να ερμηνεύονται ερήμην της κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτό ισχύει άλλωστε για όλο τα δικαιώματα του ανθρώπου8. Επιπλέον, στην Ελλάδα η ύπαρξη εικόνων σε δημόσιους χώρους δεν συνδέθηκε ποτέ ούτε συνδέεται με τα σύστημα σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας.
Αυτό που έχει σημασία είναι να συγκεκριμενοποιηθεί η λεγόμενη αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας του Κρότους. Έχει σωστά επισημάνει το ιταλικό Συνταγματικό δικαστήριο9 ότι «η ίση προστασία τής συνείδησης κάθε προσώπου... δεν αντιφάσκει με τη δυνατότητα μίας διαφορετικής νομικής ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ Κράτους και των διαφόρων θρησκειών». Όπως τονίζει ο πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου και Πρόεδρος της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου της Ε. Ε. J. P. Jacaue, η κρατική ουδετερότητα -και βέβαια, πολύ περισσότερο, ο κρατικός θρησκευτικός αποχρωματισμός γαλλικού «λαϊκού» τύπου- «δεν πρέπει να επιδιώκει να διαγράψει το παρελθόν και, αν το κάνει, θα προσβάλλει την ελευθερία συνείδησης των πολπών»10. Η σημαντική αυτή επισήμανση ισχύει κατ' εξοχήν για χώρες, όπως η Ελλάδα, με θεμελιακά διαφορετική θρησκευτική ιστορία απ' αυτήν της Δύσης και σημαίνει ότι ούτε εσωτερικός νόμος, ούτε διεθνής κανόνας θα μπορούσε να επιβάλει την απομάκρυνση των εικόνων, δηλαδή την κατάργηση ενός εθίμου αιώνων, διότι θα επιδίωκε να διαγράψει το παρελθόν και επομένως θα προσέβαλλε την ελευθερία συνείδησης των πολιτών. Ιδού τα όρια της ισοπεδωτικής αντιμετώπισης της θρησκευτικής ελευθερίας στην Ευρώπη. Και ας μη λησμονείται ότι στο Ισραήλ, που βέβαια ανήκει στον ευρωπαϊκό πολιτιστικό κύκλο, θρησκευτική ελευθερία με την ευρωπαϊκή αντίληψη δεν υπάρχει11. Πρόκειται για σκάνδαλο; Αντί να απαντήσουμε καταφατικά, προτιμότερο θα ήταν να λάβουμε υπ' όψη μας αυτό που η Άννα Άρεντ τονίζει στις «Απαρχές του Ολοκληρωτισμού»12, δηλαδή τον τοπικό χαρακτήρα προστασίας των δικαιωμάτων τού ανθρώπου.
Συμπερασματικά, η απομάκρυνση των εικόνων από τους δημόσιους χώρους δεν θα μπορούσε να είναι συνέπεια οποιασδήποτε σχετικής απόφασης του ΕΔΔΑ. Θα είχε τον χαρακτήρα αθεμελίωτης ευθυγράμμισης με αλλότρια πρότυπα και επιβολής ενός μέτρου ενάντια στη θέληση των πολλών χωρίς αυτό να δικαιολογείται από οποιαδήποτε προσβολή της ελευθερίας των ολίγων.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Προδημοσίευση από τον τιμητικό τόμο του Καθηγητού Μαριάνου Καράση.
2. Δεύτερο τμήμα (7 δικαστές), απόφαση 3 Νοεμβρίου 2009, υπόθεση αριθ. 30814/2006.
3. Βλ. π.χ. H. Kelsen, Reine Rechtslehre, Βιέννη 1960, σελ. 235.
4. Εφημερίδα «Απογευματινή», 10 Νοεμβρίου 2009.
5. Αυτό ήδη σημαίνει ότι αποκλείεται η εικόνα να προκαλέσει φόβο ή αποστροφή στα παιδιά.
6. Young, James and Webster c. United Kingdom. 13 Αυγούστου1981. Βλ. σχόλιό μας στην EEEυρΔ. 1983, 589-598. Βλ. ανάλογες αναπτύξεις στη διδακτορική διατριβή μας (N. Aliprantis, La place de la convention collective dans la hierarchie, des normes, Παρίσι, 1980, ιδίως σελ. 125).
7. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόφαση Lautsi για τον Εσταυρωμένο παραπέμπει για τον προσδιορισμό της αρνητικής θρησκευτικής ελευθερίας στην απόφαση Young, James and Webster (παρ, 47, e). Βλ. παρακάτω.
8. Βλ. W. Hassemer/W. Hoffman-Riem/J. Limbach, Grundrechte und soziale Wirklichkeit, 1981. ιδίως σελ. 39-76.
9. Απόφαση αρ, 508/20 Νοεμβρίου 2000 (Βλ. και αναφορά στην απόφαση Lautsi, παρ, 24).
10. J. P. Jacque «A propos de deux arrets de la Cour Supreme des Etats – Units sur les relations entre l'Etat et la religion», L'Europe des libertes, revue d'actualite juridique, no 17. 2005. σελ. 1 επ., σελ. 4 κάτω - σελ. 5 επάνω.
11. Όπως επισημαίνει ο Ishak Englard, καθηγητής του εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ (Βλ. Εισήγηση «La liberty religieuse» στο Les droits de l’ homme: Droits collectifs ou droits Individuels Faculte de Droit et des Sciences Politiques de Strasbourg, Strasbourg 13-14 mars 1979.
12. Hannah Arendt, The origins of Totalitarianism, 1979, σελ. 300. Ανάλυση τής επισήμανσης αυτής θα εξερχόταν από το πλαίσιο της παρούσης μελέτης.
http://www.oodegr.com/oode/a8eismos/stavros_italia_2.htm
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου