Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Οι Σλαβομακεδόνες



Του Καθ. Βασίλειου Μαρκεζίνη*
Από το βιβλίο «Η Ελλάδα των Κρίσεων--Ένα προσωπικό δοκίμιο», εκδόσεις Λιβάνη, 2011, σσ. 330-337).
Ο Όσκαρ Ουάιλντ παρέφρασε κάποτε ένα γνωστό αγγλικό ρητό -μεταφράζω κατά λέξη: «Αυτή είναι η καθαρή και απλή αλήθεια»- προσθέτοντας το σχόλιο «η αλήθεια σπανίως είναι καθαρή και ουδέποτε είναι απλή». Δεν έχει σημασία, εν προκειμένω, αν ο φραστικός μετασχηματισμός οφειλόταν στη ροπή του συγγραφέα προς το παράδοξο• αυτό που έχει σημασία είναι ότι η νέα φράση ταιριάζει απολύτως με το θέμα μας. Πράγματι, καθετί σχετικό με  Βαλκάνια ουδέποτε ήταν απλό κάθε άλλο.

Στη ρίζα αυτής της περιπλοκότητας βρίσκεται ένας συνδυασμός παραγόντων.Φυλετικές και θρησκευτικές διαφορές, η (συχνά διαστρεβλωτική) επίκληση της ιστορίας προς ενίσχυση πολίτικών βλέψεων, η έμφυτη τάση των εντόπιων πληθυσμών να υπερτονίζουν τα συναισθήματα και τις δηλώσεις τους, οι επεμβάσεις ξένων -Οθωμανών, Αυστριακών, σήμερα Αμερικανών- με το δήθεν αιτιολογικό της παροχής βοήθειας, αλλά στην πραγματικότητα με σκοπό την προώθηση των δικών τους συμφερόντων, και ο τοπικός πολιτικός εξτρεμισμός, ο οποίος ανέκαθεν καθιστούσε ανέφικτη την επίτευξη ενός λελογισμένου συμβιβασμού.[31] Εννοείται πως ούτε η δική μας χώρα έχει ανοσία σε αυτή την ανορθολογική στάση!

Το πρόβλημα των Σλαβομακεδόνων στην Ελλάδα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το όνομα της επισήμως καλούμενης Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας,[32] σχετίζεται με...
όλους τους προαναφερθέντες παράγοντες. Είναι όμως ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι το πρόβλημα αυτό περιπλέκεται ακόμη περισσότερο σήμερα, καθώς η ενδυναμωμένη Τουρκία προβάλλει όλο και συχνότερα τα δικά της συμφέροντα σε όλη την περιοχή, καθιστώντας το πρόβλημα ακόμη πιο τρομακτικό για τους Έλληνες, οι οποίοι βλέπουν το κράτος τους να περικυκλώνεται από αυξανόμενους μουσουλμανικούς πληθυσμούς.

Πώς μπορώ να συνοψίσω όλα αυτά τα ζητήματα σεβόμενος (α) την προσπάθεια που κάνω σε αυτό το βιβλίο, να κρατήσω μια μέση οδό- (β) την επιθυμία μου να παραμείνω πιστός στον έμφυτο πατριωτισμό μου (όπως ο όρος αυτός γινόταν αντιληπτός στη γενιά μου, και όχι υπό την ακραία έννοια που τον χρησιμοποιούν σήμερα οι γνωστοί «νεωτεριστές») (γ) την ανάγκη να εξετάσω κατά πόσον η κεντρική θέση στην οποία στηρίζεται η προηγούμενη υποενότητα, περί μουσουλμανικής Θράκης, μπορεί να ενταχθεί αρμονικά στο πλαίσιο μιας ευρύτερης και πιο σύνθετης ανάλυσης;

Το καθήκον αυτό θα μου φαινόταν ανέφικτο, εάν δεν αντλούσα βοήθεια από τηναξιοσημείωτα αμερόληπτη μελέτη του Ευάγγελου Κωφού, «Greece's Macedonian Adventure», η οποία ακολουθεί την εξελικτική πορεία της σύγκρουσης κατά τις δεκαετίες του '80 και του '90, και μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο και για τις δικές μου θεωρήσεις. Τα σχόλια που έχω να κάνω, πάντα σε συμφωνία με τις παραμέτρους που προανέφερα, είναι τρία.

Κατά πρώτο λόγο, η κομματική αστάθεια στην Ελλάδα στέρησε από τη χώρα μας την ευκαιρία να επιλύσει το υπό εξέταση ζήτημα όταν -περί τις αρχές της δεκαετίας του '90- αυτό ήταν πολύ πιο απλό από ό,τι είναι τώρα (που έχει κάνει αισθητή την παρουσία της η Τουρκία) και όταν, επίσης, είχαν προταθεί λύσεις ευνοϊκές προς τα βασικά συμφέροντα μας, στις Βρυξέλλες το 1991, στη Λισσαβώνα το 1992, καθώς και από τον λόρδο Όουεν και τον Σάιρους Βανς το 1993.

Κατά δεύτερο λόγο, όλες ανεξαιρέτως οι μεταπτώσεις των ελληνικών διαπραγματευτικών θέσεων συνδέονταν άμεσα με τον μικροκομματισμό -αυτή τη φαραωνική κατάρα που μαστίζει τη σύγχρονη ελληνική πολιτική-, τη συνεχή προσπάθεια των πολιτικών να δημιουργήσουν «εντυπώσεις» και το κλίμα εξτρεμισμού που προωθούσαν τα ίδια τα κόμματα εκμεταλλευόμενα το λαϊκό αίσθημα.

Τέλος, όλα τα ελληνικά κόμματα, εξαιρουμένου του Αντώνη Σαμαρά (μιλώντας για την περίοδο που αυτός διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στο όλο δράμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990), διακήρυσσαν δημοσίως ένα πράγμα -τη «μαξιμαλιστική θέση»-, αλλά, μυστικά, προωθούσαν μια θέση σαφώς πιο μετριοπαθή. Αυτή η υποκρισία, που τότε δεν είχε ακόμη γίνει γνωστή, αλλά αποκαλύφθηκε πλήρως αργότερα,[33]  έρχεται μάλλον να προστεθεί στον σημερινό κυνισμό που διακρίνει την κομματική πολιτική και στον αρνητικό αντίκτυπο που έχει αυτή επί των εθνικών μας συμφερόντων. Συνεπώς, το στοιχείο που συνδέει άμεσα το Σλαβομακεδονικό Πρόβλημα με το Θρακικό είναι ότι οι ίδιοι οι Έλληνες έχουν φέρει τη χώρα τους σε μειονεκτική θέση λόγω διγλωσσίας, υποκρισίας και έλλειψης σχεδιασμού. Είμαι πεπεισμένος ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει σήμερα και ότι, αν ζητούσαμε τη γνώμη τους, οι περισσότεροι Έλληνες πολίτες θα συμφωνούσαν μαζί μου.

Στις ανωτέρω προσωπικές απόψεις, θα πρόσθετα τρεις ακόμα, αλλά θα επεκταθώ μόνο ως προς τις δύο τελευταίες.

Έτσι, κατά πρώτο λόγο, όπως έχω επισημάνει και στο παρελθόν, όσο σημαντικό και είναι το Μακεδονικό Ζήτημα, έχει συγκεντρώσει δυσανάλογα μεγάλες προσπάθειες στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής μας. Έτσι, με υπαρξιακούς όρους, το ζήτημα αυτό αποτελεί μια λιγότερο άμεση και σοβαρή απειλή σε όχι με την απειλή που επισείει η σύγχρονη Τουρκία, η οποία έχει σήμερα στο στόχαστρο της και την Κύπρο και το Αιγαίο και τη Θράκη. Η άποψη αυτή δεν έχει σκοπό να υποτιμήσει τη σημασία των προβλημάτων που μπορεί να προέκυπταν από μια εσφαλμένη επίλυση της διένεξης για την ονομασία της πΓΔΜ• επιδιώκει απλώς να υπογραμμίσει το γεγονός ότι, όπως ισχύει για όλα τα πράγματα στη ζωή, πρέπει κανείς να θέτει τα  προβλήματα σε προτεραιότητα με βάση το μέγεθος και την επιτακτικότητά τους.

Κατά δεύτερο λόγο, επί είκοσι και πλέον χρόνια, η όλη μάχη δίνεται για την ονομασία, ενώ έχει σταθεί απολύτως ανεπαρκής η προσοχή που δίνουμε στο άκρως σημαντικό ζήτημα της αναίρεσης των αλυτρωτικών αξιώσεων που μπορεί να καλλιεργήσει, πολιτικά ή νομικά (μέσω του συντάγματος του), το νέο κράτος επί της ελληνικής εδαφικής ταυτότητας. Ασφαλώς, οι ανησυχίες αυτές συνδέονται με τις δυσκολίες της ονομασίας.

Έτσι, θα ήταν σφάλμα να δεχθούμε[34] ότι η σημερινή, συνταγματικά κατοχυρωμένη (στο σύνταγμα της FYROM) ονομασία «Μακεδονία» ταυτίζεται με την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, η οποία, σε γενικές γραμμές, ανήκει επίσης κατά 52% στην Ελλάδα, κατά 9% στη Βουλγαρία και κατά 1,5% στην Αλβανία.

Αυτή η αξίωση της πΓΔΜ συμπίπτει με το εθνογενετικό της δόγμα, το οποίο επεκτείνει την ταυτότητα της στην κλασική αρχαιότητα και τις φιλοδοξίες της σεολόκληρη την περιοχή της Μακεδονίας, ως «πατρίδα» της (tatkovina) - φιλοδοξίες, προφανώς, ανεδαφικές. Η συγκεκριμένη αξίωση είναι, πράγματι, απολύτως απαράδεκτη για την Ελλάδα, αλλά θα έπρεπε επίσης να απορριφθεί κατηγορηματικά και από όλους τους ξένους μεσολαβητές, καθότι θα μπορούσε να αποτελέσει προοίμιο για μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις, αν όχι και για στρατιωτικές συγκρούσεις, και άρα να διαιωνίσει την αβεβαιότητα που επικρατεί στην περιοχή.

Η επιμονή των Σκοπιανών στην οικειοποίηση όλων των παραγώγων της λέξης «Μακεδονία» -όπως του επιθέτου «μακεδονικός»- θέτει επίσης σοβαρές προκλήσεις για την Ελλάδα σε ό,τι αφορά τη γλώσσα, την εθνοτική ταυτότητα αλλά και τα προϊόντα της, εκτός και αν συνοδευτούν από την προσθήκη κάποιας επιπλέον λέξης, κάποιου προθέματος ή επιθήματος, τα οποία θα εμποδίζουν την πΓΔΜ να διεκδικεί ως δικό της οτιδήποτε προέρχεται ή παράγεται σε ολόκληρη την περιοχή.

Κατά τρίτο λόγο, τα Σκόπια δεν θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα, όπως ορίζει το Σύνταγμα τους, να ελέγχουν, να εποπτεύουν, να προστατεύουν ή να ενισχύουν καθ' οιονδήποτε τρόπο τους Σλαβομακεδόνες που κατοικούν στην Ελλάδα. Τούτο μας φέρνει στο ζήτημα του πιθανού επαναπατρισμού των Σλαβομακεδόνων που έφυγαν από την Ελλάδα και κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία κατά τη διάρκεια του ελληνικού Εμφυλίου (ή και νωρίτερα) και οι οποίοι, πράγματι, έπαιξαν ενεργό, πρωταγωνιστικό ρόλο στη στήριξη των προσπαθειών της Γιουγκοσλαβίας (αλλά και, πρωτύτερα, της ναζιστικής Γερμανίας) να αποκτήσει βάση και παρουσία στη Βόρεια Ελλάδα.

Μολονότι το ζήτημα αυτό εξετάστηκε κατά καιρούς από διάφορους πολιτικούς ηγέτες, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου (ο πάππους του σημερινού πρωθυπουργού) και ο Ανδρέας Παπανδρέου, υπήρξε ένα διάστημα κατά τη διάρκεια της ρεβιζιονιστικής περιόδου Σημίτη όπου φάνηκε πράγματι πιθανό να γίνει μια τέτοια κίνηση.[35] Δεδομένων των ανωτέρω, καθώς και του γεγονότος ότι ο σχετικός αριθμός κυμαίνεται στην τάξη των 100.000 ατόμων, συμμερίζομαι την άποψη του δρος Κωφού, σύμφωνα με την οποία μια τέτοια απόφαση «δεν θα μπορούσε λογικά να εκληφθεί ως επαναπατρισμός, αλλά ως αυθαίρετη μεταμόσχευση μιας ξένης εθνικιστικής μειονότητας στις μεθοριακές περιοχές των μακεδονικών περιφερειών της Ελλάδας. [...] [Θα] διαμόρφωνε εκ νέου τον εθνολογικό χάρτη των συνόρων της Ελλάδας». [36]

Τέλος, πέρα από τις όποιες αξιώσεις, ποιες ακριβώς είναι οι συνέπειες που θα είχε για την Ελλάδα σε εσωτερικό νομικό επίπεδο μια εξομάλυνση των σχέσεων;

Σκέφτομαι εν προκειμένω θέματα όπως είναι η επέκταση της ιδιότητας του πολίτη, η αναγνώριση δικαιωμάτων σε εδάφη που  οι ίδιοι «εγκατέλειψαν» και η δημιουργία διαφόρων άλλων κρατικών υποχρεώσεων -επί παραδείγματι: Η ίδρυση πολυγλώσσων σχολείων και το είδος των προβλημάτων που έχουν ανακύψει κατά τον οξύτερο τρόπο στο ανατολικό τμήμα της Θράκης- προς όλους τους «επαναπατρισμένους» Σλαβομακεδόνες που έφυγαν από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (ή στα πρώτα στάδια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου).

Όλα αυτά θα σήμαιναν επιπρόσθετες δαπάνες για το ελληνικό κράτος και, αντί να εμπνεύσουν ευγνωμοσύνη, θα προκαλούσαν μάλλον διαμαρτυρίες περί παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή απαιτήσεων σχολικής διδασκαλίας στη σλαβομακεδονική διάλεκτο, μολονότι οι άνθρωποι αυτοί θα επέστρεφαν πλέον στην Ελλάδα, επειδή, υποτίθεται, θα θεωρούσαν ότι είναι Έλληνες.

Ακόμη και οι συνοπτικές μελέτες που αντλούν στοιχεία από την επιστημοσύνη άλλων λογίων έχουν το δικαίωμα να συναγάγουν συμπεράσματα, έστω και επιφυλακτικά. Το συμπέρασμα το οποίο, πιστεύω, αναδεικνύεται εν προκειμένω είναι ότι τα σχετικά ζητήματα και το πρόβλημα της εθνοτικής ταυτότητα  έχουν αποφασιστεί -σύμφωνα με τους περισσότερους επιστήμονες που τα έχουν μελετήσει-, με βάση πολιτικούς, ατομικούς και οικονομικούς παράγοντες σχετικούς με τα ενδιαφερόμενα μέρη, και όχι με βάση καθαρώς εθνοτικά κριτήρια (όπως και αν ορίζονται αυτά).

Κατά την άποψη μου αυτό σημαίνει ότι δεν δρέπει να βιαστούμε να αλλάξουμε το υπάρχον status quo προτού μελετήσουμε όλες τις προεκτάσεις μιας τέτοιας αλλαγής. Σε αυτό το πλαίσιο, η μουσουλμανική Θράκη, την οποία εξετάσαμε διά βραχέων προηγουμένως, θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει πηγή ωφέλιμων διδαγμάτων, κυρίως επειδή στο σλαβομακεδονικό ζήτημα μπορούμε να διακρίνουμε την αναπτυσσόμενη καιροσκοπική παρουσία ενός τουρκικού συμφέροντος.


[31]- Είναι πράγματι τεράστια η διεθνής βιβλιογραφία επί του θέματος, αλλά θέλοντας να μείνω πιστός στο στιλ του παρόντος βιβλίου και στο γενικό  αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνομαι, θα περιορίσω τις παραπομπές μου σε ευάριθμα ευσύνοπτα, κατατοπιστικά και νηφάλια επιστημονικά έργα, αν και, ως μη ειδικός, δεν συμφωνώ πάντα με τις εκφραζόμενες απόψεις. Βλειδικότερα Vlassis Vlassidis και Veniamin Karakstanoglou, «Recycling Propaganda. Remarks on Recent Reports of Greece's "Slav-Macedonian Minority", http:// www.unix.gr/Macedonia/Vlasidis.htm• Evangelos Kofos, «Greece's Macedonian Adventure: The Controversy over FYROM's Independence and Recognition» στο James Pettifer (επιμ.), The New Macedonian Question (Λονδίνο/Νέα Υόρκη: Macmillan Press Ltd., 1999)• Evangelos Kofos, «Unexpected Initiatives. Towards the Resettlement of a Slav-Macedonian Minority in Macedonia*, Macedonian Heritage, http://www.macedonianheritage.gr/Opinions/BalkanDevelopments/comm_20030710Kofos.html (η ελληνική εκδοχή του κειμένου δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 25ης Ιουνίου 2003)• Iakovos Michailidis, «Frontiers and Identities in Modern Greece», ο.π.- Ευάγγελος Κωφός, «ΕλληνικόΚράτος και Μακεδονικές Ταυτότητες (1950-2005): Εισαγωγικές ΕπισημάνσειςΑ. Μακεδονικές ταυτότητες και κρατική πολιτική μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, 1949-1974. Β. Μακεδονικές ταυτότητες και κρατική πολιτική την περίοδο της μεταπολίτευσης, 1975-1989. Γ. Η "διένεξη για το όνομα" και οι μακεδονικές ταυτότητες», στο I. Δ. Στεφανίδης (επιμ.), Μακεδονικές Ταυτότητες στο Χρόνο, Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις (Αθήνα: Εκδ. ΠατάκησυνεκδΊδρυμαΜουσείου Μακεδονικού Αγώνα, 2008)• Ευάγγελος Κωφός, «The Current Macedonian Issue Between Athens and Skopje: Is there an Option for a Breakthrough?» (ELIAMEP Thesis, Απρίλιος, 2009). Για τον αναγνώστη που θα επιθυμούσε περισσότερες επιστημονικές λεπτομέρειες και αναλύσεις, όλα τα προηγούμενα κείμενα περιέχουν πολυάριθμες παραπομπές.

[32]- Απόφαση Συμβουλίου Ασφαλείας 817/7.4.1993.

[33]- Βλ. ενδεικτικά Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, Το Ημερολόγιο Ενός ΠολιτικούΗ Εμπλοκή των Σκοπίων (Αθήνα: Εκδ. Εστία, 1994) σσ. 243-412• Θεόδωρος Σκυλακάκης, Στο Όνομα της Μακεδονίας (Αθήνα: Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1995), ο. 332 κ.ε.• σύμφωνα με το δρ Ευάγγελο Κωφό, στο «Greece's Macedonian Adventure» (ό.π., σ. 9), ο Ανδρέας Παπανδρέου «προσπαθούσε να παρακάμψει το ζήτημα της ονομασίας, διαπραγματευόμενος συγχρόνως μια συμφωνία στο πνεύμα, εν πολλοίς, του σχεδίου Βανς-Όουεν του 1993, κειμένου το οποίο το ΠΑΣΟΚ είχε επικρίνει ειρωνικά τόσο πριν όσο και ύστερα από την άνοδο του στην εξουσία το 1993» [σε δική μου μετάφραση].

[34]- Τις περισσότερες από αυτές τις ιδέες τις πρότεινε η (ύποπτη) ΜΚΟ International Crisis Group (ICG), την οποία χρηματοδοτούν γενναιόδωρα φίλο αμερικανικοί οργανισμοί και ιδιώτες (και η οποία συνδέεται στενά με το δική μας ΕΛΙΑΜΕΠ) εν μέρει προκειμένου να στηρίξουν την υπόσχεση που είχε δώσει στα Σκόπια ο πρόεδρος Μπους, ότι η χώρα θα ενταχθεί στο NATO και ακολούθως στην EE - απόφαση την οποία ανέτρεψε ο τέως Έλληνας πρωθυπουργός, Κώστας Καραμανλής, στο Βουκουρέστι, το 2007.

[35]- Βλ. Το Βήμα, 25 Ιουνίου 2003.

[36]- Ε. Kofos, «Unexpected Initiatives», ό.η., σημ. 24, ανωτέρω [σε δική μου μετάφραση]. Ο δρ Κωφός, παρεμπιπτόντως, είναι μέλος του ΕΛΙΑΜΕΠ, αλλά σε όλα τα έργα του είναι έκδηλη η επιστημονική αμεροληψία του.

*Το κείμενο δημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέως για «λόγους ενημερώσεως» και «εύλογης χρήσης μόνο»(fair use only). Οι επισημάνσεις είναι δικές μου και όχι του συγγραφέως. Ευχαριστώ όσους συνέβαλαν στην ανάρτηση αυτού του πολύ σπουδαίου κειμένου. 
http://akritas-history-of-makedonia.blogspot.com/2011/06/blog-post_25.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Free Blog Counter